Καλλιρρόη Παρούση
Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα

Διηγήματα. Εκδόσεις Κέδρος
σελ. 167, τιμή 11 ευρώ

Η Καλλιρρόη Παρούση είναι γεννημένη το 1988 και η συλλογή διηγημάτων Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα αποτελεί το πρώτο πεζογραφικό της βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο με εκφραστική άνεση και χάρη, που διαθέτει κατά τόπους ένα παιγνιώδες ύφος, ενώ παράλληλα αποκαλύπτει (επίσης κατά τόπους) μιαν αισθησιακή υποδοχή των πραγμάτων. Οσο για τα πρόσωπα που κυκλοφορούν στο εσωτερικό του, ανήκουν πρωτίστως σε έναν νεανικό κόσμο ο οποίος ανυπομονεί να ρουφήξει τη ζωή και να γευτεί μιαν ώρα αρχύτερα το μεδούλι της. Ολα αυτά όμως μόνο σε μια πρώτη και μάλιστα μάλλον επιπόλαιη ανάγνωση που βιάζεται να μείνει στα εξωτερικά σήματα τα οποία εκπέμπουν οι ιστορίες της Παρούση.


Ας δούμε λίγο προσεκτικότερα τους ήρωες. Οποια ηλικία και αν αντιπροσωπεύουν, σε όποια κοινωνική ομάδα και αν εντάσσονται, όποια και αν είναι η προϊστορία τους, το έδαφος δεν είναι παρά σπανίως σταθερό κάτω από τα πόδια τους. Και τούτο γιατί ο περίγυρος δεν είναι ποτέ ακριβώς αυτός που φαίνεται, πάσχοντας από μια σαθρότητα η οποία δεν γίνεται αντιληπτή με γυμνό μάτι. Τι κι αν οι πρωταγωνιστές κάνουν καριέρες με πολλές υποσχέσεις; Τι κι αν η επαγγελματική επιτυχία δείχνει εκ των προτέρων εγγυημένη; Τι κι αν χρήματα, σπίτια και ιεραρχική άνοδος είναι έτοιμα να ξεδιπλωθούν χωρίς το παραμικρό εμπόδιο μπροστά τους; Τα πάντα παραμένουν μια ωραία πακεταρισμένη αυταπάτη ή (χειρότερα) ένα όνειρο με βαριά, μεταλλική πανοπλία που δεν προσφέρει ούτε έναν ανοιχτό πόρο, που δεν απελευθερώνει ούτε μια χαραμάδα για μιαν έστω στοιχειώδη ανάσα.
Τα πρόσωπα της Παρούση διαψεύδονται σε όλες τους τις προσπάθειες, όχι διότι το πλαίσιο εντός του οποίου έχουν διαλέξει να κινηθούν δεν αφήνει περιθώρια αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν υφίσταται κανένας βιώσιμος κανόνας. Και αν βιάζονται και ζητούν τόσο επιτακτικά να ζήσουν, είναι επειδή από τον αφόρητα προγραμματισμένο βίο τους έχει αποδράσει οποιαδήποτε ζωτική αναμονή και προσδοκία. Κι αν κάποτε άλλοτε οι ήρωες κατορθώνουν να ακουμπήσουν ο ένας πάνω στον άλλον, και να αποσπάσουν επιτέλους κάποιους αμοιβαίους χυμούς, θα μείνουν ξανά στα μισά του δρόμου με το κορμί τους έτοιμο να γείρει κάπου στην άκρη του δρόμου και τον νου τους πρόθυμο να παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση.

Παρά τον φόρτο της απώθησης και της δυσανεξίας από τον οποίο υποφέρουν οι πρωταγωνιστές της, η Παρούση καταφέρνει να μην τους μετατρέψει σε τραγικές φιγούρες οι οποίες περιφέρουν επί ματαίω το σαρκίο τους. Το μικροσύμπαν τους (η καταπιεσμένη τους βούληση, οι πολλαπλές αναστολές τους, η χαμένη χαρά τους) είναι πάντα ένα σύμπαν που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξαναγεννηθεί και να βάλει σε νέες βάσεις την τροχιά του. Κάτι μας λέει γι’ αυτό άλλωστε η ξαφνική του δύναμη για ανατροπή και εξέγερση.

Με γρήγορες και ταυτοχρόνως αδιόρατες εναλλαγές της οπτικής γωνίας των αφηγητών της (μπορεί να αλλάζουν και οι ίδιοι οι αφηγητές), με ειρωνικές επαναλήψεις, καθώς και με μιαν έντονη σωματικότητα στις ρεαλιστικές και καθημερινές της εικόνες, η Παρούση ξέρει όχι μόνο πώς να χτίσει τα υλικά της αλλά και με ποιον τρόπο να τα στηρίξει σε μιαν εδραία δραματουργική βάση. Σίγουρα, μια όχι τυχαία παρουσία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ