Μιχαήλ Μπαχτίν
Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης
Μετάφραση Γιώργος Πινακούλας.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017
σελ. 575, τιμή 24 ευρώ

Το δεύτερο μείζον έργο του κορυφαίου ρώσου θεωρητικού Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975) Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του κυκλοφορεί επιτέλους και στη γλώσσα μας από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σε εξαίρετη μετάφραση του Γιώργου Πινακούλα. Είχε προηγηθεί η έκδοση του Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογέφσκι το 2000 αλλά το βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένο από χρόνια. Στο μεταξύ, οι αναφορές στον Μπαχτίν σε πλείστα όσα θεωρητικά κείμενα, και στη χώρα μας και διεθνώς, όλο και πληθαίνουν. Η έκδοση αυτή καλύπτει ένα μεγάλο κενό και ελπίζει κανείς ότι και το έτερο σπουδαίο βιβλίο του για τον Ντοστογέφσκι θα επανεκδοθεί. Οχι μόνον γιατί αυτό εξυπηρετεί τους ειδικούς, αλλά και επειδή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και για τον μέσο αναγνώστη. Ο Μπαχτίν δεν ήταν μόνο θεωρητικός της γλώσσας και της λογοτεχνίας. Υπήρξε και θεωρητικός (προδρομική μάλιστα μορφή) του πολιτισμού, και το έργο του έχει σημαντικότατες κοινωνιολογικές και ιστορικές διαστάσεις, όπως έχει τονίσει μια αυθεντία όσον αφορά την περίοδο του Μεσαίωνα, ο Ζακ Λε Γκοφ.

Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση, οι νεότεροι αναγνώστες έχουν επιπλέον την ευκαιρία να διαβάσουν και να εξοικειωθούν με το Γαργαντούας και Πανταγκριέλ, το έργο ενός μεγάλου συγγραφέα, του Ραμπελέ. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι η ανάγνωσή του (στη «δαιμονική» μετάφραση του Φίλιππου Δρακονταειδή) θα τους βοηθούσε να παρακολουθήσουν ευκολότερα το ούτως ή άλλως γοητευτικό ξεδίπλωμα της σκέψης του Μπαχτίν και της ερμηνευτικής του μεθόδου.
Το Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του ο Μπαχτίν άρχισε να το γράφει στα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν ήταν εξόριστος στο Σαράνσκ. Του πήρε είκοσι πέντε χρόνια συνολικά ώσπου το έργο να αποκτήσει την τρίτη, ολοκληρωμένη του μορφή και να εκδοθεί το 1965. Από τότε και στο εξής το όνομά του θα γινόταν διεθνώς γνωστό και η επίδρασή του, από το 1980 και εξής στη Δύση θα ήταν τεράστια, παραμένοντας αμείωτη ως σήμερα.
Εστιάζοντας τη μελέτη του στο έργο του Ραμπελέ ο Μπαχτίν έγραψε έναν ύμνο για τον λαϊκό άνθρωπο της Αναγέννησης και του ύστερου Μεσαίωνα, και για τη φύση του λαού που είναι αντίθετη από αυτήν την οποία είχε προβάλει ο Μαξίμ Γκόρκι (σοσιαλιστικός ρεαλισμός).

Ο Ραμπελέ είναι πιο κοντά στις λαïκές πηγές από τον Θερβάντες, ακόμη και από τον Σαίξπηρ. Κανένα δόγμα, τίποτε τυποποιημένο, καμιά ψευδοσοβαρότητα δεν υπάρχει στο έργο του. Γι’ αυτό και φαντάζει σαν μοναχική περίπτωση, ακόμη και ανάμεσα σε όσους ακολούθησαν το παράδειγμά του.

Ο Σατομπριάν και ο Ουγκό τον θεωρούσαν από τους κορυφαίους ιδιοφυείς της ανθρωπότητας. Ο Ουγκό μάλιστα τον αποκαλούσε «τον πιο σπουδαίο ποιητή της κοιλιάς και της σάρκας». Ενα παράδειγμα αρκεί επί του προκειμένου: η επίδραση του Ραμπελέ είναι εμφανέστατη όχι μόνο στο πρώτο κεφάλαιο της Παναγίας των Παρισίων αλλά σχεδόν σε όλο τούτο το μυθιστόρημα του Ουγκό.

Οι ρομαντικοί όμως, που «ανακάλυψαν» τον Ραμπελέ, δεν ανέλυσαν σε βάθος το έργο του, δεν ασχολήθηκαν με την κουλτούρα της αγοράς και το λαϊκό χιούμορ που κυριαρχεί στο έργο του. Αυτό θα το έκανε στον 20ό αιώνα ο Μιχαήλ Μπαχτίν ερευνώντας σε πλάτος και βάθος τις πηγές που τον ενέπνευσαν. Δηλαδή μια κουλτούρα δέκα αιώνων, την κουλτούρα του χιούμορ και της σάτιρας, το λαϊκό χιούμορ, το οποίο υπήρξε συστατικό γνώρισμα της κοινωνίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Είναι εντυπωσιακό που ένας Ρώσος θα ανέλυε και θα ερμήνευε τον λαϊκό χαρακτήρα του Μεσαίωνα βασισμένος στο έργο του Ραμπελέ, εκείνου του φοβερού φαρσέρ, ο οποίος συνδύαζε με απίστευτη ευκολία τα γνωρίσματα της υπερβολής και της φάρσας. Δεν πρέπει όμως να αγνοεί κανείς πως διέθετε τεράστια ανθρωπιστική και κλασική παιδεία. Ο Ραμπελέ ήταν επιπλέον σημαντικός θεολόγος αλλά και φιλόσοφος που γνώριζε άριστα τον νεοπλατωνισμό. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και τα πλείστα όσα ενδιαφέροντά του, στα οποία περιλαμβάνονταν η ιατρική και η αρχιτεκτονική, έχουμε έναν από τους σπουδαίους εκπροσώπους της Αναγέννησης, έναν homo universalis.

Καρναβάλι και κουλτούρα του γέλιου

Ο Μπαχτίν ερευνά και αναλύει το έργο του Ραμπελέ γιατί εκεί ανακαλύπτει την κατ’ εξοχήν έκφραση του λαϊκού χιούμορ που ως τότε ελάχιστα είχε ερευνηθεί. Οι κυριότερες εκφράσεις του (δημόσιες φυσικά) είναι τα κωμικά έργα, οι ποικίλες τελετουργίες και πάνω από όλα οι γιορτές του καρναβαλιού. Σε αυτές τις τελετουργίες παίρνουν μέρος γίγαντες, νάνοι, διάφορα τέρατα, ζώα που μιλούν και πλήθος όντα, γεννήματα της φαντασίας που στήνουν έναν κόσμο φαντασμαγορικό και πολύχρωμο μέσα σε γέλια, κατάρες, εξωφρενικούς προπηλακισμούς και ύβρεις. Στον Ραμπελέ ο Μπαχτίν εντοπίζει τον παγανιστικό χαρακτήρα του καρναβαλιού και στον κοινωνικό περίγυρο της εποχής τα παραδείγματά του, τα οποία ενέπνευσαν τον συγγραφέα του Γαργαντούας και Πανταγκριέλ.

Αυτή η κουλτούρα του γέλιου διαποτίζει το βιβλίο του Μπαχτίν και τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως στην περίοδο στην οποίαν αναφέρεται οι άνθρωποι ανέπτυξαν διαφορετικούς κανόνες πρόσληψης του ανθρώπινου σώματος, γι’ αυτό και ο ρεαλισμός της εποχής είναι γκροτέσκος.

Το σώμα στον γκροτέσκο ρεαλισμό είναι άμορφο και ουδεμία σχέση έχει με τον κανόνα της ομορφιάς που αναπτύχθηκε κατά την Αναγέννηση. Και το καρναβάλι είναι φυσικά η αντιπροσωπευτικότερη έκφραση του γκροτέσκου. Γι’ αυτό και η σχέση του καρναβαλιού με τις θρησκευτικές και πολιτικές αρχές ήταν σύγκρουση εξουσίας. Τα όρια ανάμεσα στο καρναβάλι και το κράτος επομένως συνιστούσαν ένα είδος συνόρων που χώριζαν δύο διαφορετικές χώρες.

Μάσκα και μεταμόρφωση

Ας πάμε τώρα στο ζήτημα της μάσκας, που είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, περίπλοκο. Στη λαϊκή φαντασία, κατά τον Μπαχτίν, η μάσκα σχετίζεται με την απόλαυση της αλλαγής αλλά και τη μεταμόρφωση και την παράβαση των φυσικών ορίων.

Το λαογραφικό ενδιαφέρον του βιβλίου είναι επίσης σημαντικό γιατί αναδεικνύει τη σημασία της λαϊκής δημιουργίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Πέρα όμως από τη φολκλορική τέχνη, τη «θεωρία και την ιστορία του κωμικού», έχουμε μια θεωρία του πολιτισμού, ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στη λαϊκή (προφορική) και τη λόγια (γραπτή) λογοτεχνία. Αντίστοιχα παραδείγματα θα μπορούσε κανείς να βρει και στις σύγχρονες πολιτισμικές σπουδές αλλά ο Μπαχτίν προηγήθηκε – και δεν ξεπεράστηκε. Βεβαίως, αυτή η «γελαστική κουλτούρα» αποτελεί μια μορφή ουτοπίας και είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό που προέρχεται από έναν θεωρητικό της γλώσσας και της λογοτεχνίας, ο οποίος εξελίσσεται (ή μεταμορφώνεται) σε θεωρητικό του πολιτισμού και κοινωνιολόγο που καθώς έγραψε στην πρώτη κριτική για το βιβλίο ένας άλλος σημαντικός ρώσος θεωρητικός, ο Λεονίντ Πίνσκι, αναπτύσσει μια φιλοσοφική ανθρωπολογία.

Επιδράσεις και ομοιότητες

Δικαίως ο μεταφραστής τονίζει τη «συγγένεια της μπαχτινικής σκέψης ως προς την πρωτοτυπία και τη ριζοσπαστικότητα όσο και ως προς το εύρος με τη σκέψη του Μισέλ Φουκό, και ιδίως με το έργο του «Ιστορία της τρέλας»».

Το βιβλίο του Μπαχτίν για τον Ραμπελέ και τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης είναι, όπως λέει ο Μάικλ Χόλκβιστ, συμπληρωματικό του βιβλίου του για τον Ντοστογέφσκι. «Οπως η διαλογικότητα γίνεται στο βιβλίο για τον Ντοστογέφσκι μέσο για την επικοινωνία των ψυχών, έτσι κι εδώ το καρναβάλι γίνεται μέσο για την επικοινωνία των σωμάτων», καθώς τονίζει ο μεταφραστής.

Κλείνοντας ας τονίσω την επίδραση του Μπαχτίν σε έναν άλλο Ρώσο, που βίωσε και αυτός την εξορία και την αυτοεξορία: τον Γιόζεφ Μπρόντσκι. Η άποψη του Μπρόντσκι ότι οι πολιτικές συγκεντρώσεις (που για τον ίδιον αποτελούν μορφές τρόπον τινά του καρναβαλιού) μπορούν να εκληφθούν ως ένα είδος προβολής τής μετά θάνατον ζωής είναι, θα λέγαμε, καθαρά μπαχτινική.

Ο αναγνώστης του Μπαχτίν θα ανακαλέσει αρκετές φορές εικόνες του Ιερώνυμου Μπος. Αλλωστε και ο Μπος και ο Ραμπελέ έζησαν περίπου την ίδια εποχή. Και θα απολαύσει ένα εξαιρετικά ελκυστικό και σπουδαίο έργο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ