Φως και σκοτάδι





Ανήσυχα πνεύματα, οράματα, στοιχειωμένοι τόποι, παράξενα νυχτερινά τραγούδια, το πράσινο φως που λαμπυρίζει στο σκοτάδι πάνω στους τάφους, άνθρωποι που χάνουν τα λογικά τους μετά τη συνάντησή τους με τον διάβολο. Θρύλοι και πραγματικότητα μπερδεύονται με έναν τρόπο μεταφυσικό και ταυτόχρονα αληθινό στο μυθιστόρημα του Σέιμους Ντιν «Διαβάζοντας στο σκοτάδι».


Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα μικρό χωριό της Βορείου Ιρλανδίας στις δεκαετίες του 1940 και του 1950. Ηρωας ένα μικρό καθολικό αγόρι, που είναι και ο αφηγητής. Καθώς ο ήρωας μεγαλώνει, ο αναγνώστης ζεί μαζί του την ιστορία της οικογενείας του, ιδωμένη μέσα από τα δικά του μάτια. Με την αθώα έκπληξη του παιδικού μυαλού και της άσπιλης ψυχής του, ο ήρωας προσπαθεί να κατανοήσει τα μυστήρια της ζωής και να ανακαλύψει το οικογενειακό μυστικό που χρόνια κρατούν καλά φυλαγμένο όσοι το γνωρίζουν. Ενα μυστικό που κλέβει τον αέρα όλων.


Το «Διαβάζοντας στο σκοτάδι» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Σέιμους Ντιν. Με αυτό ο ιρλανδός συγγραφέας έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση: το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker 1996 ενώ κέρδισε το The Irish Times International Fiction Prize καθώς και το Irish Times Irish Literature Prize for Fiction 1997.


Ποιητής και διακεκριμένος ιστορικός λογοτεχνίας, ο Σέιμους Ντιν γεννήθηκε στο Ντέρι της Βορείου Ιρλανδίας το 1940. Σπούδασε στο Queen’s University, στο Μπέλφαστ, και στο Καίημπριτζ. Από το 1968 ως το 1980 δίδασκε την αγγλική γλώσσα στο University College στο Δουβλίνο. Καθηγητής της Σύγχρονης Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας, έχει δημοσιεύσει πολλά έργα κριτικής και τέσσερις ποιητικές συλλογές και είναι γενικός εκδότης της Field Day Anthology of Irish Writing.


Το βιβλίο «Διαβάζοντας στο σκοτάδι» αναφέρεται στην παιδική ηλικία και κινείται σε δύο διαστάσεις, όπως τις βιώνει ο μικρός ήρωας. Η μία είναι η πραγματική: η καθημερινή ζωή στην πόλη της Βορείου Ιρλανδίας κατά τις δεκαετίες του ’40 και του ’50· οι πολιτικές διαμάχες, τα οικογενειακά προβλήματα, τα ανόσια μυστικά, οι θανατηφόρες ίντριγκες, ο σκοτεινός έρωτας. Η άλλη είναι η μυθική, που μοιάζει να πρωταγωνιστεί: τα φαντάσματα στο σπίτι, το κάστρο του Γκράιαναν, το λιβάδι των εξαφανισμένων που πάνω του αρνούνται να πετάξουν οι γλάροι και τα άλλα πουλιά, το δαιμονισμένο σπίτι στο Ντονιγκόλ, όπου παράξενες δυνάμεις εξαφανίζουν τα παιδιά και κάθε τόσο το ένα παίρνει τη μορφή του άλλου.


Ολα μοιάζουν ανεξήγητα στα μάτια του μικρού αγοριού. Η δράση εξελίσσεται μέσα από το ανήσυχο βλέμμα του που προσπαθεί να εξερευνήσει τον «βυθό» των πραγμάτων. Μα όσο τον πλησιάζει τόσο πιο βαθύς γίνεται εκείνος. Φαντασία και πραγματικότητα αναμειγνύονται θολά ξεχνώντας ποια από τις δύο κινεί τα νήματα. Το μεταφυσικό στοιχείο είναι αληθινό όσο και η εμφάνιση της Ούνας, της νεκρής αδελφής, λίγες ημέρες μετά τον θάνατό της.



Ο Ντιν γράφει για ό,τι σημαδεύει την παιδική ηλικία, για ό,τι μπορεί να αποτυπωθεί για πάντα στο μυαλό ενός παιδιού: για τη γεύση από την εμφάνιση ενός φαντάσματος, την πρώτη φορά στο τσίρκο και την εξαφάνιση του μάγου πάνω στη σκηνή, σαν να τον κατάπιε ο αέρας, τη «δολοφονία» των τριανταφυλλιών και την αλησμόνητη οδύνη της τιμωρίας, την ταινία στον κινηματογράφο· για το πρώτο μυθιστόρημα «που είχε πράσινο εξώφυλλο και διακόσιες δεκαέξι σελίδες»: «Εκλεινα το φως, ξάπλωνα πίσω στο κρεβάτι και απλά έμενα εκεί, με το βιβλίο ακόμα ανοιχτό, να φαντάζομαι ξανά όσα είχα διαβάσει, τους διάφορους δρόμους όπου θα μπορούσε να εκτυλιχθεί η υπόθεση, και το μυθιστόρημα ξαφνικά αποκτούσε αμέτρητες πιθανότητες μέσα στο σκοτάδι»· και ύστερα εκείνη η φάρσα στο πορνείο που κατέληξε σε πανικό, τα μπλεξίματα με την αστυνομία, η επίσκεψη στον επίσκοπο για να ξεπλυθεί το στίγμα του «προδότη»· και πάντα ο Εντι, ο αδελφός του πατέρα, παρών σε κάθε σελίδα του βιβλίου, να τον προκαλεί να μάθει τι κρύβεται πίσω από την ξαφνική εξαφάνισή του.


Ωσπου θα έρθει ο θάνατος του παππού, που δεν θα αντέξει το αβάσταχτο βάρος του μυστικού στην άλλη ζωή και θα αποκαλύψει την τραγική αλήθεια. Την εξομολογείται στον εγγονό και εκείνος την τυλίγει στη σιωπή με μόνη συνένοχο τη μητέρα του, η οποία δεν θα του συγχωρήσει ποτέ αυτή τη γνώση. Ο πατέρας, πρόσωπο τραγικό, αγνοεί το μυστικό του αδελφού του Εντι και της συζύγου του για έναν προδομένο έρωτα: ποτέ δεν ξέχασε τον Μακ Ιλέινι που την εγκατέλειψε για να παντρευτεί τη μικρότερή της αδελφή, την τρυφερή Κέιτι. «Ο δικός μου τρόπος για να τους αγαπώ και τους δύο ήταν να μη μιλήσω ούτε εγώ. Ωστόσο, η γνώση με κρατούσε σε απόσταση και από τους δυο τους» εκμυστηρεύεται το αγόρι που υποφέρει σιωπηλά από την εχθρότητα της μητέρας του προς αυτόν.


Υστερα εμφανίζεται η αρρώστια της μητέρας: η μελαγχολία της ψυχής, η φυγή της στον κόσμο της φαντασίας που ελάφρωνε το βάρος της ενοχής, όταν αντίκριζε το βλέμμα του γιου της. «Της είπα ότι θα έφευγα. Θα έφευγα μετά το πανεπιστήμιο. Η υπόσχεσή μου αυτή θα ήταν το δώρο των γενεθλίων της». Πόσο στ’ αλήθεια μπορεί να κοστίζει ένα τέτοιο δώρο σε μια παιδική ψυχή; Ωσπου η φωνή της χάνεται για πάντα χαρίζοντάς της την ποθητή λύτρωση και στον ίδιο μια βαθιά ανάσα.


Με εκπληκτική αριστοτεχνία ξεδιπλώνεται ο λόγος του Ντιν που αγγίζει και απομακρύνεται από την αποκάλυψη φωτίζοντάς την έντεχνα κάθε τόσο με κάποιο νέο στοιχείο, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κανένας δεν γνωρίζει όλη την αλήθεια αλλά μονάχα ένα κομμάτι της. Εντονα τα αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη δική του παιδική ηλικία, γεμάτη από την αυστηρή πειθαρχία του καθολικισμού και τις «Πνευματικές Ασκήσεις» του Αγίου Ιγνατίου Λογιόλα, την εφηβεία με τις πρώτες απορίες για τον σαρκικό έρωτα: «Οσα είχα ακούσει ήταν μάλλον απίθανα να συμβαίνουν. Ακουγόταν σαν επίτευγμα της μηχανικής επιστήμης, κάτι που δεν μπορούσα να το συνδυάσω με αυτό που η Εκκλησία ονομάζει λαγνεία και το οποίο φάνταζε άγριο, ελεύθερο, ανέμελο, σαν να έτρωγες και να έπινες την ώρα που χόρευες πάνω σε ένα τραπέζι» και τη νεότητά του, που συνεργούν στην καταβύθισή του στα πιο απόκρυφα σημεία τους. Η γοητεία της παιδικότητας αποτυπώνεται με ποιητική ευαισθησία προσδίδοντας στον λόγο του μια δύναμη σχεδόν μαγνητική.


Οι εικόνες, άλλοτε κινηματογραφικά πλάνα και άλλοτε πίνακες ζωγραφικής, αναδύουν μια μουσική με μπαρόκ ηχοχρώματα και τη μυστηριακή γεύση του ιρλανδέζικου τοπίου: «Ενας δυνατός θρήνος γλάρων γέμισε τον αέρα καθώς απ’ το λιμάνι ερχόταν καταιγίδα και το δωμάτιο έμοιαζε να υψώνεται στον ουρανό πάνω στις φτερωτές σκιές τους». Οι λυρικοί τόνοι και η ατμόσφαιρα του βιβλίου μεταφέρονται αναλλοίωτοι στη γλώσσα μας.


Καθώς κυλάνε οι μήνες, φθάνοντας από το 1945 στο 1971, ολοκληρώνεται ένα οδοιπορικό μνήμης και ψυχής. Ο θάνατος του πατέρα έρχεται όταν πια ο γιος θα αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο με άριστα χαρίζοντάς του την πιο μεγάλη ευτυχία ενώ οι συγκρούσεις του στρατού με τον IRA μαίνονται έξω από την πόρτα τους καθώς όλα είναι έτοιμα για την κηδεία.