ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόβες πολέμου

Εκδόσεις Τόπος,

σελ. 140, τιμή 14 ευρώ

Τον Σεπτέμβριο του 1967, λίγους μόνο μήνες μετά το πραξικόπημα, η κυβέρνηση της χούντας θα συνειδητοποιήσει πως η φιλοδοξία της να λύσει με μια μονοκοντυλιά το Κυπριακό, αγνοώντας το διπλωματικό του παρελθόν και διαγράφοντας τον Μακάριο, δεν θα έχει καμία τύχη. Οι Τούρκοι δεν θα τσιμπήσουν στα πενιχρά ανταλλάγματα που θα τους προσφερθούν, ενώ οι συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν στο νησί μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα φέρουν την Τουρκία και την Ελλάδα στα πρόθυρα του πολέμου, με την τελευταία να υποχωρεί ατάκτως μπροστά στην επιθετικότητα της γείτονος. Είναι πια Νοέμβριος αλλά λίγο αργότερα, μεσούντος του Δεκεμβρίου, η χούντα θα καταγάγει, ως αντιστάθμισμα της παταγώδους αποτυχίας της διπλωματίας της, μια περιφανή εσωτερική νίκη καταστέλλοντας το κίνημα των φιλοβασιλικών και αναγκάζοντας τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τη χώρα.

Το δραματικό αυτό πολιτικό τρίμηνο θα αποτελέσει το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα εκδιπλωθεί η αφήγηση του Διονύση Χαριτόπουλου στο καινούργιο του πεζογράφημα. Το βιβλίο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο συγγραφέας υπηρέτησε στις δυνάμεις του Πυροβολικού στον Εβρο ως δόκιμος ανθυπολοχαγός. Ο αφηγητής δεν είναι λοιπόν ένας φαντάρος που θα εξιστορήσει την καθημερινότητά του σε μια χώρα στην οποία έχει επιβληθεί στρατιωτική δικτατορία, αλλά ένας βαθμοφόρος που από τη μια πλευρά δεν θα ταυτιστεί, δεδομένων των διακριτικών του, με τους οπλίτες, ενώ από την άλλη δεν θα καταφέρει να συμπλεύσει και με την τάξη του: τους μόνιμους και τους έφεδρους αξιωματικούς.
Η ψυχολογία του ήρωα είναι διχασμένη: αξιωματικός και μαζί φαντάρος. Ως αξιωματικός θα νιώσει συχνά όπως οι φαντάροι: θα σπάσει ξανά και ξανά τα μούτρα του στην εκπαίδευση των δοκίμων και θα μαζέψει μπόλικη παραπανίσια θητεία εξαιτίας της συχνά απείθαρχης συμπεριφοράς του μετά την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού του κύκλου. Την ίδια όμως ώρα δεν θα δυσκολευτεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ως αξιωματικού, συντονίζοντας και φρονηματίζοντας με πάσα επιμέλεια τους φαντάρους για τους οποίους είναι υπόλογος. Η διπλή αυτή ταυτότητα θα προσδώσει στον ήρωα του Χαριτόπουλου ζωντάνια και περιπλοκότητα: ένα πρόσωπο που θα κατορθώσει να γίνει άκρως χειροπιαστό χάρη στην ενδιάμεση θέση την οποία θα καταλάβει στο κατά κανόνα διχοτομημένο ιεραρχικό σύστημα του στρατού.
Με ανάλογο τρόπο θα χτίσει ο ήρωας-αφηγητής και το ιδεολογικοπολιτικό προφίλ του. Εκ πεποιθήσεως αντιχουντικός αλλά όχι ενταγμένος αριστερός, σαρκαστής κάθε εθνικής περικοκλάδας αλλά όχι πασιφιστής: αν χρειαστεί να γίνει πόλεμος, θα αγωνιστεί μέχρις εσχάτων για τη συλλογική επιβίωση, ακόμη κι αν ο πόλεμος θα είναι ένας πόλεμος τραβηγμένος από τα μαλλιά. Μια τέτοια εικασία πολέμου ήταν άλλωστε κι εκείνη που κόντεψε να ρίξει στη φωτιά την Ελλάδα και την Τουρκία το φθινόπωρο του 1967. Ο Χαριτόπουλος φιλοτεχνεί προσεκτικά την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικράτησε τότε στις μονάδες του Εβρου, σπεύδοντας να την ενισχύσει με ένα στοιχείο παράνοιας και θεάτρου του παραλόγου. Οπως το έκανε και παλαιότερα με το μυθιστόρημά του 525 Τάγμα Πεζικού (1981), όπου αποτύπωσε έναν άλλον (τον κορυφαίο) παραλογισμό της χούντας: την επιστράτευση του καλοκαιριού του 1974.
Οι Πρόβες πολέμου δεν κρύβουν τις αρετές τους: χειρουργικής ακρίβειας αφήγηση, ημερολογιακό γράψιμο με κοφτές φράσεις και ασθματικό ρυθμό (ο υπότιτλος του βιβλίου είναι Σημειώσεις ενός Δόκιμου: Εβρος 1967), σποραδικές παλινδρομήσεις της μνήμης στα παιδικά χρόνια και στον γενέθλιο τόπο του ήρωα, συγκρατημένα ευτράπελη διάθεση απέναντι σε καθημερινά επεισόδια της στρατιωτικής ζωής. Να σημειώσω επίσης τα μακρόσυρτα, υποβλητικά πλάνα του Εβρου, τα γρήγορα αλλά εξαιρετικά πυκνά σκίτσα φαντάρων και αξιωματικών και τους ακαριαίους, απολύτως δραστικούς διαλόγους. Δεν με πείθει, αντίθετα, ο ναρκισσισμός του αφηγητή όταν θέλει να τονίσει την αρσενική του περηφάνια, αναλαμβάνοντας τον ρόλο άλλοτε του ένστολου παλικαρά (μεταξύ ομοιοβάθμων και ανωτέρων) και άλλοτε του αγέρωχου ερωτικού κυνηγού που αναζητεί τη θήρα του ανάμεσα στις ορδές των ακριτικών κοριτσιών. Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, εδώ ένα σοβαρό αντίβαρο: τα σπαρακτικά στιγμιότυπα μέσω των οποίων θα αποδοθούν κάποτε οι συνευρέσεις με τα κορίτσια της επαρχίας και οι απεγνωσμένες προσπάθειες που θα καταβάλουν τα τελευταία προκειμένου να ξεφύγουν από τον ασφυκτικά κλειστό κόσμο τους. Ομόλογης βαρύτητας θα αποδειχθεί και ο έρωτας του ήρωα για μία από αυτές τις ξεκρέμαστες υπάρξεις: ένας έρωτας που θα τροφοδοτήσει τις καλύτερες (ίσως και τις πιο δυνατές) σελίδες του βιβλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ