Λουίς Σεπούλβεδα
Ο μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Opera, 2015
σελ. 136, τιμή 10,60 ευρώ

Αυτό είναι το δέκατο έκτο, αν μετράω σωστά, βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα που μεταφράζει ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Εννέα διηγήματα από τον σημαντικότερο σύγχρονο χιλιανό πεζογράφο γραμμένα με άκρα οικονομία, με νοσταλγία αλλά και εξαίρετο χιούμορ. Συγγραφέα με έντονη πολιτική συνείδηση, αφού καταδικάστηκε σε 28 χρόνια φυλάκιση από το καθεστώς του Πινοτσέτ για την αντιδικτατορική δράση του και απελευθερώθηκε κατόπιν παρεμβάσεως της Διεθνούς Αμνηστίας.

Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έπειτα από τα 17 βιβλία του Σεπούλβεδα που έχουν εκδοθεί στη γλώσσα μας είναι εξοικειωμένο με το έργο του και βιβλία όπως Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer ή το Patagonia express είναι από εκείνα που τα διαβάζει κανείς, τα θυμάται για χρόνια και κάποτε επιστρέφει σ’ αυτά, κάτι που συμβαίνει μόνο όταν πρόκειται για λογοτεχνία πρώτης γραμμής.
Τα διηγήματα που απαρτίζουν τον παρόντα τόμο είναι αυτόνομα φυσικά, όλα μαζί όμως συνιστούν ένα περιληπτικό προσωπικό χρονικό του συγγραφέα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στη Χιλή αλλά και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Σε μια εποχή πολιτικών αναταράξεων, ριζοσπαστικών κινημάτων και δικτατοριών. Αντλούνται από τις νεανικές αναμνήσεις του Σεπούλβεδα, τις οποίες ωστόσο αντιμετωπίζει με την κριτική ματιά που αποκτά κανείς σε ώριμη ηλικία.
Οι πρωταγωνιστές τους είναι νέοι, παιδιά σχεδόν, που φλέγονται από τον πόθο να αλλάξουν τον κόσμο, να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, να δημιουργήσουν μια διαφορετική κοινωνία. Ρομαντικοί, ευαίσθητοι, αιθεροβάμονες, αλλά ως νέοι έχουν πολύ απλούστερες ανάγκες, πέρα από τα ιδεώδη που έχουν αποφασίσει να υπηρετήσουν. Θέλουν για παράδειγμα όχι μόνο να αλλάξουν τον κόσμο αλλά και να φλερτάρουν –και το φλερτ δεν φέρνει αποτέλεσμα όταν χρησιμοποιείς τσιτάτα από τον Μαρξ. Χρειάζεται άλλα πράγματα. Ενα πικάπ, λ.χ., και αμερικανική μουσική.
Ευαισθησία και αμεσότητα
Ο μεγάλος κόσμος της επανάστασης κυριαρχεί βεβαίως στη φαντασία και στις συζητήσεις τους, όμως οι νέοι παντού και πάντα είναι ίδιοι και οι κύριες ανάγκες τους ξεπερνούν τις φαντασιώσεις τους. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα βρίσκονται αντιμέτωποι με εξωφρενικές καταστάσεις. Ο Σεπούλβεδα παραπέμπει σε αρκετά περίεργα και κάποτε κωμικά περιστατικά. Τι συμβαίνει λ.χ. όταν ένας χιλιανός «καρατέκα» αντιμετωπίζει στο ρινγκ έναν βορειοκορεάτη στρατιωτικό γνώστη των μυστικών του τάε κβον ντο; Ο Βορειοκορεάτης πριν από αυτόν έχει ξαπλώσει στο καναβάτσο με ένα χτύπημα άλλους τρεις Χιλιανούς (ανάμεσα στους οποίους και τον αφηγητή). Ο τέταρτος όμως είναι πιο «πρακτικός». Ανεβαίνει στο ρινγκ, δεν κάνει καμία κίνηση, αλλά μόλις πάει να κινηθεί ο Κορεάτης βγάζει ένα πιστόλι και τον πυροβολεί στο πόδι.
Το διήγημα Ο άλλος θάνατος του Τσε είναι από τις ωραιότερες αλληγορίες που έχω διαβάσει. Και ο συναισθηματισμός που προκύπτει από την τελευταία παράγραφο εύλογος, αν σκεφθεί κανείς τι σημαίνει το όνομα Τσε Γκεβάρα για τους Λατινοαμερικανούς. Εδώ ο Τσε δεν είναι ο Γκεβάρα αλλά ένας κόνδορας που του έχουν δώσει το θρυλικό αυτό όνομα, Χιλιανός, Κουβανός και Αργεντινός ταυτοχρόνως, που «δολοφονήθηκε στις 20 Αυγούστου 2002» από «έναν δειλό και τρισάθλιο γεμάτον αλκοόλ και μίσος». Ομως, λέει ο Σεπούλβεδα, «συνεχίζει να πλανάρει εκεί ψηλά, σαν άγρυπνος φρουρός του λατινοαμερικανικού πεπρωμένου, γιατί ένα πλάσμα που ονομάζεται Τσε, χίλιες φορές να πέσει, χίλιες φορές θα σηκωθεί και θα πετάει πάντα, πάντα, πάντα».
Υπάρχουν σκηνές και πρόσωπα άκρας ευαισθησίας σε κάθε διήγημα σχεδόν, όπως της όμορφης νεαρής που λατρεύει τον Κορτάσαρ και το μυθιστόρημά του Το κουτσό και οι σύντροφοί της την αποκαλούν Ζουζουνάκι. Το Ζουζουνάκι πεθαίνει πρόωρα μια μέρα «που το Σύμπαν σταμάτησε, κουρασμένο απ’ το να σπρώχνει γαλαξίες, κι έκοψε κάθε κίνηση». Στην καλή λογοτεχνία η μνήμη, ακόμη και στις πιο ελεγειακές εκδοχές της, είναι αγαθή. Οι νεκροί δεν είναι ποτέ οριστικά νεκροί όταν τους θυμόμαστε, γιατί, όπως λέει το μότο από το ποίημα Κέιμπριτζ του Μπόρχες το οποίο προτάσσει ο Σεπούλβεδα, εδώ «είμαστε η ίδια μας η μνήμη, / εκείνο το χειμερικό μουσείο / των μορφών που τρεμοπαίζουν, / ένας σωρός καθρέφτες θρυμματισμένοι».
Και τι συμβαίνει όταν ένας νεαρός περουβιανός αριστερός από το πανεπιστήμιο Πατρίς Λουμούμπα της Μόσχας πάει στην Τασκένδη να σπουδάσει μεταλλειολόγος και κοντεύει να τρελαθεί σε μια χώρα μουσουλμάνων όπου είναι σχεδόν αδύνατον να βρει αλκοόλ ή γυναίκα; Η μόνη επιθυμία του είναι να γυρίσει στη Μόσχα. Τη λύση τη βρίσκει ένας παπάς: τον ντύνει με ουζμπέκικα ρούχα και του κρεμάει στον λαιμό μια πινακίδα όπου γράφει: «Είμαι μουγκός». Αυτή είναι η ιστορία του διηγήματος Ο μουγκός Ουζμπέκος που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο.
Το λιτό διήγημα Ο λιποτάκτης που αναφέρεται στην εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα είναι συγκλονιστικό στην αμεσότητά του. Για το θέμα γράφτηκαν τόσο πολλά, κι όμως ο Σεπούλβεδα έχει να πει κάτι παραπάνω και κυρίως να αποτυπώσει τις τελευταίες στιγμές του Τσε σαν να ήταν αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσής του.
Η επίδραση του Μπόρχες
Ο αναγνώστης θα διαβάσει με μεγάλη άνεση και άλλη τόση ευχαρίστηση τα διηγήματα αυτής της συλλογής που τα έχει μεταφράσει με ευρηματικότητα και οίστρο ο Αχιλλέας Κυριακίδης. Ενδεχομένως να τα συγκρίνει με τη γνωστή τριλογία του Εδουάρδο Γκαλεάνο για τη Λατινική Αμερική. Αλλά από πλευράς τεχνικής ο αριστερός Σεπούλβεδα βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον συντηρητικό Μπόρχες, η επίδραση του οποίου σε μια ολόκληρη γενιά λατινοαμερικανών συγγραφέων είναι τεράστια.
Τα διηγήματα τούτα συνθέτουν, θα έλεγα, έναν γλυκόπικρο αποχαιρετισμό του Σεπούλβεδα στη νεότητά του. Σε όσα μοιράστηκε με τους συνομηλίκους του, σε όσα τον άγγιξαν και τον σημάδεψαν. Και τελικά, για να τον παραφράσω, στην αποτύπωση του ονείρου να είναι κανείς νέος χωρίς να παίρνει την άδεια κανενός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ