Η ταινία Καμπαρέ (1972) του Μπομπ Φόσι ήταν μία από τις κορυφαίες επιτυχίες, εμπορικές και καλλιτεχνικές, στην ιστορία του κινηματογράφου. Τιμήθηκε με οκτώ βραβεία Οσκαρ και ανέδειξε τη Λάιζα Μινέλι ως αστέρι πρώτου μεγέθους, με αποτέλεσμα η φωτογραφία της να γίνει εξώφυλλο σε δύο από τα μεγαλύτερα περιοδικά των ΗΠΑ: το Time και το Newsweek. Είχε προηγηθεί η τεράστια επίσης επιτυχία έξι χρόνια νωρίτερα, όταν το μιούζικαλ ανέβηκε στο Μπροντγουέι. Τιμήθηκε με οκτώ βραβεία Τόνι και παιζόταν επί τρία και πλέον χρόνια αδιάκοπα, με τα εισιτήρια να εξαντλούνται σε κάθε παράσταση.
Δεν ήταν πολλοί στην Αμερική όσοι γνώριζαν ότι το μιούζικαλ ήταν βασισμένο στη νουβέλα Σάλι Μπόουλς, μία από τις έξι ιστορίες που συνθέτουν το βιβλίο του Κρίστοφερ Ισεργουντ Αντίο Βερολίνο. Ενδεχομένως και διότι αυτός ο βρετανός συγγραφέας που εγκαταστάθηκε το 1939 στην Αμερική, όπου και πέθανε το 1986, επέλεξε να μείνει στο περιθώριο της δημοσιότητας.
Μολονότι ο Ισεργουντ (όπως και πολλοί άλλοι) θεωρούσε ότι το σημαντικότερο βιβλίο του είναι το Ενας άνδρας μόνος, όπου μας δίνει το πορτρέτο ενός βασανισμένου ομοφυλόφιλου καθηγητή που έχει χάσει τον σύντροφό του, τα διασημότερά του παραμένουν το Αντίο Βερολίνο και Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα. Αλλωστε, το δεύτερο, όπως έγραψε αργότερα ο ίδιος, ήταν στην αρχή (υποθέτει κανείς προτού λάβει τη μορφή μυθιστορήματος) ενταγμένο στο πρώτο που ο Ισεργουντ είχε σκεφθεί να του δώσει τον τίτλο The Lost.
Τα δύο αυτά βιβλία (όπως και το Ενας άνδρας μόνος) κυκλοφόρησαν και παλαιότερα στα ελληνικά. Τώρα επανεκδίδονται επιβεβαιώνοντας ακόμη μία φορά πως οι σημαντικοί συγγραφείς και τα έργα τους αποτελούν εγγύηση τόσο από ποιοτικής όσο και από εμπορικής πλευράς, ιδιαίτερα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που διανύουμε. Το ότι όμως επανεκδίδονται σχεδόν ταυτοχρόνως (πέρυσι τον Νοέμβριο το Αντίο Βερολίνο και τον περασμένο Απρίλιο το Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα) έχει μία επιπλέον σημασία: παρά την αυτονομία τους, είναι ουσιαστικά τμήματα του ίδιου έργου και συνιστώ στον αναγνώστη να τα διαβάσει αμφότερα αρχίζοντας από το δεύτερο. Οχι μόνο για τη θεματική και την αφηγηματική τους συγγένεια αλλά και γιατί αλληλοσυμπληρώνονται. Υπάρχει βεβαίως κι ένας πρόσθετος λόγος: οι νέες μεταφράσεις από την Ιωάννα Ηλιάδη είναι καλύτερες από τις προγενέστερες.
Το Βερολίνο της Βαϊμάρης

Το 1925 ο Ισεργουντ, δευτεροετής φοιτητής στο Κέιμπριτζ, αποβλήθηκε γιατί στις εξετάσεις έγραψε κοροϊδευτικές απαντήσεις. Αυτό τον απελευθέρωσε από τον καταναγκασμό της μητέρας του που τον πίεζε να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ενώ εκείνος ήθελε να γίνει συγγραφέας και να ζήσει ερωτικά σύμφωνα με την κλίση του (ήταν ομοφυλόφιλος). Ετσι για τέσσερα χρόνια έκανε δουλειές του ποδαριού ώσπου το 1929 πήγε στο Βερολίνο. Ηταν η πόλη της έκφρασης, των πειραματισμών και της σεξουαλικής ελευθερίας. Η πόλη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ο Ισεργουντ έμεινε στο Βερολίνο ως το 1933 και έφυγε με την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία. Καρπός των εμπειριών του ήταν τούτα τα δύο βιβλία –και όχι μόνο αυτά -, από τα οποία αναδύονται εκείνη η ταραγμένη εποχή, η ατμόσφαιρα, το ποιόν και τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της, όπως εκφράζονται με ανεπανάληπτο τρόπο στους χαρακτήρες που αναδεικνύει στις αφηγήσεις του.
Πρόσωπα μιας άγριας εποχής

Το Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα εκδόθηκε το 1935 και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του είναι βασισμένοι σε πραγματικά πρόσωπα. Ο αφηγητής ονόματι Γουίλιαμ Μπράνσο (περσόνα του συγγραφέα) συναντά σε ένα τρένο την ώρα που διασχίζει την Ολλανδία τον Αρθουρ Νόρις (κι αυτός βασισμένος σε μια περίεργη προσωπικότητα, τον συγγραφέα και τυχοδιώκτη Τζέραλντ Χάμιλτον). Προορισμός του ταξιδιού και των δύο είναι το Βερολίνο. Ο Νόρις ταξιδεύει με πλαστό διαβατήριο αλλά καταφέρνει χωρίς δυσκολία να περάσει τα σύνορα. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται συμπάθεια –που αργότερα θα εξελιχθεί σε μια περίεργη φιλία. Ο Νόρις καλεί τον Μπράνσο για δείπνο στο σπίτι του στο Βερολίνο, όπου ο τελευταίος συναντά τον αγροίκο υπηρέτη του πρώτου ονόματι Σμιτ.
Ο Νόρις είναι σχεδόν άφραγκος, έχει μπει παλαιότερα στη φυλακή και είναι άγνωστο πόσα χρωστάει στον υπηρέτη του, από τον οποίο δεν μπορεί να απαλλαγεί. Εχει σεξουαλικά βίτσια (είναι μαζοχιστής, πηγαίνει με πόρνες και τους ζητάει να τον μαστιγώνουν).
Ο Μπράντσο προσπορίζεται τα προς το ζην διδάσκοντας αγγλικά (όπως έκανε και ο Ισεργουντ όταν ζούσε στο Βερολίνο). Ο Νόρις δεν είναι μόνο άφραγκος και μαζοχιστής, είναι και sui generis κομμουνιστής που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα προβληματικά στοιχεία του χαρακτήρα του συνιστά μεγάλο κίνδυνο στη Γερμανία την εποχή της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.
Κάποια στιγμή έρχεται σε επαφή με τους κομμουνιστικούς κύκλους της πόλης και ο Μπράντσο που συναντά τον Λούντβιχ Μπάγερ. (Kαι αυτός ο χαρακτήρας είναι βασισμένος σε πραγματικό πρόσωπο, τον Βίλι Μίντσενμπεργκ, στέλεχος του Kομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.) Ο Μπάγερ τον προειδοποιεί ότι ο Νόρις είναι πράκτορας των Γάλλων, γνωστός στις αρχές και στους κομμουνιστές του Βερολίνου.
Ο Μπράντσο διαπιστώνει σύντομα πως τους παρακολουθεί η αστυνομία. Συνιστά στον Νόρις να εγκαταλείψει το Βερολίνο και ο ίδιος επιστρέφει στην Αγγλία, ενώ ο Νόρις φεύγει από τη Γερμανία και αρχίζει να περιπλανάται στη Λατινική Αμερική, από όπου του στέλνει κάρτες με λακωνικές αναφορές στη ζωή του. Στο μεταξύ, μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ το ναζιστικό καθεστώς έχει εξοντώσει τους συντρόφους του Νόρις.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η υπόθεση του μυθιστορήματος, το οποίο, όπως συμβαίνει σε πολλά πεζογραφήματα του Μεσοπολέμου, παραμένει ανοιχτό. Είναι βιβλίο μιας άγριας εποχής όπου οι πρωταγωνιστές αλλά και οι δευτεραγωνιστές της καταλήγουν να γίνουν θύματα όχι μόνο των καιρών και των αντιπάλων τους αλλά και του ίδιου τους του εαυτού.
Το βιβλίο είναι έργο σπουδαίου στυλίστα. Οι διάλογοι του Ισεργουντ δεν αποκαλύπτουν μόνο τον χαρακτήρα των ανθρώπων αλλά και τα γνωρίσματα του περιβάλλοντος. Ο αναγνώστης μεταφέρεται στην εποχή από τις πρώτες σελίδες –και αυτό μόνο οι προικισμένοι συγγραφείς το καταφέρνουν, με τρόπο μοναδικό που σου μεταβιβάζει την αίσθηση του πώς θα ένιωθες «αν βρισκόσουν ο ίδιος σε αυτή την πόλη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή», όπως τονίζει ο Τζέιμς Φέντον. Και αυτό ισχύει και για το Αντίο Βερολίνο.

Πικρός αποχαιρετισμός
Το Αντίο Βερολίνο είναι βιβλίο αποχαιρετισμού αλλά και βιβλίο αναμνήσεων. Ενας συγγραφέας αποχαιρετά μια πόλη, όχι όμως και τα βιώματα που έχει αποκτήσει στην πόλη, ιδίως αν την έχει ζήσει επί τέσσερα χρόνια –και μάλιστα τόσο έντονα όπως ο Ισεργουντ. Τότε γιατί ο αποχαιρετισμός στον τίτλο; Είναι, πιστεύω, η χειρονομία ενός ανθρώπου που βλέπει τον κόσμο στον οποίο έζησε να χάνεται μέσα σε μια άγρια εποχή και αυτή να εισέρχεται στην τρομερότερη φάση της (ας θυμηθούμε ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1939, τη χρονιά που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Πρόκειται για έξι αλληλένδετα αφηγήματα, εκ των οποίων το δεύτερο (και εκτενέστερο) με τίτλο Σάλι Μπόουλς ενέπνευσε τον Τρούμαν Καπότε (που είχε γνωρίσει νεαρός τον Ισεργουντ) να γράψει τη δική του πασίγνωστη νουβέλα Πρόγευμα στου Τίφανις. Το πρότυπο της πρωταγωνίστριας στη νουβέλα του Ισεργουντ υπήρξε πραγματικό πρόσωπο που όχι μόνο το γνώριζε ο συγγραφέας αλλά έμεναν και οι δύο στο ίδιο σπίτι όταν ζούσε στο Βερολίνο: ήταν η συγγραφέας και τραγουδίστρια των καμπαρέ Τζιν Ρος, κομμουνίστρια και δυναμική γυναίκα, η οποία, όπως και η ηρωίδα του Ισεργουντ, δεν δίσταζε να μιλάει ανοιχτά για τις πολλές ερωτικές περιπέτειές της. Οταν όμως η διασκευή της νουβέλας ανέβηκε το 1966 στο Μπροντγουέι, η Ρος δεν πήγε καν να δει την παράσταση.
Ο Ισεργουντ βέβαια τα συνήθιζε αυτά. Ακόμη και για το επώνυμο της ηρωίδας του «δανείστηκε» το επώνυμο του συγγραφέα Πολ Μπόουλς (γνωστού στη χώρα μας από το βιβλίο και την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία «Τσάι στη Σαχάρα»).
Η Σάλι Μπόουλς είναι 19 ετών, δεν έχει καλή φωνή αλλά τραγουδάει σε καμπαρέ γιατί διαθέτει απαράμιλλη «παρακμιακή» γοητεία. Αφήνεται εύκολα στον κίνδυνο, οι ερωτικές της περιπέτειες είναι συνεχείς και κάποτε καταλήγει να μείνει έγκυος. Αλλά βεβαίως αυτό είναι μόνο το γενικό περίγραμμα για το περίπλοκο, απρόβλεπτο και μοναδικό πλάσμα που δημιούργησε ο Ισεργουντ.
Στην τρίτη ιστορία με τίτλο Στη νήσο Ρούγκεν έχουμε ένα ζευγάρι ομοφυλοφίλων, τον Οτο και τον Πέτερ, που μοιράζονται το ίδιο διαμέρισμα με τον Ισεργουντ. Παρά τη ζήλια και τις διαφωνίες που θέτουν υπό δοκιμασία τη σχέση τους, αγωνίζονται να την κρατήσουν και να την περισώσουν μέσα σε μια κοινωνία η οποία ναζιστικοποιείται με ραγδαίους ρυθμούς.
Στο επόμενο διήγημα ο Ισεργουντ διεισδύει στον καταπιεστικό κόσμο της οικογένειας Νόβακ και του γιου τους Οτο, ο οποίος είναι συνεχώς νευρικός και συχνά εριστικός. Και πώς να μην είναι άλλωστε σε τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον όταν ο αδελφός του είναι στέλεχος του ναζιστικού κόμματος;
Στα άδυτα της ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας Λαντάουερ μας μεταφέρει η επόμενη ιστορία, όπου ο Ισεργουντ συναναστρέφεται την κόρη τους Ναταλία και τον γιο τους Μπέρχαρντ. Οι Λαντάουερ παρουσιάζονται να έχουν άγνοια του κινδύνου που συνεπάγεται η άνοδος του ναζισμού. Στο τέλος ο Μπέρχαρντ δολοφονείται. Μολονότι ο θάνατός του επισήμως παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα καρδιακής προσβολής, ο αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να καταλάβει ότι τον έχουν δολοφονήσει οι ναζιστές.
Ο ελεγειακός τόνος στο τελευταίο κείμενο με τίτλο Βερολινέζικο ημερολόγιο (Χειμώνας 1932-1933) είναι σχεδόν «αναπόφευκτος». Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έχει καταρρεύσει και την παρακμή της (μαζί με τη γοητεία που περιείχε) τη διαδέχεται ένας κόσμος βίας και απελπισίας. Ο Ισεργουντ ετοιμάζεται να φύγει. Η μέρα είναι ωραία και ο ήλιος λάμπει. «Βγαίνω να κάνω τον τελευταίο πρωινό μου περίπατο» λέει. Και είναι ο τελευταίος γιατί «ο ήλιος λάμπει και ο Χίτλερ είναι άρχων αυτής της πόλης. Ο ήλιος λάμπει και δεκάδες φίλοι μου –οι μαθητές μου στην Εργατική Σχολή, οι άντρες και οι γυναίκες που γνώρισα στη Διεθνή Εργατική Βοήθεια –είναι στη φυλακή, πιθανώς νεκροί». (Σ.σ.: η Διεθνής Εργατική Βοήθεια –Internationale Arbeiter-Hilfe, IAH –ήταν διεθνής οργανισμός που συστάθηκε στο Βερολίνο το 1921 κατόπιν έκκλησης του Λένιν για βοήθεια στην αντιμετώπιση του ρωσικού λιμού.)
Το βιβλίο τελειώνει με τη φράση «Οχι. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πιστέψω πως κάτι από όλα αυτά συνέβη στ’ αλήθεια…». Τα χειρότερα όμως ήλθαν αργότερα. Και ακόμη και σήμερα όσοι επέζησαν από εκείνη την εποχή αλλά και οι μεταγενέστεροι δυσκολεύονται να τα πιστέψουν.
Το Αντίο Βερολίνο είναι βιβλίο οξύ και διεισδυτικό, ασύγκριτης αμεσότητας και υπόδειγμα ύφους. Εξομολογητικό –ως έναν βαθμό, ωστόσο. Πικρό και μελαγχολικό αλλά μιας βαθιάς πίκρας και όχι μιας ανεξέλεγκτης οργής. Μαζί με το Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα σημάδεψε και την κατοπινή πορεία του Ισεργουντ στη ζωή και στη λογοτεχνία. Οταν προτού ξεσπάσει ο μεγάλος πόλεμος έφευγε από την Ευρώπη μαζί με τον φίλο του, τον Οντεν, για να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, είχε ζήσει το προοίμιο της απόλυτης βαρβαρότητας. Εμεινε ειρηνιστής ως το τέλος της ζωής του αφήνοντάς μας έργο σημαντικό και σε όγκο και σε ποιότητα. Μεγάλο μέρος του είναι ανέκδοτο στη γλώσσα μας. Μένει να το αναδείξουν οι έλληνες εκδότες και να το διαβάσουν όσοι αγαπούν τη λογοτεχνία πρώτης γραμμής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ