Αλεξάντερ Πόουπ
Περί βάθους
Mια πραγματεία του Μαρτίνους Σκρίμπλερους
για την τέχνη της βύθισης στην ποίηση
Μετάφραση Θοδωρής Δρίτσας, Κώστας Σπαθαράκης.
Επίμετρο Αγγέλα Γιώτη.
Εκδόσεις Αντίποδες, 2015,
σελ. 160, τιμή 12 ευρώ

O Aλέξανδρος Πόουπ (1688-1744), διάσημος για την έμμετρη μετάφρασή του στα αγγλικά της ομηρικής Ιλιάδας (1720· αργότερα μετέφρασε και τμήμα της Οδύσσειας) καθώς και για την καυστικότητα της σατιρογραφίας του, διαμόρφωσε από νωρίς τη συγγραφική του ταυτότητα: γόνος εύπορων καθολικών εμπόρων, έλαβε καλή εγκύκλια εκπαίδευση σε αυστηρά σχολεία και μόλις 12χρονος συνέθεσε μια Ωδή στη μοναξιά.

Ασθενικής κράσης, ελαφρά δύσμορφος (κοντός και καμπούρης), ανέπτυξε αντισταθμιστικά το πνεύμα του επιχειρώντας να υπερκεράσει τη φυσική του μειονεξία δίχως να καταφύγει σε εύκολους συναισθηματισμούς. Στην «αισθηματολογική» γραφή αφιερώνεται ελάχιστα με δύο κυρίως συνθέσεις (1717), την Ελεγεία στη μνήμη μιας δύστυχης (εμπνεόμενος εν μέρει από την περιβόητη Lady Montagu) και την Επιστολή της Ελοΐζας στον Αβελάρδο –έργα στα οποία ξετυλίγει το θέμα του ελεύθερου έρωτα συνδυαζόμενου πάντα με την αίσθηση της μοναξιάς. Προηγουμένως, ασκώντας επίμονα τη γλωσσομάθειά του (χειρίζεται καλά τα γαλλικά και τα ιταλικά, τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά), επιδίδεται στη συστηματική μελέτη και κωδικοποίηση της τέχνης του λόγου: το Δοκίμιο περί κριτικής (1711) φιλοδοξεί να μετακενώσει στην Αγγλία την αίγλη που περιβάλλει την Ποιητική τέχνη (L’art poétique) του Μπουαλό στη Γαλλία. Την επόμενη χρονιά σκαρώνει μια παρωδία του Lutrin του Μπουαλό: είναι η Μπούκλας αρπαγή (ο Μπουαλό θα πυροδοτήσει αργότερα, στην παράδοση της νεοελληνικής παρωδίας, μια Κούρκας αρπαγή και, επί των ημερών μας, μια Κούτας αρπαγή).
Είναι σαφές ότι ο Πόουπ θέλει να αναδιαμορφώσει τη βρετανική λογοτεχνική σκηνή αμιλλώμενος το κύρος των γάλλων ομοτέχνων, να γίνει «ο Μπουαλό της Αγγλίας», όπως θα τον χαρακτηρίσει ο Βολταίρος θαυμάζοντας την κριτική ιδιοσυγκρασία του. Σε τούτη την προγραμματική κίνηση δεν είναι μόνος του: μέλος της λέσχης των Scriblerians (1714-1745), συμπράττει μαχητικά μαζί με τον Σουίφτ (Ταξίδια του Γκιούλιβερ), τον Γκέι (Οπερα του ζητιάνου) κ.ά. στην ανάδυση μιας οξείας σάτιρας, δείγμα της οποίας είναι πρωτίστως η Δουνσιάς του (Dunciad, 1728: έπος των ανοήτων, των «ατζαμήδων», στο οποίο ξιφουλκεί ενάντια στους μέτριους συγκαιρινούς του ποιητές που λογίζονται «μοντέρνοι»). Στη Δουνσιάδα θα επανέλθει, με διάφορες παραλλαγές και επανειλημμένες επεξεργασίες. Σε αυτό λοιπόν το διαμορφούμενο σατιρικό πλαίσιο, ως Μαρτίνους Σκρίμπλερους, μέλος του Scriblerus Club, ο Πόουπ θα συλλάβει και θα αναπτύξει το Περί βάθους (the Art of Sinking in Poetry, 1727), αντικατοπτρική μίμηση, παρώδημα του λογγίνειου Περί ύψους.
Στον δρόμο της αντικλίμακας


H πραγματεία του Λογγίνου αντιμετωπίστηκε διαχρονικά ως καλός τεχνολογικός οδηγός (ρητορικό vademecum) για το πώς γράφεται η μεγαλοφυής, υψήγορη λογοτεχνία που εμφορείται από γενναίο φρόνημα (ήθος), πάθος, υπερβολή, ακόμη και βιαιότητα· μολονότι κωδικοποιεί, ταξινομεί και παραθέτει ρητορικούς τρόπους και σχήματα λόγου, ταυτόχρονα υπερβαίνει τα όριά τους και αποδεσμεύεται από ένα αυστηρά υφολογικό πλαίσιο. Κείμενο πάντα επίκαιρο στο σινάφι των λογογράφων, επανέρχεται ζωηρά στο προσκήνιο στη διάρκεια της περιλάλητης διαμάχης των Αρχαίων και των Νεωτερικών (Querelle des Anciens et des Modernes).
O Mπουαλό, του οποίου τη δόξα θηρεύει ο Πόουπ, είναι αδιαμφισβήτητη ηγετική φυσιογνωμία των «Αρχαίων», των συντηρητικών –στη μακρόβια παρουσία του στα γαλλικά γράμματα έχει αντικρούσει δύο διαδοχικές γενιές «Νεωτερικών»· στα 1674 μεταφράζει το Περί ύψους και συνάμα εμφανίζει τη δική του Ποιητική τέχνη, κορυφώνοντας κατά κάποιον τρόπο την ανοδική πορεία της λογγίνειας πραγματείας και κυρώνοντάς τη με το πόνημά του. Οι Scriblerians ανήκουν πολιτικά στο κόμμα των συντηρητικών Τόρις και ο Πόουπ, επιθυμώντας να μπει στην τροχιά των σπουδαίων νεοκλασικιστών αλλά όχι ως πειθήνιος οπαδός, επιλέγει ευφυώς να μην αμφισβητήσει ή υποτιμήσει το Περί ύψους –απλώς να το παρωδήσει. Αντιστρέφοντας τη λογική του, εναντιοδρομεί από την ανάβαση στην κατάβαση· η καταβύθιση στην ποίηση της ευτέλειας, της κακογουστιάς χρειάζεται επίσης την τέχνη της. Στο Περί βάθους οργανώνεται λοιπόν αντισυμμετρικά η ξενάγηση στη σύγχρονη, μέτρια ποίηση και συναιρείται η παρωδία (που προϋποθέτει άριστη γνώση του πρότερου, παρωδούμενου κειμένου) με τη σάτιρα που λειτουργεί συγχρονικά, ερεθίζοντας το παρόν.
Ο Πόουπ φαίνεται να μιλά από τη μεριά του πάτου, των «μοντέρνων» πεδινών, βάζοντάς τα με τους Ανωπαρνασσίτες, τους ορεινούς που από τις βουνοκορφές πετούν συνεχώς προς τα κάτω χώματα, σκουπίδια και κοτρόνια. Ως γνώστης των φυλών του βάθους και της ελάσσονος, ακαλαίσθητης λογοτεχνίας που παράγουν, τυπολογεί τους συγγραφείς βάσει της ομοιότητάς τους με είδη του ζωικού βασιλείου (π.χ. χελιδονόψαρα, χελιδόνια, στρουθοκάμηλοι, παπαγάλοι, κωλοβούτια, φώκαινες, βάτραχοι, χέλια, χελώνες).
Στα δώδεκα από τα δεκαέξι κεφάλαια της πραγματείας παρωδείται το Περί ύψους, παρατίθενται τρόποι και σχήματα που κατακρημνίζουν τον ποιητικό λόγο (π.χ. το μειρακιώδες, η κουφότητα, η μακρολογία και ο πλεονασμός) και τα οποία καλόν είναι να καταχωνιάζονται σε ένα Ρητορικόν Ερμάριον, αποθετήριο επιχειρημάτων και εκφραστικών δυνατοτήτων για πάσα χρήση. Τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια παρέχουν γενικότερες συμβουλές-συνταγές σε όσους επιχειρούν να δοκιμαστούν στην τεχνική του βάθους (π.χ. «Συνταγή για την παρασκευή επικού ποιήματος», η οποία ευλόγως συνδέεται στα καθ’ ημάς με τη σατιρική «Ποιητική συνταγή» του Παναγιώτη Πανά που αποδομεί τον πληθωρικό ρομαντισμό του Βαλαωρίτη).
Το εμβριθές επίμετρο της Αγγέλας Γιώτη («Περί βάθους ή στους αντίποδες του ύψους. Αλεξάντερ Πόουπ: ένας αναγνώστης του Λογγίνου στην Αγγλία του 18ου αιώνα») ανατέμνει την πρόσληψη του ύψους και του βάθους που λειτουργούν σε ένα οργανικό διακείμενο: οι αντιστροφικές προσεγγίσεις του υψηλού σε εκδοχές σατιρικές, χλευαστικές, ειρωνικές, βλάσφημες, διατρέχουν όλη την κλίμακα μιας ποίησης σοβαρά κωμικής, όπου τα στοιχεία του υψηλού και του κωμικού αλληλοτήκονται απροσδόκητα και προβάλλουν ένα περίεργο (και νεωτερικό, παρά τη συντηρητική του πρόθεση) κράμα μιας αισθητικής του άσχημου. Η πιθανή διασύνδεση του Περί βάθους και του Πόουπ με ανάλογες ποιητικές τάσεις στην ελληνική γραμματολογία θίγεται τόσο από τη Γιώτη όσο και από το εγγαστρίμυθο 17ο κεφάλαιο (όπου «η σφήκα ψυλλίζει τες κιγκαλιερίες του Βαλαουρίτη») που μοιάζει να συνεχίζει τον ενυπνιώδη εναρκτήριο λόγο στο σημείωμα των δύο μεταφραστών.
Θα άξιζε τον κόπο να αφιερώσει ο φιλομαθής αναγνώστης λίγο χρόνο για να εξετάσει προσεκτικά τον πίνακα του Hogarth που κοσμεί τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Mια ακόμη λεπτομέρεια ενδεικτική της φροντίδας και της διακεκριμένης αισθητικής των Αντιπόδων, των εκδόσεων που σε μόλις έναν χρόνο έκαναν δυναμική είσοδο στον χώρο της βιβλιαγοράς και εν μέσω κρίσης δημιούργησαν ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ