Varlam Shalamov
Οι βιβλιοθήκες μου
Mετάφραση από τα ρωσικά:
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 80, τιμή 9 ευρώ

Τι βιβλία είναι διαθέσιμα στον γιο ενός κληρικού στη σταλινική Σοβιετική Ενωση; Τι πρόσβαση σε βιβλία έχει ένας άνδρας που περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και στα στρατόπεδα εργασίας; «Δεν υπήρχε θέση για βιβλία στη σκέψη μας, στο λεξιλόγιό μας των είκοσι λέξεων: «σήκω», «δουλειά», «φαΐ», «κασμάς» κ.τ.λ.» γράφει ο πολιτικός κρατούμενος του σταλινικού καθεστώτος στη Σιβηρία Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907-1982), ο συγγραφέας των Ιστοριών από την Κολιμά και την καταναγκαστική εργασία στα χρυσωρυχεία της.

Οι βιβλιοθήκες του Σαλάμοφ είναι η πρώτη εργατική βιβλιοθήκη της Βόλογκντα των παιδικών του χρόνων, η Βιβλιοθήκη Λένιν στη Μόσχα της φοιτητικής ζωής του, οι βιβλιοθήκες των φυλακών της σιβηρικής εξορίας του. Στο κείμενο Οι βιβλιοθήκες μου (Αγρα, 2014) περιγράφει τις συνθήκες που μετάλλαξαν τη σχέση του με τις βιβλιοθήκες. «Το να διαβάζεις με άλλους παρόντες ήταν για μένα δυσάρεστο, ως και ντροπή αισθανόμουνα· ήταν χειρότερο κι από το να γράφεις ένα αισθηματικό γράμμα μέσα στο ταχυδρομείο» λέει για την αρχική δυσαρέσκεια προς τη μελέτη στον δημόσιο χώρο μιας βιβλιοθήκης. Αργότερα στη Μόσχα, επί δεκατρία χρόνια μελετούσε αναγκαστικά σε μια βιβλιοθήκη για τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο ενώ το πρωί δούλευε σε βυρσοδεψείο: «Σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη μεγάλωσα. Εγώ κι οι βιβλιοθηκάριοι μαζί γεράσαμε». Τα βιβλία που αγόραζε ήταν «ελάχιστα, και μόνο βιβλία γνωστά, αγαπημένα, οικεία, σημαντικά».
Ακολούθησαν οι συλλήψεις το 1929 πρώτα, το 1937 έπειτα για «αντιεπαναστατική τροτσκιστική δράση». Η φυλακή της Μπουτίρκα αποδεικνύεται αναγνωστικός παράδεισος, που έχει διαφύγει τους ελέγχους και εκκαθαρίσεις που επιβάλλονταν σε όλες τις βιβλιοθήκες της Ρωσίας. Εκεί ο Σαλάμοφ διαβάζει την απαγορευμένη Ιστορία της άσβηστης σελήνης του Πιλνιάκ και τη Λευκή φρουρά του Μπουλγκάκοφ, διαβάζει τις μελέτες του Ικόφ για τη Διεθνή και τα Απομνημονεύματα του Καζανόβα.
Το διάστημα της καταναγκαστικής εργασίας στα χρυσωρυχεία το μόνο υλικό ανάγνωσης που βρίσκει είναι ένα απόκομμα εφημερίδας μέσα στο οποίο είναι τυλιγμένο ένα σαπούνι. Οταν ύστερα από χρόνια βρίσκει ένα βιβλίο καθαρίζοντας τις παράγκες των φυλακισμένων, διαπιστώνει ότι έχει αποξενωθεί από το διάβασμα. Η επανασύνδεση με το βιβλίο και την ανάγνωση περιγράφεται ως μια διαδικασία σωματική και επώδυνη: «Το κεφάλι μου πονούσε, βούιζε, αλλά τα κατάφερα και ξαναμπήκα στο διάβασμα».
Ελεύθερος πλέον, μετά τον πόλεμο, φεύγει από την Κολιμά παίρνοντας μαζί του την Ιππεύτρια των κυμάτων του Αλεξάντρ Γκριν και στην περιοχή του Καλίνιν όπου βρίσκει δουλειά, ανακαλύπτει μια εξαιρετική βιβλιοθήκη με Ιψεν και Χάμσουν και Ντοστογέφσκι και Χέμινγκγουεϊ που «με ανάστησε, με όπλισε για τη ζωή ξανά».
Απολαυστικό στη γλαφυρή μετάφραση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, το κείμενο έχει όλη την ένταση της άμεσης, εξομολογητικής και καθαρής γραφής του Σαλάμοφ.
Γραμμένο το 1959, είναι μια προσωπική εξιστόρηση και μια μικρή πραγματεία για την ανάγνωση και πώς διαβάζουμε ανάλογα με την ηλικία και τις συνθήκες της ζωής μας, για την οργάνωση των βιβλιοθηκών στη Σοβιετική Ενωση και για τις απειλές που δέχεται το βιβλίο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, για τους επαγγελματίες των βιβλιοθηκών και τον ρόλο τους στη συγκρότηση μιας αξιοδιάβαστης συλλογής, για τη διακίνηση των βιβλίων και την αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων των βιβλιοθηκών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ