Μαριλένα Παπαϊωάννου
Νικήτας Δέλτα

Μυθιστόρημα,
Εκδόσεις Εστία,
σελ. 157, τιμή 10 ευρώ

Ο Εμφύλιος, το έχω γράψει πολλές φορές κι έχει συζητηθεί δημοσίως κατ’ επανάληψη, τείνει να αποτελέσει τα τελευταία χρόνια μια σταθερή πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς της Μεταπολίτευσης, που γεννημένοι αρκετά χρόνια μετά τον τερματισμό του δεν διατηρούν την παραμικρή βιωματική σχέση μαζί του, χρησιμοποιώντας το ιστορικό του πλαίσιο ως σκηνικό για την ανάπτυξη μυθοπλασιών οι οποίες παραπέμπουν εμμέσως πλην σαφώς στις αναρωτήσεις και τα άγχη της εποχής μας. Το πρώτο μυθιστόρημα και πρώτο πεζογραφικό βιβλίο της Μαριλένας Παπαϊωάννου (γεν. 1982) έχει τίτλο Νικήτας Δέλτα, είναι ένα πυκνό κείμενο με πολλαπλές απολήξεις και δείχνει πως το θέμα του Εμφυλίου περνά τώρα και σε μια πολύ νέα γενιά: μια γενιά η οποία συνεχίζοντας στη γραμμή των μεταπολιτευτικών προκατόχων της αντιμετωπίζει την εμφύλια σύγκρουση ως ένα δράμα που μπορεί να κλείσει μόνο με την αποδοχή της πολιτικής συνευθύνης για το σμπαράλιασμα της καθημερινής ζωής όλων των ανώνυμων πρωταγωνιστών του.

Προκειμένου να φτάσει στα εμφυλιακά χρόνια, η Παπαϊωάννου θα πιάσει το νήμα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σώζοντας ένα αγόρι, τον Νικήτα, από ένα ορφανοτροφείο της Σμύρνης στο οποίο εργάζεται, η Λιλή θα αναζητήσει με την κόρη της Διδώ καταφύγιο στη Μυτιλήνη. Η επιβίωση στον καινούργιο τόπο δεν θα είναι εύκολη και οι καιροί θα δυσκολέψουν κι άλλο κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Τότε όμως ο Νικήτας θα γνωριστεί με την Καίτη, που θα καταφτάσει στα μέρη του με τον μικρότερο αδελφό της Αργύρη από την Ηπειρο ως μέλος μιας αποστολής για την οργάνωση της αντίστασης στο νησί. Ο υποτονικός, ράθυμος και μονίμως άβουλος Νικήτας θα ερωτευτεί το αγρίμι που είναι η Καίτη ενώ και η Καίτη θα βάλει από την πρώτη στιγμή στην καρδιά της τον εσωστρεφή και άπραγο χαρακτήρα του, έναν χαρακτήρα ο οποίος δεν είναι πολύ διαφορετικός από τον χαρακτήρα του αδελφού της. Στο μεταξύ θα σκοτωθεί η Διδώ, η οποία μοιάζοντας στην Καίτη θα πάρει από νωρίς τον δρόμο για τον αγώνα στο βουνό, ενώ τα τρία παιδιά που θα απομείνουν ζωντανά θα ακολουθήσουν τις τύχες τις οποίες θα υπαγορεύσει ο Εμφύλιος: ο Αργύρης θα ενταχθεί στον Εθνικό Στρατό και η Καίτη με τον Νικήτα θα πολεμήσουν με τους αντάρτες. Σύντομα παρ’ όλα αυτά θα έρθει το τέλος και για την Καίτη που θα πέσει νεκρή από σφαίρα των αντιπάλων, οδηγώντας τον Αργύρη (ο οποίος στην πραγματικότητα δεν κατάφερε ποτέ να βολέψει τον εαυτό του οπουδήποτε) στην απόγνωση και την αυτοκτονία.
Το γεγονός που θα καθορίσει τον πυρήνα της μυθιστορηματικής δραματουργίας στο βιβλίο της Παπαϊωάννου δεν είναι η αυτοκτονία του Νικήτα αλλά ο θάνατος της Καίτης. Ο Εμφύλιος (αμφότερες οι πλευρές φταίνε γι’ αυτό) έβαλε τέρμα στην αντιθετική συμμετρία των τεσσάρων παιδιών (οι δυο φοβικοί άνδρες και τα δυο επαναστατημένα κορίτσια) και η Διδώ έπεσε γενναία στη μάχη, αλλά ποιος σκότωσε σε σκοτεινή και ύπουλη ώρα την Καίτη; Οργανωμένη γύρω από αυτό το κέντρο, η πλοκή θα επιμεριστεί σε μια μακρά σειρά αφηγήσεων-μαρτυριών για τον πιθανό φονιά της Καίτης. Οι μαρτυρίες θα έρθουν ως αποτέλεσμα της έρευνας την οποία θα αναλάβει η μάνα της σε μια προσπάθεια να καταλάβει το γιατί και το πώς ενός παντελώς άδικου θανάτου. Η Παπαϊωάννου θα εξασφαλίσει εδώ ένα αδιάπτωτο σασπένς, που θα μας πάει ως τις ακροτελεύτιες σελίδες δίχως να δώσει οριστική απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα της μάνας. Σε τι οφείλεται, εν τούτοις, η αδυναμία για μια τέτοια απάντηση; Μα, στο ότι ο κάθε αφηγητής-μάρτυρας κατέχει κι ένα διαφορετικό κομμάτι της ιστορίας την οποία επιζητεί να ανασυνθέσει η μάνα. Ετσι, η αλήθεια της ζωής και η αλήθεια της λογοτεχνίας θα παραμείνουν μετέωρες και ο Εμφύλιος θα δοκιμάσει να επουλώσει το τραύμα του μέσα από ένα σχεδόν ουτοπικό μήνυμα, που εκφράζει κι έναν βαθύτερο πόθο του καιρού μας. Είναι το μήνυμα ενός ακάματου έρωτα, που θα επιζήσει ακόμη και μεταθανατίως: είτε με τη δύναμη της αφοσίωσης (αν σκεφτούμε το ζευγάρι της Καίτης και του Νικήτα) είτε με το πάθος του τραγικού παραδαρμού του (αν υπολογίσουμε τον σαφή υπαινιγμό που θα αφήσει μια από τις αφηγήσεις για το πρόσωπο του φονιά της Καίτης).
Παρά την ιδιοφυή τεχνική της, η Παπαϊωάννου δεν αποφεύγει κάποια προβλήματα. Ο τρόπος, για παράδειγμα, με τον οποίο εικονογραφεί τον έρωτα της Καίτης και του Νικήτα έχει κάτι το εξωτερικό και το επιδερμικό: οι αφηγητές περισσότερο τον περιγράφουν και τον δηλώνουν και λιγότερο του επιτρέπουν να προκύψει μέσα από τη δράση και την τριβή των πραγμάτων. Και αυτό, όπως και αν το δούμε, είναι ένας περιορισμός για ένα μυθιστόρημα που έχει ως κεντρικό του θέμα το ανεύρετο ταξίδι με τον έρωτα. Προς την ίδια κατεύθυνση, βρίσκω τελείως περιττούς τους δύο μονολόγους της Καίτης και του Νικήτα με τους οποίους ολοκληρώνεται το βιβλίο. Είναι σαν να συνοψίζουν με έναν αφανώς διδακτικό τρόπο τα όσα έχουν προηγηθεί, σαν η συγγραφέας να μην εμπιστεύεται την κρίση του αναγνώστη για όσα του έχει διηγηθεί και σπεύδει να τον εφοδιάσει με κάποιες τελικές οδηγίες για τα διατρέξαντα. Πρόκειται και πάλι για έναν ατυχή περιορισμό σε μια σύνθεση που θέτει αριστοτεχνικά με το ζήτημα της λογοτεχνικής αλήθειας. Δεν θέλω, ωστόσο, να γκρινιάξω άλλο. Η Παπαϊωάννου έχει επιτύχει κατά τα άλλα ένα ιδιαιτέρως αξιόπιστο αποτέλεσμα, κάνοντας μια σοβαρή επένδυση για το πεζογραφικό της μέλλον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ