Μπλουζ στο Βελιγράδι





«Να, ένα βιβλίο είναι αυτό που είναι», λέει η Γέλενα, η ηρωίδα του μυθιστορήματος του Σλόμπονταν Σέλενιτς «Φόνος εκ προμελέτης». «Γνωρίζω καλά ότι ένα μυθιστόρημα είναι μια διήγηση για έναν άνθρωπο ή τη μοίρα του. Τα πάντα είναι πολιτική», αναφέρει ο ίδιος o συγγραφέας σε μια σειρά συνεντεύξεών του που εκδόθηκαν ένα μήνα μετά τον θάνατό του, από καρκίνο, στις 27 Οκτωβρίου του 1995, δίνοντας το συγγραφικό του στίγμα, που είναι εμφανές από τις πρώτες ακόμη σελίδες του βιβλίου του: πολιτική μπορεί να είναι και η λογοτεχνία.


Γεννημένος στις 7 Ιουνίου του 1933 στο Βελιγράδι, ο Σλόμπονταν Σέλενιτς θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους και θεατρικούς συγγραφείς της μεταπολεμικής ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Για τις αιρετικές θέσεις του χαρακτηρίστηκε Σάλμαν Ρούσντι της Σερβίας. Σπούδασε θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου και μετεκπαιδεύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, τη δεκαετία του ’50. Το 1988 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων της Γιουγκοσλαβίας. Τα μυθιστορήματά του όπως «Prijatelji» («Οι φίλοι») και «Ocevi i oci» («Πατέρες και Προπάτορες») και τα θεατρικά έργα του όπως το «Ruzenje naroda» («Εξοργίζοντας το έθνος») και «Knez Pavle» («Πρίγκιπας Παύλος») κυριαρχούν τα τελευταία 15 χρόνια στο Βελιγράδι.


Πολιτικά υπήρξε ενεργό μέλος της αντιπολίτευσης που υποστήριζε την υποψηφιότητα του Μίλαν Πάνιτς ενάντια στον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, περί το τέλος του 1992. Απογοητευμένος από την αποτυχία της αντιπολίτευσης στη Σερβία αρνήθηκε να βυθισθεί στην απελπισία, πιστεύοντας ότι το μέλλον θα ήταν καλύτερο για την πατρίδα του. «Ο Μιλόσεβιτς μπορεί να προσφέρει μια μεγάλη υπηρεσία: να παραιτηθεί», δήλωνε ο Σέλενιτς μη αντέχοντας να βλέπει την εξαφάνιση της χώρας του. Οι απόψεις του προκαλούσαν πολλούς εχθρούς μεταξύ των εθνικιστών της χώρας του και της Κροατίας αλλά συγχρόνως και πολλούς φίλους μεταξύ των ομοϊδεατών του. Τη συντροφιά του αποτελούσαν διπλωμάτες και άλλοι ξένοι που έφθαναν στο Βελιγράδι προσπαθώντας να κατανοήσουν την κατάσταση στα Βαλκάνια. Οπως και άλλα δημόσια πρόσωπα που εκφράζουν φανερά τη γνώμη τους, η οποία αντίκειται στους κατεστημένους κανόνες, είχε δεχθεί απειλές για τη ζωή του.



Τον απασχολούσε ιδιαίτερα η άνοδος των κομμουνιστών στην εξουσία, το 1945, και η καταστροφή της οικονομικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής της χώρας του. Περιγράφοντας τον ιστό της σερβικής κοινωνίας πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ζωγραφίζει την εικόνα της νεοσυσταθείσης δημοκρατίας που αγωνιζόταν να αναδυθεί στην Ευρώπη και να αφήσει πίσω τον βαλκανικό πρωτογονισμό. Το δικό του Βελιγράδι των δεκαετιών του ’20 και του ’30 ήταν μια αναπτυσσόμενη πόλη. Οι χωματόδρομοι έγιναν πια λιθόστρωτοι, οι άνθρωποι μορφώνονται στα πανεπιστήμια της Δύσης, οι λαϊκές αντιλήψεις, οι μύθοι και οι δοξασίες του αγροτικού πληθυσμού αντικαθίστανται από περισσότερο λογικούς τρόπους σκέψης. Ο εκσυγχρονισμός της Δύσης είχε χτυπήσει την πόρτα και της δικής του πατρίδας.


Στο μυθιστόρημα «Φόνος εκ προμελέτης» πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες: η νεαρή Γέλενα, η Μπούλικα όπως αποκαλείται ­ εκ της ράτσας σκύλων μπουλ-τεριέ ­, που μέσα από την ωμή, χυδαία σχεδόν, γλώσσα κρύβει την τρυφερότητά της, βίαια καμουφλαρισμένη, αφού ζει στο θλιβερό σημερινό Βελιγράδι, και η γιαγιά της, καλλονή της εποχής του προηγούμενου μεγάλου πολέμου, πρόσωπο μυθιστορηματικό για τους ταραχώδεις έρωτές της. Ανάμεσα στις δύο γυναίκες μισός αιώνας Ιστορίας. Γύρω τους όμως η ίδια κόλαση, αυτή του πολέμου.


Στις σελίδες του βιβλίου η Γέλενα διεξάγει ανακρίσεις και έρευνες μέσα από πρακτικά δικών, συνεντεύξεις, επιστολές και άλλο υλικό. Σταδιακά ανακαλύπτουμε τον παράνομο, ανόσιο έρωτα της γιαγιάς της με τον δίδυμο αδελφό της, στην εφηβεία τους. «Επιθετική, ηθελημένα πανέμορφη και μαζί αγγελικά αθώα, σχεδόν παιδούλα και ανυπόφορα σκληρή, τεντωμένη πλάτη, ίδιο απελέκητο διαμάντι», δούλευε για το γιουγκοσλαβικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Τανγιούγκ. Ταυτόχρονα η ίδια η Γέλενα αποκαλύπτει την ολισθηρότητα των αισθημάτων όταν ερωτεύεται τον Μπόγκνταν Μπιλογκόρατς, που χαϊδευτικά αποκαλεί «χαζούλη», έναν νεαρό Σερβοκροάτη που έχει τραυματιστεί στο μέτωπο. Οταν εκείνος θα επιστρέψει ξανά στον πόλεμο, θα χάσει τη ζωή του. Με τη βοήθεια ενός ρεπόρτερ φίλου της πηγαίνει στην Κροατία να ψάξει για το πτώμα του. Το βρίσκει σε έναν ομαδικό τάφο.


Μόνη και απογοητευμένη, η Γέλενα προσπαθεί να ανακαλύψει τους λόγους που ώθησαν τον δίδυμο αδελφό της γιαγιάς της να σκοτώσει τον εραστή της τον Κρσμαν, ταγματάρχη του Λαϊκού Στρατού, «όμορφο σαν τσιγγάνο ή κινηματογραφικά όμορφο Ινδό», που «ανέδυε δύναμη και ένα είδος λυγεράδας αιλουροειδούς κάτω από τη στολή του ταγματάρχη από φίνο αγγλικό ύφασμα», και ύστερα να αυτοκτονήσει αφήνοντας ένα παιδί χωρίς πατέρα, μια ζωή χωρίς όνειρα. Ακολουθεί μια σειρά από εγκλήματα, αυτοκτονίες, ερωτικά πάθη.


Ετσι διασταυρώνονται τα δράματα δύο εποχών. Η Γιουγκοσλαβία του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συναντά μια Σερβία βυθισμένη στο σκοτάδι του εμφυλίου πολέμου. Ολα τα κομμάτια του ιστορικού παζλ ενώνονται. Τα πάθη του έρωτα και του θανάτου αποκαλύπτουν το μυστικό τους πάνω στην απελπισμένη κοίτη του πολιτισμού μιας χώρας. Οι δύο αυτές γενιές δεν έχουν τίποτε κοινό: η παλαιότερη πεινασμένη και αμείλικτη, η νεότερη πιο μαλθακή και βολεμένη. Πίσω από αυτή την εμφάνιση όμως κρύβεται η ίδια αγωνία. Σαν να θέλει να εξορκίσει το καταπιεστικό παρόν, η Γέλενα προσπαθεί σχολαστικά να απαλλαγεί και από το ταραχώδες παρελθόν.


Μέσα από τους ήρωές του ο Σέλενιτς περιγελά τις μεθόδους του Κόμματος, αμέσως μετά τον πόλεμο, αλλά και τις συνοπτικές εκτελέσεις των εθνικιστών. Δυσανασχετεί για τη ρωσική και αμερικανική κυριαρχία στην Ευρώπη. Ανασυστήνει πάνω στις στάχτες μιας φανταστικής χώρας την επιθυμία για ένα ειρηνικό έθνος. Ο μυθιστοριογράφος κάνει ό,τι και η ηρωίδα του: παρουσιάζει το μυθιστόρημα σαν μαρτυρία, σαν σύγκρουση των γενεών, μέσω της γλώσσας, στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, ένα γεγονός λήθης από το οποίο οι πρωταγωνιστές δεν θα επιβιώσουν.


Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Σέλενιτς είναι ωμή, σχεδόν λαϊκή· είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η νεαρή Γέλενα που ζει στην απελπισμένη πρώην γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα, λυγισμένη από το εμπάργκο των δυτικών και τους περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται. «Γράφω όπως μιλάω», λέει η Γέλενα, «και μιλάω όπως μου καπνίζει». Στην επιθυμία του να γίνει κατανοητός από τη νεότερη γενιά ο συγγραφέας επιμένει περισσότερο από ό,τι ίσως θα έπρεπε στον τρόπο ομιλίας της ηρωίδας, με αποτέλεσμα να φαίνεται ­ ενώ δεν είναι ­ ο δικός του, χαρακτηρίζοντας το ύφος του βιβλίου, που μοιάζει σαν ανάκριση σχεδόν αστυνομική. Η γραφή του παραπέμπει στον θεατρικό λόγο. Οι διάλογοι μεταξύ της Γέλενα και του γερο-Κόγιοβιτς που η γιαγιά Γέλενα αποκαλούσε «παλιά αμαρτία», προσδίδουν θεατρικότητα. Οι ήρωες της ιστορίας μοιάζουν με πρωταγωνιστές θεατρικής παράστασης που μέσα από τους ρόλους τους ξετυλίγουν μιαν άλλη, παράλληλη ιστορία, καταδεικνύουν το αιματοβαμμένο και θλιβερό πεπρωμένο.


Το βιβλίο τελειώνει με σκοτωμούς και εξαφανίσεις. «Είναι ο επιτάφιός μου για τους απελπισμένους» καταλήγει ο συγγραφέας. Ενας επιτάφιος λιτός και απέριττος όπως ακριβώς ταιριάζει στους απελπισμένους.