Νικόλας Σεβαστάκης
Αντρας που πέφτει
Εκδόσεις Πόλις,
σελ. 167, τιμή 12 ευρώ

Χαμηλή φωνή, πλάγιο βλέμμα, αλλά και πολιτική εξωστρέφεια φιλτραρισμένη από ένα στοιχείο ρεμβασμού ή ονειροπόλησης: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη, χαρακτηριστικά που δεν λείπουν και από την τωρινή. Εύκολα μολοντούτο καταλαβαίνουμε (κι ας είναι η χρονική απόσταση που χωρίζει τα δύο βιβλία πολύ μικρή) πως η πολιτική παράμετρος τείνει πλέον να συρρικνωθεί, αποδεσμεύοντας ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη της εσωτερικής ματιάς: ματιά που είχε άλλωστε γίνει ολοφάνερη και στην αρχική προσπάθεια (Γυναίκα με ποδήλατο, 2014).

Η διαφορά είναι πως το πολιτικό και μαζί του το κοινωνικό αποσύρονται στο Αντρας που πέφτει σε μεγάλο βάθος, αν δεν απομακρύνονται τελείως από τη σκηνή. Μπορεί το παρελθόν να εισβάλλει απροειδοποίητα στο παρόν, και να στοιχειώνει με έναν ορισμένο τρόπο τους ήρωες, αλλά αυτό θα μας οδηγήσει αμέσως κάπου αλλού: σ’ ένα παρόν όπου κανένας δεν μπορεί πια να χύσει το αίμα του για κανέναν, ακόμα κι αν τα παλιά πάθη εξακολουθούν να γδέρνουν την ψυχή. Γιατί πώς να πάρουν επάνω τους το βάρος του παρελθόντος οι κληρονόμοι της εποχής των μετεμφυλιακών διαιρέσεων όταν πρώτοι οι πατεράδες τους, από τα χρόνια κιόλας της φωτιάς, θα σπεύσουν να το περιορίσουν και να το μειώσουν; Είναι, βέβαια, από την άλλη πλευρά σίγουρο πως το πολιτικό παρελθόν προκάλεσε πολλαπλές αβαρίες σε όσους το υπέμεναν. Κι έτσι όμως, εκείνο που κυριαρχεί σήμερα είναι η αποδραματοποιημένη εικόνα των αβαριών που φτάνει στους επιγόνους και όχι η ιστορική τους αιτιολογία.
Και κάποιες άλλες εικόνες, ωστόσο, οι εικόνες της κρίσης όπως αποτυπώνονται στην ανασφάλεια για την ανεργία ή στο άγχος για το κυνήγι των εισπρακτικών εταιρειών, φωτίζονται λοξά στα διηγήματα του Σεβαστάκη, που αντί να καταγγείλουν δικαίους και αδίκους θα αρκεστούν σε μια δυσοίωνη μεταφορά για την πολιτική εξουσία ή σ’ ένα συμβολικό μήνυμα για την απελευθερωτική δύναμη του έρωτα.
Αν πάντως θέλουμε να προχωρήσουμε στο βιβλίο, τα προηγούμενα αποτελούν μόνο την περίμετρό του. Γιατί με λίγο μεγαλύτερη προσοχή θα δούμε να σαλεύουν στον πυρήνα του εντελώς διαφορετικές σκιές: οι σκιές της εσωτερικής διαταραχής, του δικαιολογημένου ή του αδικαιολόγητου πόνου και της κατάθλιψης. Κι εδώ θα ανέβουν στην επιφάνεια η επιληψία (όχι η ιερή νόσος αλλά μια αποκαρδιωτική παρωδία της), η αυτοκτονία (πώς απευθύνεται κανείς στους δικούς του, ποια ακριβώς λόγια τους κληροδοτεί, όταν έχει αποφασίσει να κάνει το απονενοημένο διάβημα;), η συνομιλία με τους νεκρούς (μαζί με τις παραξενιές από τις οποίες υποφέρουν τα φαντάσματα), το πένθος για τον ερωτικό χωρισμό, οι ακανθώδεις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους, ακόμα και οι γκρίνιες που είθισται να ανταλλάσσονται μεταξύ συζύγων. Ο Σεβαστάκης θα κρατήσει και πάλι τις σωστές ισορροπίες χωρίς να χάσει ποτέ τον τόνο. Η έντονη εσωτερικότητα των προσώπων του δεν θα επιτρέψει την οποιαδήποτε αισθηματολογία (και έτι περαιτέρω: κανέναν μελοδραματισμό), η ελλειπτικότητα των καταστάσεων και της δράσης δεν θα ευνοήσει ούτε ένα ξεχείλισμα (δεν θα αφήσει τίποτε να γίνει επίμονο και πλεοναστικό), ενώ η ποιητικότητα της γλώσσας θα προσφέρει τη βάση για να λειτουργήσουν όλα αυτά (μεταξύ τους και προς τα έξω) ως ένα οργανικό σύνολο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ