Η ανάδυση της μνήμης.
Συζητώντας με τον W.G. Sebald
Συνεντεύξεις και δοκίμια
Ανθολόγηση Lynne Sharon Schwartz,
μετάφραση Βασίλης Δουβίτσας
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 256, τιμή 15,50 ευρώ

Ο Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (1944-2001), που προτιμούσε να τον φωνάζουν Μαξ, πέρασε αργά το κατώφλι της λογοτεχνίας: είναι ήδη 44χρονος όταν εμφανίζει το τρίπτυχο Εκ του φυσικού, ποιητική σπουδή, πυρήνα του μετέπειτα έργου του, με έντονα τα σημάδια και τις εμμονές που διαμορφώνουν το βλέμμα του, μισό βυθισμένο στον έσω λαβύρινθο, μισό στραμμένο στον έξω κόσμο, σε μόνιμη αναζήτηση μιας αλήθειας χαμένης ανάμεσα στη μνήμη, τη λήθη, στις αμέτρητες λεπτές κλωστές του πόνου που απλώνονται στην Ιστορία. Η δυσανεξία του στη «συνωμοσία της σιωπής» που νιώθει να τον περιβάλλει, η άρνηση των συμπατριωτών του να θίξουν τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου, η επιλεκτική «συλλογική αμνησία» για τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς που ερείπωσαν ολόκληρες γερμανικές πόλεις, η απουσία συναισθηματικής συμμετοχής μπροστά στις ανυπολόγιστες ανθρώπινες απώλειες, τον κάνουν να εγκαταλείψει για πάντα τη γενέθλια χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μετά τις σπουδές του στη γερμανική φιλολογία, βρίσκει επαγγελματική στέγη στην Αγγλία, όπου και παραμένει διδάσκοντας για πάνω από τριάντα χρόνια (έως τον πρόωρο θάνατό του) ευρωπαϊκή λογοτεχνία σε αγγλικό πανεπιστήμιο. Ως διαφυγή από το ασφυκτικό πλαίσιο των ακαδημαϊκών καθηκόντων ξεκινά προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, και με ιδιαίτερη πυκνότητα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, τη λογοτεχνική του δραστηριότητα, η οποία ταχύτατα του επιφυλάσσει λαμπρή θέση στο πάνθεον της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας· γιατί ο Ζέμπαλντ δεν έγραψε παρά στη μητρική του γλώσσα, τα γερμανικά, επιχειρώντας να μιλήσει για λογαριασμό όσων δεν μπορούν πλέον να μιλήσουν, ως Γερμανός με συνείδηση του ηθικού και πολιτικού χρέους έναντι της αδικίας που διέπραξαν οι ομοεθνείς του, διερευνώντας και μη παρακάμπτοντας τις τραυματικές εμπειρίες, ερμηνεύοντας την εκκωφαντική σιωπή.

Στον αστερισμό της ελεγείας


Το πρώτο εκείνο ποιητικό τρίπτυχο του 1988, το ακολούθησαν ιδιόμορφα πεζογραφήματα: Αίσθημα ιλίγγου (1990), Οι ξεριζωμένοι (1992), Οι δακτύλιοι του Κρόνου (1995), Η φυσική ιστορία της καταστροφής (1999), Αουστερλιτς (2001). Κείμενα που πολυδιαβάστηκαν, σχολιάστηκαν, ξάφνιασαν για τον μοναδικό τρόπο τους να δορυφορούν συνεχώς γύρω από το θέμα της εξορίας και του εκτοπισμού, της απώλειας και της μοναχικής περιπλάνησης, δίχως να το εξαντλούν ή να το ευτελίζουν μανιεριστικά. Στοιχειωμένος από την Ιστορία, διαχωρίζοντας τη θέση του από τη «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος» και μια μελοδραματική «λογοτεχνία των ερειπίων», που εμφανίστηκε στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, ο Ζέμπαλντ εγκαινιάζει μια γραφή που δύσκολα μπορεί να ταξινομηθεί με γραμματολογικούς όρους: συμφύρει την αυτοβιογραφία και τη μαρτυρία με τη μυθοπλασία, τον δοκιμιακό με τον ταξιδιωτικό λόγο, προσθέτοντας και τη δύναμη της εικόνας, της (ασπρόμαυρης) φωτογραφίας ή του οπτικού τεκμηρίου σε αυτά τα γραπτά με τις συχνές, μεγάλες παρεκβάσεις και τις ελικοειδείς, περίτεχνες, μακροπερίοδες προτάσεις. Κείμενα που αποδεικνύουν εμπράκτως ότι υπάρχει τρόπος να γράψει κανείς μετά το Αουσβιτς, όχι θυμικά, αλλά στοχαστικά, υπαινικτικά, πλαγίως, μάλλον με έμμεσες αναφορές στη φρίκη, με ένα είδος περισκοπικής αφήγησης. Ο ίδιος πρότεινε τον όρο «πεζογραφικές αφηγήσεις» γι’ αυτές τις απόπειρες να θυμίσει ιστορίες ματαιωμένων υπάρξεων με μια φωνή μελαγχολική, πνευματώδη, διυλισμένη μέσα από ένα λεπτό, υποδόριο χιούμορ. Ενας από τους συνομιλητές του στο παρόν βιβλίο αποτυπώνει αυτή την τεχνοτροπία με μια ωραία μεταφορά, επισημαίνοντας ότι εισάγει «μια ασυνήθιστη ηχώ, μια άβυσσο που ανοίγεται μεμιάς ανάμεσα στη συγγραφή και στο θέμα της· αυτομάτως κυριαρχούν τα φαντάσματα, οι αντηχήσεις –είναι σχεδόν σαν να επιτρέπει στον κόσμο να ουρλιάξει μέσα στο κοχύλι αυτού του αφηγηματικού ύφους». Μέσα από αυτές τις δαιδαλώδεις αλλά υψίστης ακριβείας ιστορίες, μέσα σε μια δεκαετία περίπου (την τελευταία του βίου του), ο Ζέμπαλντ έγινε ο χρονικογράφος των εκτοπισμένων, των επιζώντων, «εκείνων που φαντάζονται, όπως ο Ζακ Αουστερλιτς, ότι ζουν τη λάθος ζωή και αισθάνονται έναν δίδυμο αδελφό να βαδίζει πλάι τους σαν φάντασμα».
Ο ελεγειακός τόνος είναι κυρίαρχος στα κείμενα αυτά, δίχως να μετριάζει την ιστορική τους εμβρίθεια ή τη διαύγεια των παρατηρήσεών τους. Η διάχυτη απαισιοδοξία τους θαρρείς πως επηρεάζεται από τον Κρόνο, τον πλανήτη της μελαγχολίας. Πολλές φορές οι κριτικοί υπογραμμίζουν την εμβληματική εικόνα με τις υφάντρες στο γκέτο του Λοτζ που επανέρχεται στις σελίδες του Ζέμπαλντ ενισχύοντας την άποψή του ότι οι συγγραφείς στη μάχη τους κατά της λήθης μοιάζουν με τους υφαντές: μελαγχολικοί άνθρωποι που επεξεργάζονται περίπλοκα σχέδια, πάντοτε με τον φόβο ότι έχουν αδράξει το λάθος νήμα.
Αναγνωστικός πλοηγός
Ο τόμος «Η ανάδυση της μνήμης» αποτελείται από τρία δοκίμια και πέντε συνεντεύξεις. Τα κριτικά δοκίμια (Τim Parks, «Ο κυνηγός», Ruth Franklin, «Δακτύλιοι καπνού», Charles Simic, «Συνωμοσία της σιωπής») προσεγγίζουν αναλυτικά συγκεκριμένα έργα του συγγραφέα ή το σύνολο της παραγωγής του, φωτίζοντας πτυχές της «διεργασίας του πένθους» ως κύριου μοχλού στην τεράστια αυτή κατάβαση στους τόπους της ακρωτηριασμένης μνήμης. Στα δοκίμια αυτά αθροίζονται πέντε συνεντεύξεις του συγγραφέα με ενημερωμένους συζητητές απέναντί του, οι οποίοι επισημαίνουν τις λογοτεχνικές καταβολές και τις εμμονές του, τη διαφαινόμενη γεφύρωση βίου και έργου σε πάμπολλα σημεία και με προσεκτικά στοχευμένες ερωτήσεις αποκαλύπτουν την οπτική του Ζέμπαλντ σε θέματα καθαρά τεχνικά της γραφής του, αλλά και ευρύτερου πολιτισμικού ή πολιτικού ενδιαφέροντος. Η βιβλιογραφία γύρω από τον καταξιωμένο συγγραφέα (πολλοί είναι εκείνοι που τον κατατάσσουν ήδη στη σφαίρα των κλασικών του 20ού αιώνα) είναι πλέον δυσεπισκόπητη. Η Lynne Sharon Schwartz, ανεγνωρισμένη συγγραφέας και η ίδια, ανέλαβε το δύσκολο έργο της επιλογής μέσα από έναν ωκεανό σχετικών συνεντεύξεων, άρθρων, κριτικών μελετημάτων και δοκιμίων. Στο κατατοπιστικό εισαγωγικό της σημείωμα στον παρόντα τόμο αιτιολογεί τα κριτήρια των επιλογών της, αλλά και προσθέτει ένα ακόμη εύστοχο δοκίμιο, συμπληρωματικό των υπολοίπων, για την ιδιοτυπία του ζεμπαλντικού σύμπαντος.
Η Αγρα, που έχει αναλάβει τη συστηματική μετάφραση των έργων του συγγραφέα στα ελληνικά και προγραμματίζει την έκδοση και άλλων κειμένων του, διείδε ορθά την ανάγκη ενός βιβλίου που μπορεί να λειτουργήσει ως αναγνωστικός πλοηγός στον πολυδαίδαλο κόσμο του Ζέμπαλντ. Το ελληνικό κοινό που τον γνώρισε μέσα από αυτές τις μεταφράσεις και αγκάλιασε το έργο του, αλλά και όσοι δεν είναι ακόμη εξοικειωμένοι μαζί του έχουν τη δυνατότητα με τούτη την Ανάδυση της μνήμης να προσεγγίσουν επαρκώς έναν καινοτόμο της «γενοκτονικής» λογοτεχνίας, που ανατοποθετεί τις κεκτημένες σκέψεις γύρω από τους μηχανισμούς της μνήμης και της λήθης, το σύνδρομο των επιζώντων, τον σχεδιασμό του μέλλοντος υπό το βάρος του ιστορικού παρελθόντος. Οπωσδήποτε, ένα πολύτιμο vademecum για τον μέσο αλλά και τον ειδικό αναγνώστη.

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ