«Η Κίνα με ανησυχεί»


Πασκάλ
Ο σχετικά πρόσφατος διάλογος μεταξύ των πολιτισμών κινδυνεύει να αποτύχει –και συνήθως αποτυγχάνει –κυρίως εξαιτίας του κινδύνου που συμβολίζουν δύο μυθικά τέρατα: η Χάρυβδη του οικουμενισμού και η Σκύλλα του σχετικισμού, δηλαδή η εύκολη εθνοκεντρική προβολή ή η νωθρή προσφυγή στον εξωτισμό. Ενας τρίτος δρόμος ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές φαντασίωσης του Ιδιου και του Αλλου φάνηκε να διανοίγεται το 1966, όταν ο Φουκό, στην προσπάθειά του να κατανοήσει τη δυτική μορφή ορθολογικότητας, την αντιπαρέθεσε στην κινεζική τάξη των πραγμάτων: η άλλη σκέψη της Κίνας εμφανίστηκε τότε ως το όριο της δικής μας. Βέβαια, πολύ πριν από τον γάλλο στοχαστή, ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ αναρωτιόταν ήδη γιατί ορισμένοι τύποι εκλογίκευσης αναπτύχθηκαν στη Δύση και μόνο εκεί.
Διάλογος με τη Δύση


Το συνολικό έργο του γάλλου σινολόγου Φρανσουά Ζυλλιέν έρχεται να απαντήσει σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα επιλέγοντας την Κίνα ως ένα προνομιούχο εξωτερικό σημείο από το οποίο μπορεί κανείς να παρατηρήσει από κάποια απόσταση αυτό που η δυτική σκέψη αδυνατεί να σκεφθεί. Διαβάζοντας τη διάλεξή του Εγκώμιο της απραξίας, που δόθηκε ενώπιον διευθυντικών στελεχών επιχειρήσεων, ο αναγνώστης σκοντάφτει στο βάθρο της «ευρωπαϊκής ορθολογικότητας» που για τον Ζυλλιέν είναι η «προτυπολογική σκέψη» με βάση της τη μεγάλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα.
Ο Ζυλλιέν μάς υπενθυμίζει κάτι που δεν στοχάστηκαν επαρκώς ούτε ο Λοκ ούτε ο Καντ ούτε ο Χέγκελ: ότι σκεπτόμαστε εντός μιας γλώσσας και ότι οι διαφορές μεταξύ των πολιτισμών είναι πρωτίστως γλωσσικές διαφορές. Η κινεζική γλώσσα δεν γνωρίζει τους δυτικούς οντοθεολογικούς δυϊσμούς μεταξύ είναι και γίγνεσθαι, αληθείας και ψεύδους, πράξης και θεωρίας, φύσης και τέχνης, ιδεατού προτύπου και εφαρμογής του. Ετσι η αποτελεσματικότητα στην Κίνα προκύπτει μάλλον από την προσαρμογή στη ροή των πραγμάτων και όχι από την πρακτική εφαρμογή ενός θεωρητικού μοντέλου. Αντίθετα, για τη δυτική σκέψη, «είμαι αποτελεσματικός» σημαίνει ότι κατασκευάζω ένα πρότυπο και ενεργώ βάσει αυτού.
Επειδή η κινεζική γλώσσα δεν επιτρέπει την ανάδυση εννοιών όπως Θεός, ον, θέληση ή ελευθερία, η αποτελεσματικότητα επιτυγχάνεται χωρίς την επίκληση των θεών, της τύχης ή του ηρωισμού.
Η πραγματικότητα αποτελεί πάντοτε προϊόν μιας διαδικασίας ωρίμανσης, μιας ανεπαίσθητης συνεχούς μεταμόρφωσης των καταστάσεων, γι’ αυτό και αποτελεσματικός είναι εκείνος που δεν διακόπτει τη ροή τους αλλά την ακολουθεί.
Βέβαια, η προσκόλληση της Κίνας στο φυσικό μοντέλο της διακριτικής «ωρίμανσης ενός φυτού», τους καρπούς του οποίου έρχεται κανείς σε εύθετο χρόνο να δρέψει, αποτελεί το τυφλό σημείο της δικής της σκέψης. Εξαιτίας αυτής της τυφλότητας η Κίνα δεν ανέπτυξε μια έννοια του κανονικού δικαίου και κατ’ επέκταση την υπερβατική έννοια της ελευθερίας του λόγου έναντι της φύσης και εν γένει της ελευθερίας να στρέφεται κανείς ενάντια στον εαυτό του και να αναλογίζεται τις προϋποθέσεις του πολιτισμού του.
Κατά τον Ζυλλιέν, η Κίνα χρειάζεται τον διά-λογο με τη Δύση για να μάθει και αυτή να σκέπτεται την ενδεχομενικότητα και την ιστορικότητα της δικής της σκέψης, όπως το έπραξε η Δύση λ.χ. με τον Νίτσε ή τον Χάιντεγκερ.
Το «άνοστο» μοτίβο


Σε σχέση με τις εμβριθείς αναλύσεις της κλασικής κινεζικής σκέψης από τον Ζυλλιέν, τα «τετράδια» του Μπαρτ απλώς επικυρώνουν ό,τι ήδη γνωρίζαμε από άλλες μαρτυρίες για τη μαοϊκή Κίνα: το ταξίδι του αριστερού διανοουμένου το 1974 ήταν μια αποτυχία, μια απογοήτευση. Αν εξαιρέσουμε την κουζίνα που του αρέσει, την καλλιγραφία που τη βρίσκει κομψή και αντίδοτο στη χυδαιότητα, τα παιδιά που τα θεωρεί το μόνο αναρχικό στοιχείο στην κομμουνιστική Κίνα, η χώρα τού φαίνεται θλιβερή, ανιαρή και, όπως στον Χέγκελ, «άνοστη».
Ο Ζυλλιέν θα απαντήσει σε άρθρο του Μπαρτ –δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Le Μonde» το 1974, μετά την επιστροφή του από την Κίνα –με ένα Εγκώμιο του άνοστου (1991). Εκεί αναπτύσσεται το θεμελιώδες μοτίβο της κινεζικής σοφίας, το «άνοστο» ως ανεξάντλητη πηγή όλων των δυνατών γεύσεων αλλά και ως εκείνο το ανούσιο «εμμενές βάθος» απ’ όπου προκύπτει η πορεία, η εκδίπλωση της ουσίας των πραγμάτων.
Ο Μπαρτ, ισχυρίζεται ο Ζυλλιέν, θα ανακαλύψει διαισθητικά το μοτίβο του άνοστου ή ανούσιου, δεν τολμά όμως να το αναπτύξει λόγω της τότε ιδεολογικής του συμμόρφωσης με την Πολιτιστική Επανάσταση, η οποία στόχευε στην κατεδάφιση της κινεζικής παραδοσιακής κουλτούρας. Ετσι οι καταγραφές του Μπαρτ δεν φθάνουν ποτέ στο στοχαστικό και συγγραφικό επίπεδο του βιβλίου του για την Ιαπωνία, την Επικράτεια των σημείων (1970).
Η εμπειρία της Ιαπωνίας προσέφερε στον Μπαρτ μεγάλη απόλαυση, σε αντίθεση με τη «διακριτική», σχεδόν κρυφή γοητεία του κινεζικού πολιτισμού. Στον λάτρη της ρητορικής η Κίνα φαίνεται σαν ανέραστη «πρόζα». Ο συγγραφέας του Συστήματος της μόδας (1967) αδυνατεί να συμβιβαστεί με την ομοιομορφία της κινεζικής ενδυμασίας, η οποία αφανίζει κάθε έμφυλη διαφορά, κάθε ερωτισμό.
Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στα ιστορικά Σπήλαια του Λονγκ Μεν ο Μπαρτ εντυπωσιάζεται από τους χιλιάδες λαξευμένους βούδες, αλλά οι προτεραιότητές του είναι άλλες: «Και μ’ όλα αυτά δεν έχω δει το πιπί ούτε ενός Κινέζου. Τι να μάθεις για έναν λαό αν δεν γνωρίσεις τη σεξουαλικότητά του;».
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (dionysos@panteion.gr).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ