Αλεξάντρ Γκριν
Τα πορφυρά πανιά
Μετάφραση Ιοκάστη Καμμένου.
Επίμετρο Αλεξάνδρα Ιωαννίδου.
Εκδόσεις Κίχλη, 2013,
σελ. 205, τιμή 14,50 ευρώ

Με μεγάλη καθυστέρηση το ελληνικό αναγνωστικό κοινό γνωρίζει πεζογράφους και ποιητές πρώτης γραμμής της σοβιετικής εποχής που έμειναν για χρόνια στην αφάνεια. Ο Πλατόνοφ, η Ναντιέζντα Μαντελστάμ, η Μαρίνα Τσβετάγεβα –για να αναφέρω μόνο τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Μένουν κι άλλοι, φυσικά, όπως ο Αντρέι Πιλνιάκ λ.χ., που κανένα έργο του δεν κυκλοφορεί στη γλώσσα μας. Δεν είναι όμως απορίας άξιον, αφού μόλις πριν από μερικά χρόνια μάθαμε πως ο Πιλνιάκ, που «εξαφανίστηκε» το 1938, δικάστηκε και εκτελέστηκε στη φυλακή της Λουμπιάνκα.

Στους «καταραμένους» της σταλινικής εποχής ανήκει και ο Αλεξάντρ Γκριν, ο οποίος πέθανε το 1932 έχοντας έλθει σε σύγκρουση με την επίσημη κομματική γραμμή προτού ακόμη λάβει χώρα (λίγους μήνες μετά τον θάνατό του) το πρώτο συνέδριο της Ενωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, στο οποίο επιβλήθηκε ο όρος «σοσιαλιστικός ρεαλισμός».
Το ενδιαφέρον για το έργο του Γκριν στη χώρα του αναζωπυρώθηκε μετά το 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης (1956) και το «λιώσιμο των πάγων». Η Δύση ανακάλυψε τον συγγραφέα μετά την περεστρόικα και εμείς, ως συνήθως, αρκετά χρόνια αργότερα.
Η ελληνική έκδοση ενός από τα δημοφιλέστερα βιβλία του, του μικρού μυθιστορήματος Τα πορφυρά πανιά, συνοδεύεται από χρονολόγιο και ένα εξαίρετο επίμετρο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Εκτενές, αλλά χωρίς να είναι σχολαστικό, προσφέρει στον αναγνώστη πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για το έργο αλλά και για τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκε και κυρίως για το κλίμα της εποχής και το τι σήμαινε να είσαι συγγραφέας εκείνα τα χρόνια και να θέλεις να διατηρήσεις την ακεραιότητα του χαρακτήρα σου και τη συγγραφική ανεξαρτησία σου.
Ο έρωτας που εκπληρώνεται


Τα Πορφυρά πανιά εκδόθηκαν το 1923, όταν ήταν επίτροπος Παιδείας και Κουλτούρας ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι, η ρωσική πρωτοπορία βρισκόταν στο προσκήνιο και ελάχιστοι υποψιάζονταν ότι η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα στη χώρα των σοβιέτ θα υποτάσσονταν δέκα χρόνια αργότερα στον κομματικό ακαδημαϊσμό και στην αυτολογοκρισία.
Στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 ο Γκριν θα περνούσε στην «ανυπαρξία». Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 όμως οι συμπατριώτες του θα ανακάλυπταν ξανά το έργο του και τα Πορφυρά πανιά θα περνούσαν στην κατηγορία των δημοφιλέστερων ρωσικών πεζογραφημάτων του 20ού αιώνα.
Πρόκειται για ελάχιστα ή διόλου «πολιτικό» έργο –και επόμενο να μην ανταποκρίνεται στις κομματικές απαιτήσεις. Σε αντίθεση με τα κρατούντα, ο Γκιν αποφάσισε να αναπτύξει ένα αιώνιο θέμα της λογοτεχνίας: της αναζήτησης της ευτυχίας που την εκφράζει μόνο ο έρωτας ο οποίος εκπληρώνεται. Πρόκειται για τον έρωτα δύο νέων, της Ασόλ και του Γκρέι, και η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια μυθική, επινοημένη από τον ίδιο τον Γκριν, χώρα που την ονομάζει Γκρινλάντια.
Η ερωτική τους αφύπνιση και η πορεία για την εκπλήρωση του έρωτά τους παρουσιάζονται με έναν περίτεχνο τρόπο μέσα από εξαίρετες λυρικές περιγραφές του τοπίου, όπου «η θάλασσα κοιμάται ακόμη δεμένη με τον ορίζοντα μ’ ένα χρυσό νήμα», όπου στα πράγματα «υπάρχει η δύναμη μιας φωτεινής παρόρμησης», όπου ο ήρωας διαβαίνει «τις χρυσές πύλες της θάλασσας» και ο λόγος του πάνω στο καράβι, το οποίο πλέοντας διασχίζει την επικράτεια του αισθήματος, γίνεται σύντομος και ακριβής «σαν το χτύπημα του γλάρου πάνω στην αντανάκλαση ενός ψαριού».
Οπως στα παραμύθια
Ολα συμβαίνουν όπως στα παραμύθια: η Ασόλ είναι ένα κορίτσι το οποίο στο χωριό όπου ζει το θεωρούν ονειροπαρμένο. Κάποια μέρα ένας μυστηριώδης τύπος τής προφητεύει πως θα έλθει και θα την πάρει ένα μεγάλο καράβι με πορφυρά πανιά. Αυτό δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη σχέση της με τους συγχωριανούς της, που τώρα δεν τη θεωρούν μόνο ονειροπαρμένη αλλά και μικρονοϊκή. Η προφητεία όμως γίνεται πραγματικότητα. Το καράβι με τα πορφυρά πανιά θα έρθει. Θα επιβαίνει ο Γκρέι και θα την πάρει μακριά, στην ονειρική χώρα των ερωτευμένων.
Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα του μυθιστορήματος, αλλά θα είναι λάθος να συμπεράνει κανείς πως πρόκειται απλώς για ένα περίτεχνο παραμυθάκι όπου κυριαρχούν οι λυρικές εξάρσεις. Στο υπόστρωμα έχουμε τη σύγκρουση της πεζής πραγματικότητας, που θέλει να συντρίψει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, με το βασίλειο της επιθυμίας, του τοπίου του μέλλοντος που αντανακλάται επάνω στη μορφή του ερωτικού συντρόφου. Η απόδραση στο μέλλον, στην άλλη πραγματικότητα, δηλαδή στην αληθινή ζωή, είναι με δυο λόγια το θέμα του μυθιστορήματος. Και αφού τα αισθήματα μας μεταμορφώνουν, έχουν τη δύναμη να μεταμορφώσουν και τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο. Κάποιοι μάλιστα δεν δίστασαν να το χαρακτηρίσουν ακόμη και αλληγορία της Οκτωβριανής Επανάστασης (τα κόκκινα πανιά του καραβιού). Αγνοούν ωστόσο τον ίδιο τον Γκριν που είχε πει: «Οφείλω να διαβεβαιώσω πως, παρ’ όλο που αγαπώ το κόκκινο χρώμα, εξαιρώ από τις χρωματικές μου προτιμήσεις την πολιτική ή μάλλον την αποκλίνουσα σημασία του». Δεν είναι βέβαια κι ένα, ας πούμε, ρομάντσο στα χρόνια της επανάστασης. Σε μια ευρύτερη αναγωγή πρόκειται για λυρικό ύμνο στην επιθυμία και τη νοσταλγία, ύμνο που τον καθιστά γοητευτικότερο η τέχνη του Γκριν να εισάγει ρεαλιστικά στοιχεία, απαραίτητα για την ανάπτυξη της αφήγησης, τα οποία όμως δεν αλλοιώνουν το συμβολικό πεδίο και τη λυρική ποιότητα των περιγραφών. Και διαβάζεται από μικρούς και μεγάλους.
Η μεταφράστρια Ιοκάστη Καμμένου μετέφερε το βιβλίο με ευαισθησία και σε θαυμάσια ελληνικά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ