Αλέξανδρος Κυπριώτης
Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι.
Ιστορίες ανθρώπων
Εκδόσεις Ινδικτος,
σελ. 80, τιμή 8 ευρώ

Δεν θυμάμαι άλλη χρονιά να έχω γράψει με τόσο μεγάλη συχνότητα για πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους. Και δεν πρόκειται φυσικά μόνο για μένα. Οσοι παρακολουθούν συστηματικά την παραγωγή του λογοτεχνικού βιβλίου έχουν φέτος κατ’ επανάληψη σχολιάσει κείμενα πρωτοεμφανιζόμενων, διατυπώνοντας κάποτε ως και με ενθουσιαστικούς τόνους τον έπαινό τους. Εύλογο. Η κριτική έχει σπανίως την ευκαιρία να βρεθεί μπροστά σε μια τέτοια άνθηση και όταν τη συναντά, είναι λογικό να σπεύσει να την αγκαλιάσει και να τη χειροκροτήσει. Οι κίνδυνοι βεβαίως δεν λείπουν τόσο για την κριτική όσο και για τους συγγραφείς. Οι συγγραφείς μπορεί να βιαστούν να επαναπαυθούν στις δάφνες που θα τους επιδαψιλεύσει η κριτική, ενώ και η κριτική είναι πιθανόν μην επιδείξει την αυτοσυγκράτηση την οποία απαιτεί εκ μέρους της ένα νεοπαγές λογοτεχνικό δείγμα. Αλλά το καινούργιο στη λογοτεχνία δεν γεννιέται με σφιγμένο νου και με σιδερένιες προφυλάξεις –ούτε από την πλευρά της λογοτεχνίας ούτε από την πλευρά της κριτικής. Γεννιέται με θάρρος και τόλμη από τη μεριά της λογοτεχνίας και με εφεκτική διάθεση από τη μεριά της κριτικής. Από εκεί και πέρα όλα παραμένουν ανοιχτά και το κάθε στρατόπεδο (αν υποθέσουμε πως συγγραφείς και κριτικοί ανήκουν σε ξεχωριστά στρατόπεδα) αναλαμβάνει τα ρίσκα του.

Σε τι άραγε ωστόσο οφείλεται η φετινή καρποφορία; Εχουμε να κάνουμε με μια γενιά συγγραφέων που έρχεται να αλλάξει ριζικά τα παραδεδεγμένα χωρίς να διαλαλεί ανά τας οδούς και τας ρύμας το ανατρεπτικό της πνεύμα; Τρέφουν οι εξωτερικές συνθήκες των οποίων η πίεση αυξάνει καθημερινά δυνάμεις που διαφορετικά θα καθυστερούσαν να αναδυθούν ή θα έπαιρναν έναν άλλο, εντελώς άσχετο δρόμο; Εχει έρθει η ώρα να συντονιστούν κινήσεις που παλαιότερα παρέμεναν διάσπαρτες και διασκορπισμένες χωρίς να είναι σε θέση να οδηγήσουν σε μια συνολική μετακίνηση; Νομίζω πως ό,τι κι αν πούμε θα είναι πρόωρο. Εκείνο που έχει σημασία προσωρινά είναι να παρατηρήσουμε με προσοχή και με όσο το δυνατόν λιγότερες γενικεύσεις τα φαινόμενα, δοκιμάζοντας να σκεφθούμε πάνω στα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους.
Τι είναι για παράδειγμα το πρώτο βιβλίο του Αλέξανδρου Κυπριώτη υπό τον τίτλο Μ’ ένα ακονισμένο μαχαίρι; Τα κομμάτια του Κυπριώτη, ο οποιος έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα και Ελφρίντε Γέλινεκ, είναι εξαιρετικά σύντομα, σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν τηλεγραφικά. Η δράση συμπυκνώνεται σε μερικά ενσταντανέ και βασίζεται σε μια σειρά από μοτίβα τα οποία επανέρχονται με εμμονικό έως και παραληρηματικό τρόπο. Οι πρωταγωνιστές του Κυπριώτη βασανίζονται από μια υπόγεια πλην ενδιάθετη βία. Καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την καθημερινότητά τους και όντας δέσμιοι ενός εγγενώς επιβαρυμένου ψυχισμού, ο οποίος δυσκολεύεται να ποδηγετήσει την τυραννική του δυσφορία για τους άλλους, θα αποφασίσουν αίφνης το αδιανόητο: να αφανίσουν από προσώπου γης εκείνους οι οποίοι τους εμποδίζουν να νιώσουν ελεύθεροι. Πολλοί και για τους πιο διαφορετικούς λόγους θα βρουν τον θάνατο από το δολοφονικό χέρι των ηρώων του Κυπριώτη. Αλλοι επειδή θα ανακαλύψουν μιαν ασήμαντη αλλά κρυφή αδυναμία τους (την τάση τους να χάνουν τα κλειδιά τους), άλλοι επειδή θα τροφοδοτήσουν τις χειρότερες φοβίες τους (ένας μεταφραστής ζει με τη φαντασίωση ότι σκοτώνει τον εκδότη του γιατί είναι ανίκανος να συλλάβει το βάθος της γλωσσικής σκληρότητας του συγγραφέα τον οποίο έχει μεταφράσει), άλλοι επειδή θα υπάρξουν αχάριστοι απέναντί τους και άλλοι επειδή απλώς θα θελήσουν να κάνουν παιδιά μαζί τους. Συχνά οι ήρωες θα σκοτώσουν και για σοβαρότερες αιτίες (επειδή το μόνο το οποίο θα τους επιφυλάξουν οι σύντροφοί τους θα είναι μια ταπεινωτική συμβίωση), ενώ άλλοτε θα καταλήξουν να στραφούν εναντίον του εαυτού τους ή να παγιδευθούν στις σκοτεινές ατραπούς του μυαλού τους, καταργώντας την οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα.
Ο Κυπριώτης θα κινήσει τους ανθρώπους του σε ασφυκτικά κλειστούς χώρους και θα φροντίσει να τους αποκόψει από κάθε αίσθηση ταυτότητας (αφαιρώντας τους ακόμη και το όνομά τους), για να τους προικίσει μόνο με έναν στανικό, νευρωτικό λόγο: έναν λόγο εγκλωβισμένο στις διαλυτικές επαναλήψεις του, οι οποίες θα πολτοποιήσουν τον νου και θα ρημάξουν το σώμα τους. Κανένας δεν θα δικαιωθεί στο τέλος. Οι δολοφόνοι θα εγκαταλειφθούν στην παράνοιά τους και τα θύματα θα αποσυρθούν από τη σκηνή χωρίς τον παραμικρό κοπετό και θρήνο. Δίκαιοι και άδικοι θα σβήσουν τα τελευταία ίχνη τους στην ίδια όχθη, έχοντας προηγουμένως μοιραστεί μια εμπειρία συναδέλφωσης, που δεν θα είναι άλλη από τον θρίαμβο της σταθερής απώλειας.
Δεν τα καταφέρνει εξίσου καλά σε όλα τα διηγήματά του ο Κυπριώτης. Σε ορισμένες περιπτώσεις η βία δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από το μελόδραμα («Η αγάπη κερδίζεται», «Κόκκινο», «Barbie») ενώ σε κάποιες άλλες δεν καταφέρνει να αποκτήσει δραματουργική συνοχή και ενότητα («Και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», «Η αχαριστία της ψυχής»). Το κρίσιμο ωστόσο στο βιβλίο του είναι άλλο: η στερητική ξηρασία του απογυμνωμένου του κόσμου μέσα από μια έκφραση η οποία δεν διεκδικεί κανένα δραματικό πρωτείο και δεν ελπίζει σε καμία (έστω και αρνητική) συναισθηματική λύτρωση, έχοντας για μοναδικό της σύμβουλο τη διογκωμένη αμεσότητα των πραγμάτων –ένα μαχαίρι που θα βυθιστεί στη σάρκα για να δει το αίμα της να τρέχει σε μια άκρως επίφοβη και ταυτοχρόνως τελείως απόμακρη οθόνη. Θα ξεχωρίσω εδώ με σιγουριά τα κομμάτια «Τα κλειδιά του», «Κάθε φορά», «Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι», «Μια σκέψη απλή» και «Ευτυχία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ