Η άνθηση του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος, που έχει εκτοξεύσει στα ύψη τις κυκλοφορίες των βιβλίων ορισμένων σουηδών και νορβηγών συγγραφέων ανά τον κόσμο, είναι μεν εντυπωσιακή, αλλά τα θέματά του (αλκοολισμός, πορνεία, ρατσισμός, οικογενειακά δράματα, ήρωες ψυχικά διαταραγμένοι), μα και ο τρόπος γραφής μάλλον έχουν κουράσει τους αναγνώστες. Ερχεται τώρα ένας άλλος συγγραφέας, ο Σουηδός Γενς Λαπίντους (γενν. 1974), ο οποίος ξεφεύγει από την προαναφερθείσα θεματολογία και ασχολείται με κάτι διαφορετικό: τον υπόκοσμο της Σουηδίας και συγκεκριμένα της Στοκχόλμης. Στο μυθιστόρημα Εύκολο χρήμα (εκδόθηκε το 2006), που εντάσσεται στην τριλογία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στοκχόλμη νουάρ», ο Λαπίντους, μάχιμος δικηγόρος σε ένα από τα γνωστότερα δικηγορικά γραφεία της Στοκχόλμης –έχει εκπροσωπήσει ως συνήγορος υπεράσπισης μερικούς από τους σκληρότερους εγκληματίες της Σουηδίας -, επιχειρεί να κάνει την ανατομία της σουηδικής κοινωνίας.
Χρησιμοποιώντας το στιλ ενός μετρ του είδους, του Τζέιμς Ελρόι, του σημαντικότερου αμερικανού συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, αναδεικνύει τη σκοτεινή, αντιφατική και συνήθως κυνική φυσιογνωμία της. Σύμφωνα με τη γαλλική «Le Figaro», κρυφοκοιτάζει προς τον βίαιο, εγκληματικό κόσμο του Κουέντιν Ταραντίνο. Με τριτοπρόσωπη αφήγηση και ύφος λιτό, ο Λαπίντους διηγείται τη ζωή τριών διαφορετικών ανθρώπων, οι οποίοι ζουν στη σουηδική πρωτεύουσα επιδιδόμενοι στο κυνήγι του χρήματος, κάτι απολύτως επικίνδυνο.
Πρόκειται για τον Χόρχε, χιλιανής καταγωγής, ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για ναρκωτικά, τον Μράντο, έναν γιουγκοσλάβο επαγγελματία φονιά, τσιράκι άλλου γιουγκοσλάβου μαφιόζου, του Ράντοβαν, και τον JW (Γιούχαν Βεστλούντ), έναν επαρχιώτη Σουηδό που σπουδάζει και κάνει δουλειές του ποδαριού παριστάνοντας τον πλούσιο. Κάποτε οι τύχες αυτών των τριών ανθρώπων διασταυρώνονται και η ζωή τους αλλάζει δραματικά. Ο Χόρχε δραπετεύει από τη φυλακή, ο Μράντο χάνει τα λεφτά του σε ένα καζίνο όπου ξεπλένεται μαύρο χρήμα και ο JW γίνεται βαποράκι προώθησης κοκαΐνης ενός Αραβα.
Ποτό, πρέζα, οικογένεια
Ο Λαπίντους –που δεν μπορεί να ξεχάσει την παράδοση σχετικά με τα δράματα που κρύβονται στις σουηδικές οικογένειες –προσπαθεί να φωτίσει και την προσωπική ζωή των ηρώων του. Ο Χόρχε βιώνει τη σκληρότητα των εγκλείστων της φυλακής, όπου υπάρχουν ειδικοί κανόνες διαβίωσης με συμμορίες, αρχηγούς, εισαγωγή ναρκωτικών και κινητών. Ο Μράντο ζει καθημερινά σε ένα γυμναστήριο, άντρο των Σέρβων, τίγκα στα αναβολικά, φυτώριο μπράβων ξενυχτάδικων, διακινητών ναρκωτικών και επαγγελματιών δολοφόνων. Ο JW, ένας συνηθισμένος πολίτης, ένας αποτυχημένος, μια τραγική περίπτωση μέσου Σουηδού, ακολουθεί μια απαρέγκλιτη πορεία στην καθημερινότητά του: ποτό, πρέζα, νυχτερινή ζωή, κλαμπ, χορός, σταμπάρισμα κοριτσιών, συζήτηση, φλερτ, σεξ.
Ο Χόρχε έχει μία αδελφή, την Πάολα, η οποία σπουδάζει στο πανεπιστήμιο και έχει επιλέξει τον σουηδικό τρόπο ζωής. Ο Μράντο έχει μία κόρη την οποία διεκδικεί με δικαστικούς αγώνες από την πρώην γυναίκα του, ενώ ο JW έχει επίσης μία αδελφή, την Καμίλα, η οποία έχει από καιρό εξαφανιστεί, χαμένη ίσως στα κυκλώματα της νύχτας.
Ο τίτλος του βιβλίου θέλει να εκφράσει τη μανία των τριών ηρώων, αλλά και όλων εκείνων που τους περιστοιχίζουν, για το εύκολο κέρδος το οποίο πρωτίστως αποκτάται με τη διακίνηση ναρκωτικών, κυρίως κοκαΐνης. Αγοράζεις 500 κορόνες το γραμμάριο και το πουλάς 1.000. Αν μια παρέα καταναλώνει τέσσερα γραμμάρια τη βραδιά, ο διακινητής μπορεί να πουλήσει 20 γραμμάρια. Το κέρδος της μιας νύχτας, χωρίς οκτάωρα, άγχος, ιδρώτα και άλλα ελαττώματα της μισθωτής εργασίας, φθάνει τις 10.000 κορόνες.
Ασφαλώς το επάγγελμα δεν είναι κουραστικό, είναι όμως παράνομο και επικίνδυνο. Ενα λάθος αρκεί για να καταστρέψει τη ζωή του διακινητή. Από την άλλη, η χρήση κοκαΐνης δεν είναι επικίνδυνη, οι περισσότεροι χρήστες είναι άνθρωποι καθωσπρέπει, σπουδάζουν, έχουν χρήμα και ανήκουν σε καλές οικογένειες. Περιγράφοντας τη σουηδική κοινωνία ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τονίσει ότι σημαντικό ρόλο στην αυξανόμενη εγκληματικότητα έχουν οι αλλοδαποί πρώτης και δεύτερης γενιάς, (πρώην) Γιουγκοσλάβοι, Αραβες, Πολωνοί.
Ενίοτε ο Λαπίντους γίνεται λυρικός, όπως ο Ελρόι: «Σαββατιάτικη νύχτα στη Στοκχόλμη: ουρές, πιστωτικές κάρτες, μίνι φούστες. Μεθυσμένοι δεκαεφτάχρονοι. Μεθυσμένοι εικοσιπεντάρηδες. Μεθυσμένοι σαραντάρηδες. Ολοι, πιθανοί κι απίθανοι, μεθυσμένοι». Αναμένουμε με ενδιαφέρον και τα υπόλοιπα δύο μέρη της τριλογίας με τη συνέχεια της δράσης των τριών ηρώων, οι οποίοι εδώ κινδυνεύουν, αλλά δεν αφανίζονται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ