Ιαν Κέρσοου
Το τέλος. Γερμανία 1944-1945
Κλειδάριθμος, 2015,
σελ. 697, τιμή 22 ευρώ

Την Τετάρτη 18 Απριλίου 1945, τέσσερις μόλις ώρες προτού οι προκεχωρημένες μονάδες του αμερικανικού στρατού εισέλθουν αμαχητί στη γερμανική πόλη του Ανσμπαχ, ο 19χρονος φοιτητής Θεολογίας Ρόμπερτ Λίμπερτ καταδικαζόταν σε θάνατο και εκτελούνταν δι’ απαγχονισμού έπειτα από ολιγόλεπτη παρωδία δίκης σε ένα αυτοσχέδιο στρατοδικείο. Η καταγγελία έγινε από δύο μέλη της χιτλερικής νεολαίας, η δίκη στήθηκε από τον φανατικό ναζί (κάτοχο διδακτορικού στη Φυσική) στρατιωτικό διοικητή της πόλης, η ποινή εκτελέστηκε χωρίς το συγκεντρωμένο πλήθος να επιχειρήσει να την αποτρέψει –κάποιοι μάλιστα έσπευσαν να βοηθήσουν τους παριστάμενους αστυνομικούς να ξαναπιάσουν τον καταδικασμένο, όταν αυτός προς στιγμήν κατόρθωσε να δραπετεύσει. Η περίπτωση του Λίμπερτ, δείγμα της επιβίωσης των δομών της ναζιστικής εξουσίας ως την τελευταία στιγμή, ανοίγει το βιβλίο του εξέχοντος βρετανού ιστορικού Ιαν Κέρσοου «Το τέλος. Γερμανία 1944-1945» και γίνεται το έναυσμα να αναρωτηθεί ο γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη μνημειώδη δίτομη βιογραφία «Χίτλερ, 1889-1936: Υβρις» και «Χίτλερ, 1936-1945: Νέμεσις» (έκδ. Scripta) επιστήμονας για ποιους λόγους οι Γερμανοί συνέχισαν να μάχονται ως την απολύτως τελευταία στιγμή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να συνθηκολογήσουν με τους αντιπάλους ή να εξεγερθούν εναντίον του καθεστώτος.

Ο Κέρσοου καταρρίπτει αρχικά μια σειρά από επιφανειακές, μονοαιτιακές ερμηνείες: η απόλυτη απόρριψη από τον Χίτλερ κάθε σκέψης παράδοσης ως επανάληψη της λεγόμενης «πισώπλατης μαχαιριάς» της Ανακωχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η απόλυτη στοίχιση της κοινωνίας με το καθεστώς, η απαίτηση της άνευ όρων συνθηκολόγησης εκ μέρους των Συμμάχων. Επικαλούμενος μαρτυρίες γερμανών στρατιωτικών για τη μηδαμινή επίδραση του αιτήματος της άνευ όρων παράδοσης στη χάραξη της στρατηγικής της τελευταίας φάσης του πολέμου και αναφορές των υπηρεσιών ασφαλείας που δηλώνουν ότι η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στον Χίτλερ είχε καταρρεύσει («η δημοτικότητά του […] το 1944-45 βρισκόταν πλέον σε ελεύθερη πτώση») ο Κέρσοου διαλύει βολικούς ιστορικούς μύθους, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι η πραγμάτωση της αυτοκαταστροφικής δυναμικής του καθεστώτος επήλθε ως συνέπεια διαπλοκής σύνθετων παραγόντων.
Ασκηση τρομοκρατίας
Γιατί ένα τέτοιο απονομιμοποιημένο σύστημα εξουσίας δεν βρέθηκε αντιμέτωπο με λαϊκές εξεγέρσεις, όπως συνέβη το 1918; Αφενός, παρατηρεί ο συγγραφέας, γιατί κρίσιμα αποθέματα εμπιστοσύνης στον Χίτλερ, ταύτισης με τη νομή της εξουσίας που εκπορευόταν από τον ίδιο ή ανοχής εξαιτίας των τρομοκρατικών μεθόδων του μηχανισμού του βρίσκονταν συγκεντρωμένα στη μειονότητα της ναζιστικής ελίτ. Αφετέρου, διότι η πλήρης κατοχή των μέσων ενός σύγχρονου κράτους επέτρεπε την εφαρμογή πρακτικών άσκησης τρομοκρατίας σε μεγάλη κλίμακα στο εσωτερικό της Γερμανίας όπως ακριβώς προηγουμένως στην κατεχόμενη Ευρώπη: δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και πολίτες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από περιοδεύοντα έκτακτα στρατοδικεία μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 1945. Το κλίμα αυτό επιτεινόταν όσο ο έλεγχος του κεντρικού μηχανισμού ελαττωνόταν, καθώς η απώλεια δεν σήμαινε αποσύνθεση αλλά μετάπτωση των λειτουργιών στην αρμοδιότητα μιας κατώτερης βαθμίδας εκτελεστικών οργάνων όπου δέσποζαν η αστυνομία, τα SS, οι περιφερειακοί και τοπικοί αξιωματούχοι του κόμματος.
Ταυτόχρονα, με τη ριζοσπαστικοποίηση της δομής της εξουσίας που ακολούθησε την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ από τη συνωμοτική ομάδα του κόμη Φον Στάουφενμπεργκ στις 20 Ιουλίου 1944, μεγάλο μέρος της είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Μάρτιν Μπόρμαν, Χάινριχ Χίμλερ, Γιόζεφ Γκέμπελς και Αλμπερτ Σπέερ. Ο γραμματέας της καγκελαρίας του κόμματος, ο επικεφαλής των SS, ο υπουργός Προπαγάνδας και ο υπουργός Εξοπλισμών υπήρξαν οι πυλώνες στήριξης της πολεμικής προσπάθειας του 1944-1945, οι στυλοβάτες του χιτλερικού συστήματος και οι ιμάντες μεταφοράς των επιταγών του στα κατώτερα στρώματα της ιεραρχίας, εφόσον τα δίκτυα ισχύος και η επιρροή τους εξακτινώνονταν σε κόμμα, κράτος και υπηρεσίες ασφαλείας σε παγγερμανικό επίπεδο.
Οι δομές εξουσίας


Ολα αυτά, υποδεικνύει ο Κέρσοου, συγκρότησαν ένα λειτουργικό πλέγμα χάρη στην παρουσία του γερμανού δικτάτορα. Στην καρδιά του επιχειρήματος του βρετανού ιστορικού βρίσκεται η φύση της χιτλερικής διακυβέρνησης, οι δομές εξουσίας που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μετά τον Ιανουάριο του 1933. Η «χαρισματική αρχή» υπήρξε η βάση νομιμοποίησης του καθεστώτος επιτρέποντας στον Χίτλερ να κατεδαφίσει με επιμέλεια όλους τους προϋπάρχοντες θεσμούς καθιερώνοντας στη θέση τους ένα αυθαίρετο, θεοποιημένο είδωλο, στο άρμα του οποίου προσδέθηκαν τόσο οι νέες ελίτ που κατέλαβαν το κράτος όσο και μεγάλο τμήμα του γερμανικού πληθυσμού. Η ταύτιση των πρώτων με τη χαρισματική ηγεσία εξασφάλισε την επιβίωσή της ως την τελική συντριβή, ακόμη και όταν οι Γερμανοί απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από το πρόσωπο του δικτάτορα. Φύρερ, καγκελάριος και πρόεδρος μαζί, ανώτατος διοικητής της Βέρμαχτ, αρχιστράτηγος του Στρατού, αρχηγός του μοναδικού κόμματος, κύριος φορέας των ιδεολογικών αρχών που εμπότιζαν τις δομές της εξουσίας, ο Χίτλερ είχε καταστεί απόλυτη πηγή νομιμοποίησης των πάντων: «το προσωποπαγές της εξουσίας στο καθεστώς του ήταν σχεδόν απόλυτο». «Αυτός ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας», αποφαίνεται εμφατικά ο Ιαν Κέρσοου στην ακροτελεύτια πρόταση.
Εδρασμένη στις εννοιολογικές κατηγορίες του Μαξ Βέμπερ, η προσέγγισή του δεν στηρίζεται σε απλή θεωρητική άσκηση επί του σχήματος: ολοκληρώνοντας κανείς την ανάγνωση του βιβλίου έχει καθοδηγηθεί στους δαιδάλους της ναζιστικής πραγματικότητας μέσα από αρχεία της αστυνομίας και δικαστικές πράξεις, εμπιστευτικές αναφορές των υπηρεσιών ασφαλείας, ημερολόγια και απομνημονεύματα καίριων στελεχών του καθεστώτος, επιστολές απλών στρατιωτών από το μέτωπο. Η δειγματοληπτική αυτή τομή της κοινωνικής, θεσμικής, γεωγραφικής στρωματογραφίας αποτελεί το αντίβαρο της εστίασης στο πρόσωπο του Χίτλερ εγγράφοντας το άτομο εντός ευρύτερων κύκλων αλληλεπίδρασης.
Ενστάσεις


Ενστάσεις φυσικά μπορούν να υπάρξουν. Ο κορυφαίος ιστορικός του ναζισμού Ρίτσαρντ Εβανς, για παράδειγμα, σημειώνει ότι το βιβλίο παραβλέπει την ισχύ του γερμανικού εθνικισμού στον υπολογισμό των αιτίων της συνέχισης του πολέμου μέχρις εσχάτων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γέιλ Τίμοθι Σνάιντερ από την πλευρά του ασκεί κριτική στη θέαση των πραγμάτων από τη γερμανική πλευρά αποκλειστικά (για παράδειγμα, υπενθυμίζει ότι η αναπλήρωση του στρατιωτικού δυναμικού την περίοδο 1944-45 στάθηκε δυνατή χάρη στην καταναγκαστική εργασία εκατοντάδων χιλιάδων Ουκρανών, Λευκορώσων και άλλων εθνοτήτων) και θέτει το ερώτημα κατά πόσο η διάχυτη αίσθηση του Ολοκαυτώματος και ο φόβος των συνεπειών του συνέβαλαν στον απελπισμένο χαρακτήρα της άμυνας. Ωστόσο, παρά τις επί μέρους διαφωνίες, το έργο του Ιαν Κέρσοου συνιστά μια εξαιρετική αφηγηματική σύνθεση που δίχως να ξεφεύγει από την επιστημονική αρτιότητα εξοικειώνει τον μέσο αναγνώστη με την πολύπλοκη ανατομία της φρίκης του ναζιστικού λυκόφωτος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ