«Καθ’ όσον ο σοβαρός ρεαλισμός της σύγχρονης εποχής δεν μπορεί να αναπαραστήσει τον άνθρωπο παρά μόνο μέσα στη συνολική πραγματικότητα, την πολιτική, την κοινωνική, την οικονομική, που είναι συγκεκριμένη και διαρκώς μεταβαλλόμενη, όπως συμβαίνει σήμερα σε οποιοδήποτε μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία, ο Σταντάλ είναι ο ιδρυτής του» (σ.σ.: του μυθιστορήματος).
Αυτά έγραφε το 1945 ο Αουερμπαχ στο κλασικό του έργο Μίμησις αναφερόμενος στον συγγραφέα του Κόκκινου και του μαύρου και του Μοναστηριού της Πάρμας. Και αν εκείνος ο Ανρί Μπελ, που έμεινε στα παγκόσμια γράμματα με το ψευδώνυμο Σταντάλ, είναι παγκοσμίως γνωστός για τα δύο αυτά μυθιστορήματά του, διόλου κατώτερο μπορεί να θεωρηθεί το υπόλοιπο έργο του: τα ταξιδιωτικά του κείμενα, λ.χ., και οι ημιτελείς νουβέλες του, στις οποίες ανήκει και το Φεντέρ ή ο πλούσιος σύζυγος, που εκδόθηκε πρόσφατα μεταφρασμένο ωραία στη γλώσσα μας από την Εφη Κορομηλά, με διαφωτιστικό πρόλογο της Λίζης Τσιριμώκου, δύο δοκίμια του Γκαετάν Πικόν και του Μισέλ Κρουζέτ και χρονολόγιο.
Ενας χαμαιλέων
Η νουβέλα αυτή ανήκει στα κλασικά έργα, όχι επειδή γράφτηκε από έναν κλασικό συγγραφέα ούτε επειδή πραγματεύεται ένα κλασικό θέμα, αλλά επειδή λειτουργεί παραδειγματικά, δηλαδή είναι ένα έργο για όλες τις εποχές. Ο πρωταγωνιστής της Φεντέρ συνιστά γνώριμη φιγούρα στο στανταλικό πάνθεον: είναι ο ρομαντικός γιος που τα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα τον οδηγούν σε σύγκρουση με τον πάμπλουτο πατέρα του, έμπορο στη Μασσαλία. Ετσι εγκαταλείπει την επαρχία και πηγαίνει στο Παρίσι για να σταδιοδρομήσει ως ζωγράφος. Εκεί καταφέρνει να δημιουργήσει όνομα στους κύκλους των αστών ως πορτρετίστας και να κατακτήσει την καρδιά μιας «πολύφερνης κόρης» (όπως τη χαρακτηρίζει η Λίζη Τσιριμώκου στον πρόλογό της), η οποία επιπλέον διαθέτει διόλου ευκαταφρόνητη προίκα.
Σύντομα γίνεται γνωστός και πλούσιος, σεβαστό μέλος της αστικής κοινωνίας, η οποία τον απορροφά σιγά σιγά εξομοιώνοντάς τον με τα υπόλοιπα μέλη της. Και εκείνος, παρά τις αμφιταλαντεύσεις του, εγκαταλείπει τον αντικομφορμισμό του, όπως και την αντίθεσή του προς την κοινωνία. Αποκτά κύρος, φήμη, εξουσία, δηλαδή όλα τα κοινωνικά αφροδισιακά στα οποία δύσκολα μπορεί να αντισταθεί ένας επαρχιώτης που καλείται να ζήσει μέσα στον μύθο και στους πειρασμούς μιας λαμπερής πρωτεύουσας, όπως ήταν το Παρίσι του 19ου αιώνα. Εκεί όμως ανακαλύπτει ότι διαθέτει μεγαλύτερο ταλέντο στο εμπόριο από όσο στη ζωγραφική –παρ’ ότι τον τιμούν και τον βραβεύουν ως ζωγράφο.
Η μετάλλαξη βεβαίως του Φεντέρ δεν είναι μόνο κοινωνική αλλά και ψυχολογική. Οι πράξεις ενός ανθρώπου ωστόσο δεν εξηγούνται απλώς από το κοινωνικό πλαίσιο αλλά και από το πώς, μέσα από ποια περιστατικά και άλλες τόσες διαδικασίες το πλαίσιο αυτό αλλάζει τον ψυχισμό του κεντρικού ήρωα και τον μεταβάλλει σε κακέκτυπο του παλιού του εαυτού, δηλαδή εν προκειμένω σε εκείνο που ο ίδιος στα νιάτα του απεχθανόταν.
Ο Σταντάλ, το έργο του οποίου σηματοδοτεί τη γέννηση του ψυχολογικού μυθιστορήματος, και εδώ, όπως και στα υπόλοιπα κείμενά του, εμφανίζεται ως ο πιο ειρωνικός από τους μεγάλους συγγραφείς του γαλλικού ρεαλισμού, ακόμη και από τον Μπαλζάκ, με τον οποίο στο ζήτημα αυτό παρουσιάζει πολλές ομοιότητες.
Αναρωτιέται κανείς ποιο τέλος θα έδινε στη νουβέλα του αυτή ο συγγραφέας. Πού θα κατέληγε τελικά ο Φεντέρ, ο οποίος είχε αποκτήσει τα γνωρίσματα του χαμαιλέοντα, δηλαδή την ευχέρεια να προσαρμόζεται εύκολα στα χρώματα του περιβάλλοντος; Ισως και να μην έχει μεγάλη σημασία για έναν ήρωα τόσο διφορούμενο, έναν ζωγράφο που παρασημοφορείται και ταυτοχρόνως, αταβιστικά λειτουργώντας, παίζει στο χρηματιστήριο και επιδίδεται σε άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε ατυχείς αγοραπωλησίες δείχνοντας έτσι πως, μολονότι δεν παύει να εκτιμά την τέχνη, προτιμά, σύμφωνα με την εύστοχη φράση του Εζρα Πάουντ, «την ασέλγεια του χρήματος από τις απολαύσεις των αισθήσεων». Εχοντας μάλιστα πιο μπροστά δεχθεί έναντι των τεσσάρων ενοικίων που χρωστούσε στον σπιτονοικοκύρη του να του κάνει το πορτρέτο, ένα πορτρέτο «αποτρόπαιης ομοιότητας», όπως με εξοντωτικό σαρκασμό γράφει ο Σταντάλ.
Βαθύτατα πολιτικός
Ο αναγνώστης θα βρει στο Φεντέρ, έστω και παραθλαστικά, τα γνωρίσματα που διακρίνουν τον Σταντάλ και στο υπόλοιπο έργο του: τον Γάλλο που απεχθάνεται το Παρίσι, τα σαλόνια και την υποκρισία των αστών. Τον Ευρωπαίο που προτιμά τον Νότο, την κουλτούρα και την παράδοση της Ιταλίας, που η Αγγλία τού ήταν αδιάφορη και τη Γερμανία την απεχθανόταν. Ο Σταντάλ επιπλέον είναι βαθύτατα πολιτικός συγγραφέας, ο οποίος θεωρούσε ότι η πολιτική ανήκει στα «ενδιαφέροντα της φαντασίας» και μάλιστα ότι μοιάζει «με πιστολιά που πέφτει σε μια συναυλία».
Αυτό το διαπιστώνει κανείς εδώ, όπως και στο Κόκκινο και το μαύρο. Μάλιστα δεν θα δυσκολευόταν να βρει αξιοπρόσεκτες ομοιότητες ανάμεσα στον Ζυλιέν Σορέλ, τον πρωταγωνιστή του Κόκκινου και του μαύρου, και στον Φεντέρ της ομώνυμης νουβέλας. Δίνοντας «ραντεβού με τις επόμενες γενιές», όπως γράφει πολύ ωραία ο Γκαετάν Πικόν, ο μεγάλος συγγραφέας επιβεβαίωνε τη δική του πρόβλεψη: ότι θα τον καταλάβαιναν έπειτα από 100 χρόνια. Και θα τον διάβαζαν με ακόμη μεγαλύτερο θαυμασμό δύο αιώνες αργότερα, θα συμπληρώναμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ