Λίλα Κονομάρα
Οι ανησυχίες του γεωμέτρη
Κέδρος, σελ. 181, τιμή 12,5 ευρώ

Στο πρώτο πεζογραφικό της βιβλίο, υπό τον τίτλο Μακάο (2002), η Λίλα Κονομάρα συνδύασε τη λογοτεχνία του φανταστικού με την ιστορία μυστηρίου, υποχρεώνοντας τους ήρωές της σε μια συνεχή αναμέτρηση με το παρόν και το παρελθόν. Με τα διηγήματα της συλλογής Οι ανησυχίες του γεωμέτρη, η συγγραφέας επιστρέφει στο φανταστικό, αλλά η σχέση της με τον χρόνο είναι τώρα πολύ πιο περίπλοκη. Στις δύο νουβέλες που συναπαρτίζουν το Μακάο, το παρελθόν θα ξεπηδήσει από τις αράδες μιας αρχαίας κινεζικής παροιμίας για το σκάκι (στην πρώτη) για να μετασχηματιστεί κατόπιν σε ένα μακρύ ταξίδι της μνήμης (στη δεύτερη). Στα ανά χείρας διηγήματα, παροντικός και παρελθοντικός χρόνος εισχωρούν επίμονα ο ένας μέσα στον άλλον και υφίστανται αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις: σαν ένας οβιδιακός κύκλος που ξεκινάει κάθε τόσο από την αρχή.

Με παραπομπές στον Ομηρο, στον Θουκυδίδη, στον Σοφοκλή, στον Δάντη και στον Μακρυγιάννη (παραπομπές που επίσης εισβάλλουν η μία εντός της άλλης), η Κονομάρα επιτρέπει στους πρωταγωνιστές της να κινηθούν σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα και να συναπαντηθούν στα πλέον απρόσμενα σημεία: πάνω από τα όρια της Ιστορίας και πέραν των παραδεδομένων μύθων, σε ένα λοξό ασυνεχές που χωρίς να αποβάλλει καθ’ ολοκληρίαν ούτε τις ιστορικές του αναφορές ούτε τις μυθολογικές του απηχήσεις, μετατρέπει τις περιπέτειές τους σε μιαν εύλογη παραβολή για την ανθρώπινη μοίρα.
Υπερασπιζόμενοι αρχαίες πολιτείες, καβαλώντας τα βουνά και πολεμώντας με τους Τούρκους ή σπάζοντας πέτρες στα στρατόπεδα της πολιτικής εξορίας και του Εμφυλίου, οι ήρωες της Κονομάρα θα τρυγήσουν τον ίδιο στυφό καρπό. Κάθε εξουσία είναι βαφτισμένη στο αίμα και κανένας λόγος (αρχαϊκός ή σύγχρονος) δεν είναι σε θέση να νομιμοποιήσει τη βία της. Ακόμα δε κι αν κατορθώσει εν τέλει να τη νομιμοποιήσει και να την οπλίσει με ένα λογικό πρωτόκολλο, εκείνο που σίγουρα δεν θα καταφέρει ποτέ θα είναι το να την εξαγνίσει. Και η περιπλάνηση αυτή δεν έχει τέλος αφού όλα θα πρέπει κάθε φορά, στο πλαίσιο της ατέρμονης αναγέννησής τους, να αποκτήσουν καινούργιο όνομα και να κάνουν εκκίνηση από το μηδέν. Με χορούς και με νταούλια, με μυστικιστικές ορχήσεις και με μεθυσμένα τύμπανα, με δεήσεις, με γόους και με μοιρολόγια, με καταβάσεις στον Αδη, αλλά και με περιδινήσεις στο ρευστό πεδίο μιας υπερχρονικής Αθήνας, τα πρόσωπα της Κονομάρα θα επανέλθουν ξανά και ξανά στον τόπο τους, αποκαλύπτοντας τις άπειρες, ουδέποτε οριστικές όψεις του. Στην εικονογράφηση ενός τέτοιου πανδαιμόνιου θα συμβάλει τα μάλα η ευφορική γλώσσα της αφήγησης με τους πυκνούς λεκτικούς δαιδάλους και τις συχνές παρηχήσεις της.
Τα καλύτερα πάντως διηγήματα της Κονομάρα είναι εκείνα που επικεντρώνουν την προσοχή τους στα ενδότερα της ύπαρξης και της τέχνης. Ενα αλλόκοτο πλάσμα θα καταβροχθίσει δύο δάχτυλα από το χέρι ενός ιερωμένου, σε μιαν ιστορία που θα συγκεράσει τον αρχαίο μύθο για το νόμισμα στο στόμα του νεκρού με τους δημώδεις μύθους για το Γεφύρι της Αρτας και τη γυναίκα του πρωτομάστορα, ένα άλογο θα μάθει στο αφεντικό του τα πολύτιμα μυστικά της φύσης και ο θάνατος για αμφοτέρους θα έλθει όταν θα καταλυθεί ο δεσμός της αμοιβαίας εμπιστοσύνης τους, ένας άνθρωπος θα χάσει τη μορφή του, βλέποντάς την να αφομοιώνεται από έναν βράχο, ένας γλύπτης θα εγκλωβιστεί στη γοητεία της καλλίπυγης κόρης που έχει φιλοτεχνήσει χωρίς να προλάβει να την ολοκληρώσει, ένας γεωμέτρης θα αποπλανηθεί από τα σχέδιά του και ένας πιτσιρικάς θα γίνει όμηρος της πλοκής του ηλεκτρονικού του παιχνιδιού.
Ο πανικός μπροστά στην έλευση του θανάτου και τα περίτεχνα επινοήματα του εξορκισμού του, η ορθολογιστική ακαμψία και η διάβρωσή μας από τη νοοτροπία του υπολογισμού και του μικροσυμφέροντος, η διαρκής, ανά πάσα στιγμή ορατή απειλή της ανυπαρξίας, η δύστροπη σχέση του καλλιτέχνη με το υλικό του και η υπέρβαση της τέχνης από τη ζωή, η αδυναμία και οι περιορισμοί της γνώσης ή η εξίσωση της πραγματικότητας με την ψευδαίσθηση: αυτοί είναι οι εφιάλτες με τους οποίους παλεύουν οι ήρωες όσο προσπαθούν είτε να καταλάβουν τον εαυτό τους και να προχωρήσουν στον εσώτερο πυρήνα του είτε να ξεφύγουν από τις τρέχουσες δυσκολίες τους, οδεύοντας προς έναν σωτήριο παράλληλο κόσμο. Το σημαντικότερο εδώ είναι ότι το σύμβολο και η αλληγορία δεν στερούν το γράψιμο από την αμεσότητα και τη ζωντάνια του και ότι τα παραμύθια της Κονομάρα λειτουργούν σαν υποβλητικές αφηγήσεις της καθημερινότητάς μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ