Τασία Βενέτη
Tου χιονιού
Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2013,
σελ. 122, τιμή 12,78 ευρώ

«Ερχονταν τον ανήφορο μονοψυχής. Εμπαινε στην αυλή κι ακούμπαγε με το ζάλωμα στο πεζούλι. Εβγαζαν το παιδί απ’ τη σαρμανίτσα και της το ‘διναν και ζαλωμένη όπως ήταν με τα ξύλα το ‘βανε για θήλασμα. Με το ένα χέρι το βάσταγε και με το άλλο άρπαζε το μαστραπά να πιει νερό. Γκλακ-γκλακ-γκλακ. Δεν ξεχώριζες ποιανού λαιμός λαιμάργαγε έτσι, του παιδιού ή της μάνας…».

Είκοσι οκτώ αφηγήσεις απαρτίζουν την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ηπειρώτισσας Τασίας Βενέτη, διηγήματα που συντηρούν στη μνήμη έναν κόσμο χαμένο, μια κοινωνία αγροτική απομονωμένη στα ακριτικά βουνά της Θεσπρωτίας στα χρόνια του πολέμου, του Εμφυλίου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Εναν κόσμο στερημένο και σκληρό αλλά αθώο, στον οποίο κατοικούν η φυματίωση και ο πόλεμος, ο θάνατος, η ορφάνια, φτώχεια ανείπωτη και πείνα αδυσώπητη, ακούσια παντρολογήματα, η μετανάστευση, η απώλεια, η μοναξιά. Ιστορίες κυρίως γυναικών, για μάνες που ξεπαίδεψαν πριν την ώρα τους, νύφες ξεχασμένες, γριές που άδικα περίμεναν παιδιά ξενιτεμένα στην Αμερική για το μεροκάματο και κόρες προσφυγοπούλες στην Τασκένδη.
Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση τον λόγο παίρνει μια φωνή θηλυκή, που θυμάται, από τη χρονική απόσταση μερικών δεκαετιών, γεγονότα από την καθημερινότητα αυτής της ζωής στο χωριό. Δεν πρόκειται για αφηγήσεις προσωπικές όπου κυριαρχεί το βιωματικό στοιχείο αλλά για αφηγήσεις που εστιάζουν σε τρίτα πρόσωπα με ειλικρίνεια αλλά και κατανόηση. Η ζωντάνια του προφορικού λόγου και η ρυθμικότητα του παραμυθιού χαρακτηρίζουν μια αφήγηση διάστικτη με λέξεις από τη χυμώδη, μεστή, εκφραστική ηπειρώτικη ντοπιολαλιά, που μας γνώρισε λογοτεχνικά ο Σωτήρης Δημητρίου, η οποία κάνει χειροπιαστές τις εικόνες που αναπαριστά η αφηγήτρια: φωτογραφίες απόντων φυλαγμένες σε μια χάρτινη σακούλα, πακέτα βοήθειας από την Ούνρα με φαΐ που δεν τρωγόταν και ρούχα που κολυμπούσαν στα λιπόσαρκα κορμιά, μια θηριώδης γριά πάνω στα βουνά που μιλάει στο μπαστούνι της.
Ηθογραφική εκ πρώτης όψεως, η ματιά της συγγραφέως στέκεται περισσότερο στα πρόσωπα και στις ιστορίες τους και λιγότερο στον περίγυρό τους, τον οποίο εικάζουμε από μικρές αναφορές και προηγούμενα αναγνώσματα. Οι ιστορίες της συγκροτούν ένα κεφάλαιο από την ιστορία της ελληνίδας γυναίκας, εν πολλοίς, ακατάγραφο, και διασώζουν εικόνες από την καθημερινότητα ενός κόσμου παραγνωρισμένου από την Ιστορία των ανδρών.
Πρωταγωνιστούν γυναίκες απλές, αγράμματες χωριατοπούλες που με τα χρόνια και τα βάσανα εξελίσσονται σε θυμόσοφες γριές. Μια μάνα που μεγάλωσε παιδιά άλλων, αλλά δεν χάρηκε το δικό της. Μια νιόπαντρη κοπέλα με άντρα στα ξένα που πέρασε τη ζωή της με τον καθυστερημένο κουνιάδο της, δυο παιδιά που γέρασαν αχάιδευτα. Η γυναίκα ενός σκαφτιά που δεν έχει το κουράγιο να φύγει για την Αυστραλία και μια άλλη που μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της στη Νυρεμβέργη.
Δωρική σαν τις γυναίκες που πρωταγωνιστούν, η αφήγηση δίνει τον λόγο στα γεγονότα, η αναπαράσταση κυριαρχεί, ο σχολιασμός περιορίζεται, η συγκίνηση υποβάλλεται κρατώντας γερές αποστάσεις από τον μελοδραματισμό. Αθροιστικά οι ιστορίες-ψηφίδες υμνούν τη γυναικεία δύναμη, μια δύναμη αρχέγονη που κοιτάζει τη ζωή κατάματα και προχωρεί στωικά μπροστά με παράπονο βουβό, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς εξηγήσεις.
Γεννημένη στη Θεσπρωτία, μετανάστρια κατά διαστήματα στην Αμερική και πλέον κάτοικος Ιωαννίνων, η 54χρονη Τασία Βενέτη, που εμφανίζεται όψιμα στα γράμματα, δείχνει ότι έχει ιστορίες να πει και γλώσσα για να τις αφηγηθεί, με μέσα παραδοσιακά μεν διαχρονικώς σαγηνευτικά. Με τρόπο λιγότερο διαμεσολαβημένο από ό,τι η αξέχαστη Νίκη Μαραγκού στις Δεκαοχτώ αφηγήσεις (Το Ροδακιό, 2012) κυπρίων γυναικών, μεταπλάθει ένα αφηγηματικό υλικό λαϊκής προέλευσης σε έντεχνη αφήγηση που καταλήγει αναγνωστική απόλαυση –με γλωσσάρι για την κατανόηση των ανοίκειων λέξεων, στην άψογη τυπογραφικά έκδοση του Ροδακιού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ