Πώς μπορεί να αναλάβει κανείς τρομοκρατική δράση χωρίς να είναι τρομοκράτης; Πώς φτιάχνεται μια αστυνομική πλοκή χωρίς αστυνομικούς; Με ποια μέθοδο συνεχίζει ένας κατά συρροήν δολοφόνος που έχει αυτοκτονήσει στη φυλακή να σωριάζει τα πτώματα τριγύρω του; Και ακόμη, πώς γίνεται ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που φιλοξενεί στο εσωτερικό του ένα άλλο (εγκιβωτισμένο) αστυνομικό μυθιστόρημα να καταλήξει να μην είναι ακριβώς αστυνομικό μυθιστόρημα;
Η Αργυρώ Μαντόγλου ξετυλίγει στη Λευκή ρεβάνς πολλαπλά νήματα: μια υποβλητική ερωτική ιστορία με φόντο το Λονδίνο και την προετοιμασία μιας ιδιαιτέρως φιλόδοξης παράστασης χορού, μια σκληροτράχηλη περιπέτεια στο κέντρο εκπαίδευσης της Λεγεώνας των Ξένων στη Μασσαλία, μια περίεργη, ομιχλώδη γνωριμία σε ένα αποκριάτικο πάρτι στην Αθήνα, μια υπόθεση βιασμών αντλημένη από ένα βαριά συσκοτισμένο παρελθόν, όπως και μια μοιραία συνεύρεση σε ένα κυκλαδίτικο νησί κυκλωμένο από τον χειμώνα.
Αντλώντας μοτίβα από την κλασική ιστορία μυστηρίου αλλά και από τη νεότερη παράδοση του θρίλερ η Μαντόγλου θα επανακάμψει στην προβληματική της για το φύλο, το σώμα και τη γυναικεία ταυτότητα, όπως τη γνωρίσαμε στα παλαιότερα πεζογραφικά της βιβλία, για να την εντάξει σε μια διπλή θεματική: από τη μια πλευρά παρακολουθούμε την περιπλάνηση στο αποπνικτικό αθηναϊκό τοπίο της καθημερινής βίας, των αστέγων και της παραλυτικής μοναξιάς (αρχής γενομένης από τα Δεκεμβριανά του 2008), ενώ από την άλλη εκείνο που ανεβαίνει κάθε τόσο στην επιφάνεια της αφήγησης είναι η εγκατάλειψη στη δύναμη της παράνοιας και στα ένστικτα της επιθετικότητας που πλήττουν την οποιαδήποτε μητρόπολη του καιρού μας.
Από τον περίτεχνο και πολυπρόσωπο μύθο που πλέκει η Μαντόγλου στη Λευκή ρεβάνς δεν λείπει και μια έντονη διάσταση παρωδίας: την κορύφωση της αστυνομικής ίντριγκας αναλαμβάνει μια συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, το ανησυχαστικό κλίμα που περιβάλλει την εωσφορική προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα υποσκάπτεται από τις μελοδραματικές ερωτοτροπίες του, όπως και από την προσκόλλησή του στις κινηματογραφικές ατάκες του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, η ατμόσφαιρα αγωνίας που θέλει να μας προετοιμάσει για τους φόνους οι οποίοι θα ακολουθήσουν υπονομεύεται από την αδυναμία του δολοφόνου να φθάσει στον σκοπό του (με διαφόρους, παρ’ όλα αυτά, θανάτους να αποκαλύπτονται συνεχώς επί σκηνής), ενώ η στρατιωτική εκπαίδευση στη Λεγεώνα των Ξένων καταρρέει έπειτα από μια υπαρξιακή κρίση πρώτου μεγέθους.
Με πυκνά και οργανικά δεμένα μεταξύ τους υλικά η Μαντόγλου θα φιλοτεχνήσει στη Λευκή ρεβάνς (στο πλαίσιο του προβληματισμού της για το φύλο και τη σεξουαλικότητα) και ένα πάνθεον γυναικείων χαρακτήρων: από τη συντριπτικά ωραία αλλά συναισθηματικώς ευάλωτη Μαριάννα, την όψιμα επαναστατημένη Δώρα, τη σχεδόν πρόστυχη Τζούλι και την εκ φύσεως ασταθή Ευρυδίκη ως την καταστροφικά καταθλιπτική Αντιγόνη, την αεικίνητη και ατίθαση (ποθητή μέσα στην ασχήμια της) Πολυτίμη και τη θυελλώδη (ένα τερατώδες σύμπλεγμα μοναχικότητας και βολονταρισμού) Ελισάβετ. Δεν θα ευτυχήσουν κατά τον ίδιο τρόπο και τα ανδρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος: ο Φίλιππος Λάος θα παραμείνει λειψά φωτισμένος και ο γιος του δεν θα καταφέρει, παρά τα ενισχυμένα παρωδιακά στοιχεία του, να ισορροπήσει, όπως κατ’ επανάληψη θα το επιδιώξει η συγγραφέας, μεταξύ κωμωδίας και δράματος. Οσο για τον αυτόκλητο ντετέκτιβ Σωτήρη, θα αποδειχθεί απλώς αδιάφορος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ