Ασλί Ερντογάν
Ο θαυμαστός μανδαρίνος

Μετάφραση από τα τουρκικά: Ανθη Καρρά
Εκδόσεις Ποταμός, 2017, σελ. 216, τιμή 16 ευρώ

«Ηταν σαν να με είχαν ρίξει σε ένα στενό κελί όπου μπορούσα ίσα ίσα να σαλεύω, πρώτη μου φορά συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο ήταν να προσφύγω με όλη μου τη δύναμη στον εαυτό μου. Κι ο πόνος που δεν έλεγε στιγμή να σταματήσει μου έδινε συνεχώς σουβλιές στη συνείδηση. Είχα αρχίσει να αμφιβάλλω πως μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο πραγματικό πέρα απ’ τον σωματικό πόνο» γράφει η Ασλί Ερντογάν στο βιβλίο της «Ο θαυμαστός μανδαρίνος», το πρώτο της έργο που μεταφράζεται στα ελληνικά. Και είναι αδύνατο να μην αναλογιστούμε την πανουργία της γραφής, να μη σταθούμε σε αυτές τις γραμμές. Γιατί αυτές οι γραμμές, μολονότι συντάχθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έφτασαν να περιγράφουν αυτό που της συνέβη πρόσφατα, αυτό δηλαδή που εξακολουθεί να υφίσταται.

Η 50χρονη τουρκάλα συγγραφέας, ακτιβίστρια υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στα μέσα του περασμένου Ιουλίου στην Τουρκία παρέμεινε φυλακισμένη επί τέσσερις και πλέον μήνες στο Μπακίρκιοϊ. Κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, για προπαγάνδα και υπονόμευση της εθνικής ενότητας μέσω της αρθρογραφίας της στη φιλοκουρδική αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «Özgür Gündem» η οποία έκλεισε με διάταγμα του καθεστώτος Ερντογάν στο πλαίσιο της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στην οποία περιήλθε η γειτονική χώρα –έκτοτε βέβαια έχει χαθεί ο λογαριασμός, πάρα πολλά μέσα ενημέρωσης έχουν βίαια σιωπήσει, δημοσιογράφοι και αντιφρονούντες εν γένει παραμένουν φυλακισμένοι.
Η Ασλί Ερντογάν, ύστερα από μια διεθνή εκστρατεία για την υποστήριξή της, αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου. Αυτό όμως δεν αναιρεί την πιθανότητα να φυλακιστεί εκ νέου – όπως έχει εξηγήσει ο συνήγορός της Ερντάλ Ντογάν, δεδομένου ότι δεν έχει απαλλαγεί, η δικαστική της περιπέτεια συνεχίζεται. «Το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που μου έδειξαν ήταν το όνομά μου στην εφημερίδα» εξήγησε η ίδια αργότερα.

Η συμμετοχή της στη συμβουλευτική επιτροπή του εντύπου ήταν άλλωστε συμβολική, ούτε πήγαινε στις συσκέψεις του ούτε λάμβανε αποφάσεις. Την περίοδο μάλιστα που ήταν προφυλακισμένη αποκάλυψε, μέσω των δικηγόρων της, ότι της αρνήθηκαν για μέρες ολόκληρες όχι μόνο την ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική αγωγή – η συγγραφέας υποφέρει από άσθμα, χρονίζοντα πνευμονικά προβλήματα ενώ πάσχει και από διαβήτη – αλλά ακόμη και το νερό!

Καφκικές εξελίξεις

«Ολη μου η ζωή άλλαξε με μία φράση, «αστυνομία, ανοίξτε!»» δήλωσε στο BBC τον περασμένο Φεβρουάριο, ενθυμούμενη τη νύχτα που μια ομάδα ένοπλων αστυνομικών έκανε έφοδο στο σπίτι της και τη συνέλαβε. «Ο παραλογισμός έχει αγγίξει το υψηλότερο δυνατό σημείο. Πρέπει είτε να χαρακτηρίσουμε «καφκικές» τις εξελίξεις στη σημερινή Τουρκία είτε να επινοήσουμε έναν άλλο ταιριαστό όρο για αυτά που συμβαίνουν στη χώρα. Είμαστε πλέον πέραν του φόβου. Στην ουσία, είμαστε τρομοκρατημένοι, σε μια κατάσταση απόλυτου πανικού. Εχουμε γίνει αναίσθητοι ή αδιάφοροι απέναντι στην ίδια μας τη μοίρα. Το γεγονός ότι παρακολουθούμε με τέτοια ψυχρότητα τα όσα μάς συμβαίνουν δείχνει ακριβώς ότι είμαστε μια τρομοκρατημένη κοινωνία. Από τις βόμβες, τις σφαίρες, την αστυνομία. Η βία είναι πλέον παντού» σημείωσε χαρακτηριστικά η Ασλί Ερντογάν, η οποία δεν έχει καμία συγγενική σχέση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που σε λίγες μέρες στήνει δημοψηφισματικές κάλπες στην Τουρκία με σκοπό να επικυρώσει τις (σουλτανικού τύπου) υπερεξουσίες του και να τις επεκτείνει.

Η εμπειρία της φυλακής

Η εμπειρία του πραγματικού εγκλεισμού, συνέχισε η συγγραφέας, αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη απ’ όσο είχε φανταστεί. «Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες γίνεσαι ένας άνθρωπος ανίκανος να περπατήσεις ή να μιλήσεις, λυγίζεις πολύ γρήγορα» τόνισε. Στην Deutsche Welle, λίγο νωρίτερα, τον περασμένο Ιανουάριο, αφού μίλησε για τους τακτικούς της εφιάλτες, περιέγραψε τον εγκλεισμό ως εξής: «Φανταστείτε ότι βρίσκεστε σ’ έναν σταθμό τρένου. Κάνει κρύο. Δεν μπορείτε να φύγετε από εκεί. Είστε με άλλα είκοσι άτομα που δεν γνωρίζετε. Και δεν έχετε την παραμικρή ιδέα πότε θα περάσει το επόμενο τρένο. Σε δύο ώρες, δύο μήνες, δύο χρόνια; Ποτέ; Κάπως έτσι ήταν στη φυλακή. Το χειρότερο με αυτή την εμπειρία ήταν ότι δεν ήξερα πόσο χρόνο θα διαρκέσει». Για ένα πράγμα, ωστόσο, ήταν σίγουρη. «Ηξερα ότι ο μόνος τρόπος να μ’ αφήσουν ελεύθερη ήταν η πολιτική πίεση. Γιατί αμφιβάλλω αν στην Τουρκία ισχύει πλέον το κράτος δικαίου».

Εσωστρεφής γραφή

Η Ασλί Ερντογάν, για να είμαστε σαφείς, δεν πρέπει να διαβαστεί επειδή φυλακίστηκε. Πρέπει να διαβαστεί επειδή ο άδικος εγκλεισμός της μετατρέπεται σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσουμε μία από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας. Επειδή ακριβώς, όπως λέει η ίδια, «κάθε γραμμή που έχω γράψει είναι εμποτισμένη από τη μοναξιά». Πράγματι, έχουμε να κάνουμε με μια λογοτεχνική γραφή περισσότερο υπαρξιακή και εσωστρεφή παρά εξόφθαλμα αγωνιστική ή πολιτική, με τη στενή έννοια του όρου. Μάλιστα οι εκδόσεις Ποταμός ετοιμάζουν κι ένα βιβλίο με διάφορα κείμενά της (αρθρογραφία, δοκίμια, στοχασμούς κ.τ.λ.) που θα συμπληρώσει το διανοητικό προφίλ της συγγραφέως.

«Ο θαυμαστός μανδαρίνος» (Mucizevi Mandarin), που κυκλοφόρησε το 1996, είναι το δεύτερο λογοτεχνικό έργο της Ασλί Ερντογάν, «μιας συγγραφέως που δεν έπαψε ποτέ από τότε να γράφει στο πρώτο πρόσωπο», όπως υπογραμμίζει στον πρόλογό της η μεταφράστρια Ανθη Καρρά. Και ίσως, στο βάθος, αυτό είναι που ενοχλεί τόσο πολύ στην περίπτωσή της: η προσωποκεντρική της γραφή. Γιατί αυτό είναι κάτι που στη Γαλλία, λ.χ., μπορεί και να περάσει απαρατήρητο, στην Τουρκία όμως μπορεί να είναι επικίνδυνο, ακόμη και με έμμεσο τρόπο, αυτό είναι το φοβερό.
Γιατί κανένα Εγώ δεν υπάρχει εν κενώ, διαμορφώνεται πάντοτε και μέσα από μια δεδομένη ιστορία, κοινωνία, κουλτούρα. «Δεν μπόρεσα να μάθω να φοβάμαι τη νύχτα και το σεξ, κι ας έπρεπε, ίσως επειδή συμβόλιζαν την ελευθερία» διαβάζουμε κάπου, όταν μια γυναίκα έρχεται «αντιμέτωπη με την Τουρκάλα που κουβαλούσα μέσα μου», πόσω μάλλον μια Τουρκάλα που μιλάει για τον ψυχικό και συναισθηματικό διχασμό του ξένου, για τη σημασία της μετανάστευσης και της προσφυγιάς.

Η νεαρή αυτή γυναίκα είναι η μονόφθαλμη αφηγήτρια της πρώτης βασικής ιστορίας του βιβλίου με τίτλο «Στην κόγχη του χαμένου ματιού». Προσπαθεί, ευρισκόμενη στη Γενεύη – όπως και η νεαρή επιστήμων Ασλί Ερντογάν, όταν βρέθηκε ως υπότροφος στο CERN (Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικών Ερευνών) στις αρχές της δεκαετίας του 1990 -, να ξαναζωντανέψει, μέσα από τις νυχτερινές (σχεδόν τελετουργικές) περιηγήσεις της στην πόλη, μια αγάπη που χάθηκε: τον Σέρχιο, έναν Ισπανό, τον εγγονό ενός υπέργηρου κομμουνιστή.

Η δεύτερη βασική ιστορία, η ανάμνηση μιας αγάπης που δεν βιώθηκε ποτέ, έχει τον τίτλο «Ενας επισκέπτης από τη χώρα του παρελθόντος» και κορυφώνεται στην «Ελβετία της Ιστανμπούλ», στην περιοχή του Ουμράνιγε που, συμβολικά, παραπέμπει στη «νέα Ιστανμπούλ», τη σύγχρονη μεγαλούπολη. Εδώ ο αφηγητής είναι άντρας και η δραματική ένταση αναπτύσσεται γύρω από την αρρώστια της συζύγου του. Και τα δύο αυτά κείμενα θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε εκτεταμένα διηγήματα ή μικρές νουβέλες, δεδομένου ότι (αφηγηματικά και τεχνικά) κινούνται σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο.

Ενδιαμέσως στο ίδιο το βιβλίο διαβάζουμε κάποιες μικρότερες ιστορίες, σαν αφηγηματικά ξέφτια των δύο μεγαλύτερων. Σε όλα όμως τα κείμενα αναφαίνεται το έντονο ενδιαφέρον της ίδιας της Ασλί Ερντογάν για τους μύθους των Ερυθροδέρμων και τη Νότια Αμερική. Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από έναν παλιό κινέζικο θρύλο, ο οποίος ενέπνευσε στον Μπέλα Μπάρτοκ ένα μπαλέτο, γνωστό και στην Ελλάδα ως «Ο θαυμαστός μανδαρίνος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ