W. Somerset Maugham
Βροχή

Mετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου.
Εκδόσεις Αγρα, 2017, σελ. 112, τιμή 9,90 ευρώ

Με μια πρώτη ματιά, από το κατάστρωμα ενός πλοίου που ταξιδεύει στις Νότιες Θάλασσες, το σκηνικό φαντάζει ειδυλλιακό. «Τη λεπτή λωρίδα της ασημένιας αμμουδιάς διαδέχονταν γοργά λόφοι στεφανωμένοι με οργιώδη βλάστηση. Οι κοκκοφοίνικες, πυκνοί και πράσινοι, κατέβαιναν σχεδόν ως την άκρη του νερού», αλλά ο Σόμερσετ Μομ (1874-1965) φροντίζει να μας αποκαλύψει εγκαίρως το μεγάλο φόντο μιας ιστορίας που διαδραματίζεται στον Ειρηνικό Ωκεανό, καθώς «ανάμεσα στα δέντρα διέκρινες τις χορτοκαλύβες των Σαμόα, και αραιά και πού άστραφταν ολόλευκα εκκλησάκια».

Με μια αράδα, με μια εικόνα, έχουμε μπει στο νόημα της Βροχής (1921), έργο που ανήκει στις δημοφιλέστερες νουβέλες του βρετανού συγγραφέα. Καταλαβαίνουμε ότι μπροστά μας απλώνεται ένα «εξωτικό» κείμενο που το κινούν τα δίπολα και οι συγκρούσεις –κόσμοι διαφορετικοί, άνθρωποι διαφορετικοί –αλλά είναι τέτοια, εν προκειμένω, η ισορροπημένη μαστοριά του παντογνώστη αφηγητή που φθάνουμε στο φοβερό τέλος έχοντας την αίσθηση όχι μόνο της λογοτεχνικής αρτιότητας αλλά και της αναγνωστικής πληρότητας. Ο καλόβολος γιατρός Μακφαίηλ με τη σύζυγό του έχουν προορισμό την Απια, την πρωτεύουσα των νήσων Σαμόα, όπου αναμένεται να περάσουν μερικούς μήνες ηρεμίας. Την ίδια κατεύθυνση –προς ένα νησιωτικό σύμπλεγμα βορειότερα –ακολουθούν και δύο καθωσπρέπει συνεπιβάτες τους στο βαπόρι, ο άτεγκτος ιεραπόστολος Ντέηβιντσον με τη δική του σύζυγο, οι οποίοι επιστρέφουν στην περιφέρειά τους για να συνεχίσουν το δύσκολο –πλην θεάρεστο –έργο τους απέναντι στην «αχρειότητα των αυτοχθόνων».
«Το αίσθημα της αμαρτίας»
Ο κύριος Ντέηβιντσον σημείωνε λ.χ. σε μια αναφορά του: «Ο πλήρης εκχριστιανισμός των κατοίκων των νησιών θα επιτευχθεί μόνο όταν όλοι οι άρρενες άνω των δέκα ετών υποχρεωθούν να φορέσουν παντελόνι», δηλαδή όταν θα εγκατέλειπαν πλήρως το λάβα-λάβα, το παραδοσιακό παρεό με το οποίο καλύπτεται η βουβωνική χώρα. Η κυρία Ντέηβιντσον πάλι, ένα σεμνότυφο αντηχείο των απόψεων του άντρα της, περηφανεύεται που στην περιφέρειά τους «δεν χορεύει κανείς τα τελευταία οκτώ χρόνια», γιατί το πρώτο πράγμα που έπρεπε να απαγορευτεί εκεί ήταν οι χοροί που «δεν είναι μόνο ανήθικοι από τη φύση τους, αλλά οδηγούν αναφανδόν στην παραλυσία».
Και όταν οι απαγορεύσεις δεν αποδεικνύονταν και τόσο αποτελεσματικές, έρχονταν τα πρόστιμα, με αποκορύφωμά τους τον εκβιασμό μέσω της πείνας. «Παρέβαιναν τις δέκα εντολές, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι αμαρτάνουν» εξηγεί ο κύριος Ντέηβιντσον αναφερόμενος στους ιθαγενείς και ομολογεί πως το δυσχερέστερο κομμάτι της δουλειάς του ήταν αυτό, πώς θα κατάφερνε να τους ενσταλάξει «το αίσθημα της αμαρτίας». Η ιεραποστολική αυταπάρνηση συμπυκνώνεται στη φράση «θα τους σώσουμε έστω και δίχως τη θέλησή τους» και είναι πραγματικά δύσκολο να διακρίνει κάποιος πού σταματά η μονοκόμματη ηθική που εκπηγάζει από μια γνήσια θρησκευτική πίστη και πού αρχίζει η αλαζονική –και εξοργιστική, ακόμη και για τον σημερινό υποψιασμένο αναγνώστη –εξουσιομανία του λευκού αποικιοκράτη. Ομως αυτή η θολή, αμφίσημη περιοχή –την οποία ενσαρκώνει ο κύριος Ντέηβιντσον ασφαλώς –μετατρέπεται αριστοτεχνικά από τον Σόμερσετ Μομ στην κατ’ εξοχήν εστία έντασης ολόκληρης της νουβέλας. Διότι πέρα από τις ιδέες, τις πεποιθήσεις ή τις προκαταλήψεις –όποιες κι αν είναι αυτές, δεν πρέπει να τις προσεγγίσουμε αναχρονιστικά σε αυτή την περίπτωση για να μη «χάσουμε» το κείμενο –υπάρχουν και τα ένστικτα, τα οποία είναι, ως γνωστόν, και ανεξέλεγκτα και απρόβλεπτα.
Σκοτεινές όψεις
Μια υποψία για επιδημία χολέρας αναγκάζει τους ιθύνοντες του πλοίου να αγκυροβολήσουν κοντά στο Πάγκο-Πάγκο που «έχει τις περισσότερες βροχές σε όλο τον Ειρηνικό». Η εξέλιξη αυτή υποχρεώνει τα δύο ζευγάρια να μείνουν εκεί για καμιά δεκαπενταριά μέρες ώσπου να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση. Σε μια ξύλινη δίπατη κατοικία που ανήκει σ’ έναν μιγάδα, τον Χορν, βρίσκουν καταφύγιο. Κάτι που δεν είναι μονάχα ένα σχήμα λόγου, λόγω της νοτισμένης και αποπνικτικής ατμόσφαιρας που πλαισιώνει τη δράση, εξαιτίας μιας ακατάπαυστης, βασανιστικής βροχής που πέφτει «με μια άγρια μοχθηρία, πολύ κοντινή στα ανθρώπινα πράγματα». Ιδού πόσο όμορφα την περιγράφει ο Σόμερσετ Μομ: «Δεν έπεφτε καταρρακτωδώς, έρεε σαν χείμαρρος. Θύμιζε κατακλυσμό εξ ουρανού και βροντούσε στην αυλακωτή λαμαρίνα της στέγης σταθερά, επίμονα, εκνευριστικά. Θα ‘λεγε κανείς ότι κατεχόταν από ανεξέλεγκτη μανία. Ωρες ώρες ένιωθες την ανάγκη να ουρλιάξεις, αν δεν σταματούσε, κι ύστερα, όλως αιφνιδίως, σε κυρίευε ένα αίσθημα ανημποριάς, σαν μια αδυναμία σε όλα τα μέλη, και σε συνέτριβε η θλίψη και η απελπισία». Και κάπως έτσι, η αντάρα του φυσικού κόσμου –αλλά και ο ήχος ενός εύθυμου γραμμοφώνου –συντονίζεται σιγά σιγά με τις σκοτεινές όψεις των χαρακτήρων.


Η σκληρή τιμωρία
Στον ίδιο ξενώνα, στο ισόγειό του, έχει καταλύσει και μια συνεπιβάτιδα των δύο ζευγαριών, η δεσποινίς Σέηντι Τόμσον που ταξίδευε στη δεύτερη θέση. «Ηταν γύρω στα εικοσιεπτά, τροφαντή, με πρόστυχη ομορφιά» και «σαρκωμένες γάμπες». Οι κυρίες του επάνω ορόφου συμφωνούν, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια γυναίκα «αμφιβόλου ηθικής». Και, όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, ο κύριος Ντέηβιντσον δεν μπορεί να παραβλέψει την ανάρμοστη συμπεριφορά της, νιώθει την ανάγκη να επαναφέρει τη νεαρή πόρνη στον ίσιο δρόμο της αρετής. Κοντολογίς, την πολεμάει κανονικότατα, επιστρατεύοντας κυρίως αθέμιτα μέσα –που εκνευρίζουν ακόμα και τον γιατρό Μακφαίηλ, έναν δειλό άνθρωπο -, και καταφέρνει, κατά τα φαινόμενα, να τη λυγίσει. «Θέλω να της εμφυσήσω τον φλογερό πόθο της τιμωρίας, έτσι ώστε στο τέλος, ακόμα και αν προσφερόμουν να την αφήσω να φύγει, εκείνη να το αρνιόταν. Θέλω να δει τη σκληρή τιμωρία της φυλακής ως ευχαριστία που την αποθέτει στα πόδια του Κυρίου, ο οποίος θυσιάστηκε για χάρη της». Αποδεικνύεται όμως ότι ο ευσεβής ιεραπόστολος δεν ήθελε μονάχα αυτά ή ότι, εν πάση περιπτώσει, θέλησε και άλλα πράγματα. Και το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει από την ανατρεπτική κατάληξη της ιστορίας παραμένει: τα ήθελε εξαρχής όλα αυτά ο κύριος Ντέηβιντσον ή μήπως αναδύθηκαν παράλληλα με την καταχρηστική σπουδή που επέδειξε;
Ο τρόπος με τον οποίο ο Σόμερσετ Μομ χρωματίζει τα περιστατικά και κλιμακώνει την αγωνία είναι υποδειγματικός. Δεν είναι τυχαίο που η νουβέλα έχει μεταφερθεί πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη. Η Βροχή έχει μεταφραστεί εξαιρετικά από την Παλμύρα Ισμυρίδου, όπως άλλωστε και η συλλογή Χονολουλού και άλλα διηγήματα που προηγήθηκε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ