Xenophon Contiades (ed.)
Constitutions in the Global Financial Crisis
– A Comparative Analysis
Εκδόσεις Ashgate, 2013, σ. 307

Το βιβλίο Τα Συντάγματα σε/στην κρίση είναι το πρώτο πόνημα συνταγματικής θεωρίας διεθνώς που καταπιάνεται με την επίπτωση της οικονομικής κρίσης στα Συντάγματα. Δείχνει πώς η αφήγηση της οικονομικής κρίσης αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας αυτοτελούς συνταγματικής αφήγησης. Αποτελείται από πέντε μέρη. Το πρώτο αφορά συνολικά το πώς τα Συντάγματα αντέδρασαν στην οικονομική κρίση σε μια συγκριτική προοπτική. Το οικείο κεφάλαιο υπογράφεται τον Ξενοφώντα Κοντιάδη (X. Contiades) και την Αλκμήνη Φωτιάδου (A. Fotiadou), και ουσιαστικά χαρτογραφεί το σχέδιο αυτού του συλλογικού τόμου.

Οι συγγραφείς αναδεικνύουν τέσσερις τύπους αντίδρασης των Συνταγμάτων στην κρίση: προσαρμογή, υποταγή, κατάρρευση και αντοχή. Καθείς από αυτούς τους τύπους αποτελεί την ύλη των υπολοίπων κεφαλαίων. Η υπεραξία του βιβλίου βρίσκεται σε αυτή τη σύλληψη, η οποία αναδεικνύει με ρεαλισμό και σαφήνεια τις δύσκολες συγκρουσιακές αποχρώσεις των σχέσεων της πραγματικότητας με τους συνταγματικούς κανόνες που επιχειρούν να τη ρυθμίσουν.
Η προσαρμογή του Συντάγματος στην κρίση (το δεύτερο μέρος του βιβλίου) σημαίνει ότι το Σύνταγμα μέσω τυπικών ή άτυπων διαδικασιών τροποποίησης και αναθεώρησης καταφέρνει και κρατά επαφή με την πραγματικότητα. Εξ αντικειμένου, τρέχει πίσω από την κρίση. Προσπαθεί να την προλάβει, να την ενσωματώσει, προκειμένου να μην καταλήξει μια απλή καρικατούρα που προσποιείται ότι ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις των κοινωνών ενώ δεν κάνει τίποτε. Ετσι προσπαθεί να σώσει την τιμή του, ως θεμελιώδης κανόνας. Περιπτώσεις όπου τα Συντάγματα –άλλοτε πανηγυρικά, άλλοτε ταπεινά –ευθυγραμμίστηκαν με τις επιταγές της διαχείρισης της κρίσης που είναι πολιτικά κυρίαρχες είναι κατ’ εξοχήν η Ιρλανδία (D. Morgan), η Ιταλία (Τ. Groppi, I. Spigno, N. Vizioli), η Λετονία (R. Balodis, J. Pleps), η Ισπανία (Α.R. Robledo) και η ειδική λόγω της μη γραπτής φύσης του Συντάγματος περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου (J.F. McEldowey).
Η υποταγή


Η υποταγή του Συντάγματος στην κρίση (το τρίτο μέρος του βιβλίου) ουσιαστικά οριοθετεί μια κατάσταση όπου το Σύνταγμα, όπως εύγλωττα αναφέρεται στο πρώτο μέρος, μπαίνει σε κατάσταση ύπνου («sleeping mode»). Αποδέχεται παθητικά ότι οι εξελίξεις το ξεπερνάνε και απλώς παρακολουθεί ανήμπορο τον εκφυλισμό του. Η κανονιστικότητά του εξουθενώνεται, καθώς αυτό που πλέον πραγματικά συμβαίνει στις εν λόγω χώρες είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που το Σύνταγμά τους προσπαθεί να απεικονίσει ως κανόνα. Ο μαρασμός του Συντάγματος είναι το τίμημα της ακινησίας του. Για διάφορους λόγους, δεν ενσωματώνει τις αλλαγές που εκφράζουν τη νέα κατάσταση πραγμάτων με αποτέλεσμα την παρακμή των βασικών του λειτουργιών. Η εγγυητική του λειτουργία de facto συρρικνώνεται από τους νόμους, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, υπουργικές αποφάσεις κτλ. που το «αδειάζουν» καθημερινά. Το Σύνταγμα όμως επιμένει, με αποτέλεσμα ο κόσμος πλέον να αρχίσει να χάνει την πίστη στην ιδέα ότι το Σύνταγμα ρυθμίζει τις ζωές του, διότι απλά βλέπει ότι τις ρυθμίζουν άλλοι. Δεν είναι διόλου τυχαίο νομίζω ότι εδώ συμπεριλαμβάνονται οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας (J.E.M. Machado) και της Ελλάδας (X. Contiades, I. Τassopoulos): των δύο νοτιοευρωπαϊκών κρατών που εκτέθηκαν αναλογικά περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα στις επιπτώσεις της κρίσης.
Νέα τάξη


H κατάρρευση των Συνταγμάτων στην κρίση (το τέταρτο μέρος) ουσιαστικά υποδηλώνει το τέλος ενός συνταγματικού καθεστώτος και τη μετάβαση προς μια νέα τάξη. Η μετάβαση αυτή μπορεί να είναι ο δρόμος για ένα καλύτερο αύριο των κοινωνών του Συντάγματος, όπως η Ισλανδία (B. Thorarensens). Μπορεί όμως να είναι οιωνός μαύρων καιρών για το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία στην Ευρώπη, όπως κατ’ εξοχήν η περίπτωση της Ουγγαρίας μαρτυρεί απροκάλυπτα (Ζ. Szente). Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει ύψιστη σημασία για το ελληνικό ακροατήριο σε μια συγκυρία όπου εύλογα οι αναζητήσεις σχετικά με το μέλλον του ελληνικού Συντάγματος διεξάγονται αγωνιωδώς ενώπιον της επερχόμενης αναθεώρησης.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται Αντοχή και πραγματεύεται το σθένος του αμερικανικού Συντάγματος ενώπιον της πρόσφατης κρίσης (M. Tushnet). Η συνταγματική αντοχή σημαίνει ότι το Σύνταγμα στην κρίση συνεχίζει να διάγει ανέπαφο τον βίο του. Η αδυναμία αναθεώρησης ουσιαστικά αφήνει τον δρόμο ανοιχτό για άτυπες αλλαγές στη συνταγματική ύλη μέσω της δικαστικής ερμηνείας. Στην Αμερική φυσικά τα κοινωνικά δικαιώματα δεν απολαμβάνουν συνταγματική περιωπή, οπότε το έργο ήταν ευκολότερο: ο αυτοπεριορισμός της συνταγματικής ύλης λειτούργησε υπέρ της αντοχής του.
Το Σύνταγμα είναι κάτι


Το βιβλίο δείχνει με βατό τρόπο και σε μη νομικούς αναγνώστες την πολλαπλότητα των τάσεων, την αβεβαιότητα των εκβάσεων, το βάρος της ιδιαίτερης εθνικής κληρονομιάς, την επίδραση της παγκοσμιοποιημένης εξουσίας, την κοινότητα των προβλημάτων που θέτουν η κρίση και η αναδιάρθρωση, και τις αποχρώσεις που η κάθε εθνική παράδοση θέτει στις προσδοκίες που εναποθέτει στο Σύνταγμα η εκάστοτε πολιτική κοινότητα.
Μεταξύ της τάσης που φαίνεται να βολεύει τους ταγούς της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης, η οποία, κατά την άποψή μου, συμπυκνώνεται στο ότι «το Σύνταγμα δεν είναι τίποτε», και τους νοσταλγούς μιας εθνοκεντρικής προσέγγισης κατά την οποία –σχηματικά πάντα –«το Σύνταγμα είναι τα πάντα», υπάρχει χώρος. Και ο χώρος αυτός δεν εκφράζεται απλώς μέσα από μια λογική «ίσων αποστάσεων» ανάμεσα στον ασφυκτικό συνταγματικό μινιμαλισμό των μνημονίων και τον ανοικονόμητο συνταγματικό βερμπαλισμό των αντιμνημονίων.
Παλεύει να εκφραστεί μέσα από μια ρεαλιστική, συνθετική και –σε τελευταία ανάλυση πολιτειακά –έντιμη αντίληψη που υπαγορεύει ότι «το Σύνταγμα είναι κάτι». Δεν είναι τα πάντα, όπως κάποιοι φωνάζουν. Ποτέ δεν ήταν εξάλλου… Δεν είναι όμως και ξεσκονόπανο, όπως αυτοί που κυβερνούν σιωπηρά το έχουν μετατρέψει. Αυτό το «κάτι» όμως που είναι το Σύνταγμα δεν είναι ό,τι κι ό,τι. Είναι η προστασία της σταθερότητας των προσδοκιών των κοινωνών του από την αυθαιρεσία και την ανασφάλεια. Χωρίς την εξασφάλιση αυτών των εκφρασμένων προσδοκιών δεν μπορεί να εδραιωθεί κοινωνική συνύπαρξη, ούτε συνεργασία των ανθρώπων.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ