Αλέξανδρος Στεφανίδης
Το χάδι
Eκδόσεις Αγρα, 2013
σελ. 64, τιμή 8,50 ευρώ

Το διήγημα ως λογοτεχνική φόρμα είναι εύκολο επειδή είναι σύντομο. Είναι είδος ταπεινό που μπορεί να οικοδομηθεί επάνω σε ένα καθημερινό περιστατικό, σε μια περαστική αλλόκοτη ιδέα. Δεν απαιτεί φαντασμαγορική πλοκή, απειράριθμους χαρακτήρες, σύνθετη θεματολογία. Αν ορισμένοι κρίνουν τους συλλογισμούς αυτούς αφελείς, αρκετοί επίδοξοι συγγραφείς που έχουν συρτάρια γεμάτα διηγήματα θα διαφωνήσουν. Αρκούν μερικά σεμινάρια γραφής, μια συστηματική δίαιτα με Τσέχοφ (για την ιμπρεσιονιστική ματιά στο μυστήριο της ζωής), Κάρβερ (για την οικονομία στην πρόταση), Κάφκα (για τη μύηση στην αφήγηση του αλλόκοτου) και βέβαια Μπόρχες (για την εκπαίδευση στην τέχνη της ανατροπής) και η συλλογή είναι έτοιμη. Οι εκδότες στέκονται με επιφύλαξη απέναντι στο διήγημα. Η επίσημη εξήγηση είναι ότι ως είδος δεν πουλάει. Η ανεπίσημη, ότι ελάχιστα από τα διηγήματα που υποβάλλονται προς έκδοση αξίζει πραγματικά να τυπωθούν.

Για τους οπαδούς της πεποίθησης ότι το διήγημα είναι είδος εξόχως απαιτητικό, για συγγραφείς με γλωσσική και αφηγηματική ωριμότητα ασκημένους στην αποβολή του περιττού, στη συμπύκνωση και στη μαστορική της υποβολής είναι ευχάριστη έκπληξη η ανάγνωση της συλλογής Το χάδι (2013) του Αλέξανδρου Στεφανίδη, η οποία φτάνει στον αναγνώστη σχεδόν αδιαμεσολάβητα. Ο συγγραφέας άγνωστος. Το λιτό βιογραφικό του στο «αφτί» του βιβλίου μάς πληροφορεί μονάχα την ηλικία του –51 ετών –και ότι έκανε σπουδές Ελληνικού Πολιτισμού στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Καμιά φωτογραφία του, καμιά προηγούμενη συνέντευξή του στην οποία να μας προκαταλαμβάνει εκθέτοντας τις αισθητικές απόψεις του, τις πολιτικές προτιμήσεις του και τις ιδεολογικές του συγγένειες. Μόνη διαμεσολάβηση το λογότυπο της Αγρας στο εξώφυλλο, που κι αυτό δεν λογίζεται για πολλά, μιας και η Αγρα έχει πολλά χρόνια να επενδύσει σε νέους συγγραφείς και δεν είναι οι πρωτοεμφανιζόμενοι που ανανεώνουν την εκλεκτική φήμη της.
Τη συλλογή αποτελούν δώδεκα διηγήματα των δύο ως πέντε σελίδων το καθένα, με τίτλους που δηλώνουν το θέμα τους χωρίς ακκισμούς: «Η συνάντηση», «Το ραδιοφωνάκι», «Το επισκεπτήριο», «Το καψώνι», «Το γαλατάκι», «Ο «σινεμάς»», «Το τάμα», «Ο φίλος». Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο και το θέμα κοινό: περιστατικά από τη ζωή ενός αγοριού σε ένα ορφανοτροφείο κάπου στη Βόρεια Αττική στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο πατέρας στη φυλακή. Η μάνα για άγνωστους λόγους ανίκανη να μεγαλώσει τον γιο της. Προκρίνεται η βολική λύση του ιδρύματος. Θα τον επισκέπτεται κάθε δεκαπενθήμερο.
Το αγόρι, που το όνομά του δεν μαθαίνουμε ποτέ, θα μεγαλώσει στο ίδρυμα όχι ως πρόσωπο αλλά ως αριθμός: «Οταν ερχόταν κάποιος «νέος», έραβαν στην άκρη των ρούχων του –μ’ έγχρωμη κλωστή –έναν αριθμό, έτσι ώστε να διαχωρίζονται στο πλυντήριο. … Εκείνος ήταν το νούμερο εκατό. …Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο αριθμός αυτός είχε περάσει στην καθημερινή ζωή των παιδιών. Οι επιμελητές δεν τα καλούσαν με το όνομά τους αλλά με τον αριθμό τους». Στο επισκεπτήριο της Κυριακής, ο ήρωας «ντρεπόταν κι έχωνε μες στο παντελόνι τα ρούχα μη δουν οι επισκέπτες τον αριθμό του. Τον χειμώνα στρίμωχνε ακόμα και το σακάκι στο παντελόνι. Συνήθεια που του πήρε χρόνια να την αλλάξει».
Στο ορφανοτροφείο ο νεαρός τρόφιμος θα διδαχτεί αργά και επίπονα την απόσυρση της αγάπης, τη στέρηση, την εγκατάλειψη, την απουσία, την έλλειψη, τη ματαίωση των ψευδαισθήσεων, την άρνηση της τρυφερότητας. Κάθε νέα κατάκτηση, η απόλαυση ενός κουτιού γάλα με κακάο, ένας φίλος, καταλήγει μια καινούργια απώλεια. Ιδρωμένα χέρια, βουρκωμένα μάτια, ασθματική ανάσα μαρτυρούν την απαρηγόρητη μοναξιά που γίνεται ο πιστός σύντροφος του πρωταγωνιστή στον δρόμο για την ενηλικίωση. Το χάδι είναι μια ανάμνηση. Το φιλί ένα μαύρο σημάδι σε λευκή οθόνη. Μάνα και γιος κλείνουν αντιστοίχως τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν και το μέλλον τους σε πολυσύλλαβα ιδρύματα με βαριές μεταλλικές καγκελόπορτες και μπρούντζινες επιγραφές: «Ορφανοτροφείο» – «Νεκροταφείο».
Βουβός λυρισμός
Ο Γ. Χ. Οντεν ισχυριζόταν ότι ένας συγγραφέας γράφει το πρώτο βιβλίο του για τον εαυτό του. Δεν γνωρίζουμε αν είναι η θερμοκρασία του βιώματος που έχει πυρώσει τις λέξεις του Στεφανίδη –και δεν έχει καμιά σημασία. Ούτε αν είναι η με κόπο κατακτημένη αποστασιοποίηση εκείνη που συγκρατεί το συναίσθημα σε προτάσεις φωτογραφικού ρεαλισμού, περιγραφικές, στεγνές, που στις καλύτερες στιγμές τους συναρμόζουν έναν πυκνό λόγο βουβού λυρισμού. Ο τόνος είναι μελαγχολικός. Οι απαντήσεις λιγότερες από τα ερωτήματα. Η πολυπόθητη για κάθε συγγραφέα ανατροπή έρχεται σε κάθε ιστορία όχι ως τεχνικό εύρημα που επιβάλλεται στην πλοκή αλλά ως αναγκαιότητα του μύθου. Κάθε διήγημα διαδέχεται το άλλο σε μια αλυσιδωτή αφήγηση χρονικής ακολουθίας που κάλλιστα θα μπορούσε να αυτοαποκαλείται νουβέλα. Το τέλος, ανοιχτό, ερεθίζει τη φαντασία και την ώρα που ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας ενώνεται με τον πρώτο, μας προκαλεί σε μια δεύτερη ανάγνωση. Ερχεται η ώρα να συμπληρώσουμε τα κενά της αφήγησης με εικασίες και να ερμηνεύσουμε τους υπαινιγμούς, επεκτείνοντας τη ζωή του διηγήματος από τις τρεις σελίδες στο διηνεκές. Οπως υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν τα διηγήματα που δεν είναι ασκησούλες επί χάρτου αλλά σέβονται τον αναγνώστη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ