Βασίλης Κατσικονούρης
Η ρωγμή των 7.45 μ.μ. και άλλες ιστορίες
Εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 104, τιμή 9,54 ευρώ

Ενα φως από βιτρό που κουβαλά την εικόνα μιας μεσαιωνικής δεσποσύνης και λούζει λυτρωτικά έναν καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης, χωρίς όμως να καταφέρει στο τέλος να τον απαλλάξει από την γκρίζα του καθημερινότητα. Δίσκοι από βινύλιο που παίζουν σε ένα πικ απ εποχής κόντρα στην ακουστική καθαρότητα της ψηφιακής τεχνολογίας. Γύροι στην Ομόνοια της παιδικής ηλικίας, όταν η ζωντάνια, η πολυανθρωπία και η νυχτερινή φωταγώγηση της πλατείας, όπως θα αποτυπωθούν στις ταινίες της δεκαετίας του 1960, αποτελούν πόλο ακαταμάχητης έλξης για τα παιδιά της επαρχίας. Κι ακόμα, άνθρωποι που παλεύουν εν ενυπνίω με τους νεκρούς τους, άντρες που περιφέρουν αχειραγώγητη την ερωτική και την κοινωνική τους δυσφορία, αγόρια λαϊκών σχολείων που τσακώνονται με τους δασκάλους τους, παιδικά παιχνίδια που αλλάζουν με δόλιο (κλοπιμαίο) τρόπο χέρια, συγγραφείς που μιλούν για την τεχνική την οποία χρησιμοποιούν προκειμένου να γράψουν τους ρόλους τους πάνω σ’ έναν ηθοποιό και θίασοι του παραλόγου που συζητούν για μια κατεστραμμένη πινακίδα.

Αυτά είναι τα θέματα που απασχολούν τον Βασίλη Κατσικονούρη στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του (έχουν προηγηθεί δύο μυθιστορήματα), αλλά το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται στην πραγματικότητα ο συγγραφέας είναι η σχέση της μνήμης με τον χρόνο: το πώς κάτι που συμβαίνει στον παρόν αρχίζει κάτω από δεδομένες περιστάσεις να λειτουργεί σαν πύλη εισόδου στο παρελθόν. Με τη διαφορά ότι μια τέτοια πύλη δεν στέκει διάπλατα ανοιχτή, δεν επιτρέπει μια κατευθείαν πρόσβαση στο μνημονικό υλικό που παραμένει σε μεγάλο βαθμό άτακτο και συγκεχυμένο και χρειάζεται πολλαπλές προσεγγίσεις (πάντα προσωρινές και πάντα ανολοκλήρωτες) για να αποδεσμεύσει το περιεχόμενό του –αν και εφόσον πιστέψουμε πως υπάρχει ένα οποιοδήποτε, έστω και στοιχειωδώς συγκροτημένο μνημονικό περιεχόμενο που δεν φιλτράρεται από τις παραστάσεις και τα αισθήματα του παρόντος.
Εχοντας πλήρη επίγνωση των στρατηγικών που εφαρμόζει ερήμην μας η μνήμη, ο Κατσικονούρης καταφεύγει, όπως παρατηρεί και στο επιλογικό του διήγημα (όπου συνοψίζει ωραία όλα τα θεματικά μοτίβα της συλλογής), στην οπτική της ρωγμής και του αποσπάσματος. Το παρελθόν (το είδαμε και πρωτύτερα) δεν αντιπροσωπεύει μια κατάσταση που μπορούμε να πλησιάσουμε καθ’ ολοκληρίαν ή να αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπον. Η επαφή μας μαζί του δεν είναι η πορεία της ευθείας γραμμής αλλά η κίνηση την οποία διαγράφει η τεθλασμένη: μια κίνηση ασυνεχής και διακεκομμένη που μετατρέπει την ανάμνηση και το βίωμα σε ρευστά ψηφία ενός οριστικά χαμένου συνόλου –σκιές που εμφανίζονται μπροστά μας χάρη στο παραθυράκι το οποίο έχει ανοίξει στιγμιαία στη συνείδησή μας το παρόν.
Κανένα λογοτεχνικό ταξίδι στον χρόνο δεν είναι αυτονόητο. Ο κίνδυνος που μονίμως εγκυμονούν τέτοια ταξίδια είναι η παγίδευση στο γλυκερό αναμάσημα των αναμνήσεων και στη νοσταλγία. Η νοσταλγία είναι πιθανόν να εγκλωβίσει με την αισθηματολογία της τη μνήμη στο μελόδραμα οδηγώντας σε πλήρη απονεύρωση τα αναδυόμενα τοπία της. Ευτυχώς για τον Κατσικονούρη τα διηγήματά του αποφεύγουν κάθε νοσταλγικό τόνο χωρίς εκ παραλλήλου να καταλήγουν στην περιγραφικότητα και στην ξηρασία. Μια φωνή γεμάτη εσώτερη ένταση ακούγεται από το βάθος τους και εξασφαλίζει με τη θέρμη της την ανταπόκρισή μας από την πρώτη ως και την τελευταία σελίδα του βιβλίου του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ