Τον Αύγουστο του 1941 ο μακροχρονίως αυτοεξόριστος –λόγω της
φονικής επέλασης του ναζισμού –Στέφαν Τσβάιχ εγκαταλείπει το
ενοικιασμένο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, όπου ολοκλήρωσε τη διάσημη πλέον
αυτοβιογραφία του «Ο κόσμος του χθες», και ταξιδεύει για τελευταία φορά
στη Βραζιλία.
Υστερα από λίγες εβδομάδες στο Ρίο ντε Τζανέιρο εγκαθίσταται «σε
ένα μικρό σπιτάκι με τρία κουκλίστικα δωμάτια», σε έναν τόπο όπου «το
τοπίο είναι αυστριακό, μεταφρασμένο στη γλώσσα των Τροπικών», σε ένα
μικρό χωριουδάκι ονόματι Πετρόπολις. «Δεν είμαι καλά. Στην Αμερική,
ουσιαστικά χωρίς συγκεκριμένο λόγο, μάλλον εξαιτίας μιας πληθώρας λόγων,
κατέρρευσα ψυχικά» έγραφε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς σε μια
εξομολογητική επιστολή του προς τον Φραντς και τη γυναίκα του Αλμα
Βέρφελ.
«Εγώ και ο εαυτός μου γίναμε δύο διαφορετικά πράγματα μέσα σε
όλους τους παραλογισμούς που μας φορτώνει η εποχή μας» και, όπως
αποκαλυπτικά σημειώνει ο ίδιος λίγο πιο κάτω, ένιωθε «αποκομμένος από
όλα όσα ήταν για μένα πατρίδα (από την Ευρώπη και ιδιαίτερα τη Γαλλία,
την Ιταλία, τον λατινικό κόσμο), ταξιδιώτης κατ’ ανάγκην, με τις
βαλίτσες του, χωρίς τα βιβλία του, με τα χαρτιά του σκόρπια να
κουβαλιούνται πότε εδώ και πότε εκεί. Και με ένα μίσος απερίγραπτο, όχι
μόνο για τον ίδιο τον πόλεμο αυτόν καθεαυτόν, αλλά και για την τρέλα
τόσων χρόνων που οδήγησε στον πόλεμο. Ολα αυτά με πίεσαν, με
συνέθλιψαν».
Ο ξένος, έκλεινε εκείνο το συγκλονιστικό του γράμμα ο Στέφαν
Τσβάιχ, νιώθει ακόμα πιο ξένος στην ξένη χώρα «σ’ αυτούς του καιρούς που
ζούμε». Στις 22 Φεβρουαρίου του 1942, έχοντας παραδώσει στον εκδότη του
το ύστατο έργο του, τη «Σκακιστική νουβέλα» όπου αποτυπώνονται η
βαρβαρότητα και το έρεβος του ολοκληρωτισμού, αυτοκτονεί μαζί με τη
δεύτερη σύζυγό του Λότε Αλτμαν.
Ο εκούσιος θάνατός του προκάλεσε αίσθηση στις εφημερίδες της εποχής
–μην ξεχνάμε ότι ο Τσβάιχ ήταν ο πλέον πολυμεταφρασμένος και
πολυδιαβασμένος συγγραφέας του Μεσοπολέμου, μια παγκόσμια λογοτεχνική
διασημότητα ιδιαιτέρως παραγωγική -, πράξη που συγκλόνισε καλλιτεχνικούς
και πνευματικούς κύκλους, που θεωρήθηκε από πολλούς ακατανόητη. Ο Τόμας
Μαν μάλιστα εκφράστηκε αποδοκιμαστικά για την αυτοχειρία του, την οποία
θεώρησε έναν ιδιάζοντα εγωισμό μάλλον, μια εύκολη φυγομαχία. «Χαιρετώ
όλους μου τους φίλους. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα
ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος,
προπορεύομαι» έγραφε το σημείωμα που άφησε πίσω του ο συγγραφέας και
εντόπισαν ύστερα οι βραζιλιανικές Αρχές στο ταπεινό του μπανγκαλόου.
George Prochnik
The Impossible Exile –
Stefan Sweig at the end of the world
Other Press, 2014,
σελ. 408, τιμή 25 ευρώ

«Η συνθήκη της εξορίας έκανε τον Τσβάιχ να νιώθει παγιδευμένος στην
αφήγηση κάποιου άλλου» γράφει, επιχειρώντας να εξηγήσει την κατάληξή
του ο Τζορτζ Πρόχνικ στη προσφάτως εκδοθείσα βιογραφία του αυστροεβραίου
συγγραφέα –που επικεντρώνεται ακριβώς στα τελευταία χρόνια της ζωής
του Στέφαν Τσβάιχ –γεγονός που μπορεί να είναι ακόμη «χειρότερο από την
προοπτική ενός ολοκληρωτικού αφανισμού από τον κόσμο». Ο εκτοπισμός του
συγγραφέα, με άλλα λόγια, δεν ήταν μονάχα γεωγραφικός, ήταν ένας
εκτοπισμός χρονικός –από την ίδια την εποχή -, ένας εκτοπισμός
πνευματικός και συναισθηματικός. Κάτι που βύθισε τον αυτόχειρα σε μια
παράξενη σιωπή –ο Τσβάιχ, βέβαια, δεν πολυσυμπαθούσε την πολιτική
–προτού τον καταβυθίσει στην ανυπαρξία.

«Ο Στέφαν Τσβάιχ» πάντως, όπως είπε πρόσφατα ο Τζορτζ Πρόχνικ στους
«New York Times», «έχει γίνει και πάλι αντικείμενο θαυμασμού» και,
πράγματι, παρατηρείται μια αναβίωση του έργου του κατά την τελευταία
δεκαπενταετία, ένα αυξανόμενο ολοένα ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον
λογοτεχνικό κοσμοπολίτη της Mitteleuropa (Κεντρική Ευρώπη) κυρίως στον
αγγλοσαξονικό κόσμο. Είναι, στην πραγματικότητα, σαν να τον ανακαλύπτουν
έκπληκτοι για πρώτη φορά οι αγγλόφωνοι αναγνώστες ως «κλασικό
συγγραφέα», μέσα από τις νέες, προσεγμένες εκδόσεις των βιβλίων του από
τον εκδοτικό οίκο «Pushkin Press» στη Μεγάλη Βρετανία ή το εκδοτικό
παράρτημα του λογοτεχνικού περιοδικού «New York Review of Books» στις
ΗΠΑ.
Αυτό το νέο ενδιαφέρον των αγγλόφωνων χωρών για τον Στέφαν Τσβάιχ
φαίνεται ότι παρακολουθεί την τελευταία δεκαετία και η ελληνική εκδοτική
αγορά –στην οποία, για να είμαστε δίκαιοι, ο συγγραφέας συστήθηκε
μεταφρασμένος αρκετά νωρίς, κυρίως για τις βιογραφίες που συνέγραψε
–καθώς δεν σταματούν οι ανατυπώσεις, οι επανεκδόσεις, οι νέες
μεταφράσεις αλλά και οι παρθενικές εκδόσεις έργων του που δεν είχαν ως
σήμερα συναντηθεί με την ελληνική γλώσσα.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη ουδέποτε ο
Τσβάιχ περιέπεσε στη λήθη καταπώς λέμε, αντιθέτως η δημοφιλία και η
εμπορικότητα που επέτυχε εν ζωή αυτός ο μεγάλος ψυχογράφος συνεχίστηκε,
τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, και μετά τον θάνατό του –ανακινήθηκε
δε «το φαινόμενο Τσβάιχ» την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εξαιτίας
της μεταθανάτιας κυκλοφορίας ορισμένων έργων του αλλά και το 1981 με
αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννησή του. Σήμερα, όμως,
γιατί; Μια απάντηση επιχείρησε να δώσει ο Εντουιν Φρανκ που διευθύνει το
εκδοτικό τμήμα και τη σειρά των «κλασικών» συγγραφέων του «New York
Review of Books», λέγοντας ότι «αυτό μπορεί να αποδοθεί στην αυξανόμενη
περιέργεια να σφυγμομετρηθεί ο όλεθρος του 20ού αιώνα» μέσα από τα μάτια
ενός «χρονικογράφου εκείνης της καταστροφικής εποχής που ταυτοχρόνως
υπήρξε και θύμα της, γεγονός που τον καθιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα
προσωπικότητα».
Stefan Zweig
Αμόκ και άλλες νουβέλες
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 232, τιμή 12 ευρώ

Στο βιβλίο «Αμόκ και άλλες νουβέλες» συσσωματώνονται πέντε από τις
πλέον γνωστές (ορισμένες εξ αυτών και στον έλληνα αναγνώστη από
παλαιότερες μεταφράσεις) ιστορίες του Στέφαν Τσβάιχ (εκτός αυτής του
τίτλου: «Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης», «Λεπορέλλα», «Στο φως του
φεγγαριού», «Βεατρίκη Τσέντσι») τις οποίες στοιχειώνουν οι αυτοκτονίες
και οι βίαιοι θάνατοι, αυτό είναι το ανατριχιαστικό και άφατο νήμα που
τις συνδέει, ένα μαύρο μοτίβο που αναλύει ο Παναγιώτης Κ. Τσούκας στο
επίμετρο που έγραψε για την πρόσφατη έκδοση της Αγρας υπό τον τίτλο
«Εκούσιος θάνατος κατ’ ανάγκη». Εκεί διαβάζουμε ότι αυτή την πεισιθάνατη
διάθεση του Στέφαν Τσβάιχ –που πιθανότατα έπασχε από «κατάθλιψη»
προτού αυτοχειριασθεί, αν είναι να καταφύγουμε στον τεχνικά σκληρό όρο
της ψυχιατρικής –την επεσήμανε πρώτος ο Λεοπόλδος Στερν που εντόπισε
την «πνοή του θανάτου» στα κείμενά του.

Στέφαν Τσβάϊχ
Ταξίδι στο παρελθόν
Μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου.
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014,
σελ. 104, τιμή 6,60 ευρώ

Το «Ταξίδι στο παρελθόν», που κυκλοφόρησε επίσης εφέτος από τις
εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι μια λεπτοδουλεμένη ερωτική ιστορία, ενδεικτική
του τρόπου με τον οποίο ο Στέφαν Τσβάιχ έκανε τέχνη το μεγαλείο μα και
την άβυσσο του ανθρώπινου αισθήματος, την ανάταση της ανθρώπινης καρδιάς
και τον καταποντισμό της. Οι μεταφράσεις τόσο της Μαρίας Αγγελίδου όσο
και της Γιώτας Λαγουδάκου, δυο δόκιμων μεταφραστριών, αναδεικνύουν την
ένταση και τον παλμό των κειμένων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ