Τα λιμάνια κρατούν σφιχτά τους μύθους και τα μυστικά τους. Οσοι έχουν γεννηθεί σε λιμάνι, ακόμη και αν έχουν ξενιτευτεί μακριά, δεν σταματούν να προσκυνούν στη μνήμη του. Τα λιμάνια ασκούν μια περίεργη γοητεία στους συγγραφείς –το γνωρίζουμε και από τον κινηματογράφο. Το λιμάνι του Πειραιά το έχουν λατρέψει πολλοί λογοτέχνες: ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς, ο Χρήστος Λεβάντας, ο Δημοσθένης Βουτυράς, αλλά και ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Εμμανουήλ Κριαράς…
Ο νεότερος Διονύσης Χαριτόπουλος καταθέτει με τη σειρά την αγάπη του για τον γενέθλιο τόπο και ξεδιπλώνει την ανθρωπογεωγραφία του Πειραιά με όλες τις πτυχές της σε αυτό το βιβλίο, εν μέρει αυτοβιογραφικό, με τίτλο Εκ Πειραιώς (εκδ. Τόπος).
Είμαστε στο 1955. Ενα αλάνι γυρνάει τον Πειραιά από άκρη σε άκρη, βλέπει, μετέχει και καταγράφει εμπειρίες, άλλοτε σκληρές και άλλοτε γλυκές σαν κουρκουμπίνια. Αναφέρει και γεγονότα που έγιναν αργότερα που τα ενσωματώνει πρωθύστερα στην προσωπική του μυθολογία. Το αγόρι, που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας –ως μαθητής Δημοτικού -, χαρτογραφεί τον Πειραιά μαζί με τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Στο λιμάνι, «ένα ανοιχτό στόμα για να τραφεί η χώρα», εισέρχονται τα καράβια που φέρνουν προϊόντα αλλά και οι άνθρωποι που εκδιώχθηκαν από τα μικρασιατικά παράλια και οι άλλοι φτωχοί από τα νησιά και την επαρχία που ήρθαν εδώ κυνηγώντας την επιβίωση.
Ενα παιδί, λέει ο συγγραφέας, για να ξεκινήσει τη ζωή του στο λιμάνι ήθελε τρία πράγματα: να μπλέξει σε αληθινό καβγά με αίματα, να φιλήσει ένα κορίτσι και να δει τον Ολυμπιακό στη Μάντρα, ένα ποδηλατοδρόμιο που ήταν η έδρα της ομάδας. Ο Χαριτόπουλος ξεκινά την περιήγησή του από τη γειτονιά του, τα σκληρά Μανιάτικα. Μια περιοχή όπου ο θάνατος έπαιζε κρυφτούλι με τους άνδρες και οι γυναίκες το είχαν για καμάρι.
Εκεί, στα Μανιάτικα, το αλάνι του Χαριτόπουλου θα γνωρίσει και τα τρία: θα μπει «τρέχοντας» σε μια πρώιμη ενηλικίωση, αφού θα μπλέξει σε αληθινό καβγά, θα έχει την πρώτη του εμπειρία με κορίτσι και θα καταφέρει να εισχωρήσει στη Μάντρα για να δει τον θρυλικό Μπέμπη, τον Μουράτη, τον Δαρίβα, τον Κοτρίδη και τον Σούλη.
Από τα Μανιάτικα θα κατηφορίσει στην Αγία Σοφία και στην Παλαμηδίου, στα τότε κέντρα του Περιμένη, του Κορδονούρη, του Κοτσιοβόλη του Χαρτοφύλακα και του Νάστου, για συναντήσει έναν κόσμο περίεργο, μυθικό και εσωστρεφή, αυτόν του ρεμπέτικου. Εκεί συχνάζει το «ανφάν γκατέ»: «Ο ψηλέας Παπαϊωάννου, πρώην βαρκάρης και τερματοφύλακας, ο γκραντ κουστουμάκιας Γεννίτσαρης, γέννημα θρέμμα της Αγια-Σοφίας, ο αρβανιτόμαγκας της Κούλουρης Νίκος Μάθεσης ή Τρελλάκιας, που δεν παίζει κανένα όργανο, μόνο γράφει στίχους, ο σένιος και ήμερος Μητσάκης, ο χαμογελαστός Κούλης Σκαρπέλης και ο τσαρλατάνος Μπάτης με το παπιγιόν, που πουλάει γιατροσόφια στις γυναίκες, όπως και ο Κώστας Καπλάνης, που έχει κουρείο».

Το τσίρκο, το σινεμά, τα ρινγκ και τα ρεμπέτικα
Το αγόρι θα συνεχίσει την περιοδεία του στο λιμάνι. Θα περάσει από τα μηχανουργεία, τα καπνεργοστάσια, τις λαμαρίνες, εκεί που είναι οι οξυγονοκολλήσεις, οι τόρνοι, τα τρυπάνια. Θα δουλέψει σε καρφάδικο, μηχανουργείο, χυτήριο. Θα γνωρίσει τον κόσμο του μεροκάματου και της μουντζούρας, αλλά και την παραβατική ζωή. Μετά θα κατηφορίσει στο λιμάνι με τους χαμάληδες, τους φορτωτές, τους τσεκαδόρους, τα λαμόγια, αλλά και τους αλαφροΐσκιωτους, τους βαρεμένους, τους λειψούς, τους φευγάτους. Το παιδί αφομοιώνει σαν σφουγγάρι αυτόν τον βρώμικο, μάγκικο αλλά και μαγικό κόσμο. Θα συμμετάσχει σε δύσκολες περιπτώσεις, αλλού θα κρυφτεί, θα είναι όμως παρόν σε ό,τι συμβαίνει.
Ομως ο ήρωας του Χαριτόπουλου είναι παιδί, οπότε θα καταγράψει και τα «άλλα» θαύματα: το τσίρκο, τους κινηματογράφους, το θέατρο, το ρινγκ. Το τσίρκο «Apollo», με δέκα λιοντάρια της Αφρικής, έξι ινδικούς ελέφαντες, δώδεκα αραβικά άλογα, οκτώ μαύρα άλογα που χορεύουν βαλς, ινδούς φακίρηδες με φίδια, άσπρες πολικές αρκούδες, ο ατρόμητος Κονμπάνος στο πήδημα του θανάτου, η ακροβάτις Μαργκό, ο διάσημος Τζόλι που στηρίζεται στο ένα του δάχτυλο, οι ξεκαρδιστικοί κλόουν, οι ισορροπιστές, η ακροβάτις Λίλιαν, το περίφημο άλογο Καρούζο που χορεύει… και όλοι αυτοί να παρελαύνουν από το Πασαλιμάνι ως την Καστέλλα και να σέρνουν πίσω τους πιτσιρικάδες με μάτια μεγάλα, γεμάτα θαυμασμό για όσα βλέπουν.
Οι κινηματογράφοι πολλοί σε κάθε γειτονιά, με περίεργα ονόματα: «Καλιφόρνια», «Αλκαζάρ», «Παλλάς», «Εσπερος». Ανάμεσά τους το πιο περίεργο, στη Δραπετσώνα, τα Βαλκάνια. Πάντα σκοτεινό, πάντα ανοιχτό –«οι θεατές μπαίνουν από παντού σαν αρουραίοι». Θα πάει στο ρινγκ να δει κατς, τον Ασημάκη, τον Καρυστινό, τον Ναθαναήλ, τον Καρπόζηλο, τον Παπαλαζάρου…
Στην Κοκκινιά το αγόρι θα ξεναγηθεί στους λαϊκούς ναούς, στον «Περιβόλα», στον «Γάλλο», στον «Εγγλέζο», που βρίσκεται απέναντί του, στον «Αστέρα» όπου τραγουδάει ο Καζαντζίδης, στα «Εξι Αδέλφια». Και θα διηγηθεί για τους διάσημους που κατέβαιναν στα λαϊκά μαγαζιά, τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, τον Τενεσί Γουίλιαμς και τον Σόμερσετ Μομ, που ξημερώθηκε στου «Κεφάλα» ακούγοντας δέκα φορές το «Για πρόσεξέ με βλάμισσα / κοίτα με και στη μούρη / κοίτα να δεις αν φαίνομαι / αν μοιάζω για καψούρι», προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι το «καψούρι»!
Η μάχη της παράγκας και η «μεγάλη φάκα»
Στη Δραπετσώνα η ζωή είναι κατάρα: η μεγαλύτερη παραγκούπολη της χώρας. Παραπήγματα παντού από παλιοσάνιδα, σκουριασμένους τενεκέδες, τσουβάλια, σκισμένα πισσόχαρτα, λαμαρίνες. Και στην άκρη της οι σπηλιές με τους τεκέδες, ένας περίκλειστος κόσμος, απείθαρχος και απρόσβλητος από κοινωνικές συντεταγμένες. Είναι η χώρα του Μάρκου, του Στράτου, του Μπάτη και του Δελιά ή Αρτέμη –η περίφημη «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς».
Το 1960 η Αστυνομία θα προσπαθήσει να διαλύσει τις παράγκες, και θα γίνει η μεγάλη μάχη της παράγκας με μπροστάρισσες τις γυναίκες του συνοικισμού. Η Αστυνομία θα καταθέσει τα όπλα. Ο μικρός θα συνεχίσει την περιοδεία του στο Πέραμα –το Χονγκ Κονγκ του Πειραιά, όπου «άνθρωποι και πλεούμενα ζουν ανακατεμένοι μέσα κι έξω από το νερό, η Γη Χαναάν των αστέγων». Θα περιηγηθεί ακόμη στις εξίσου απαγορευμένες γειτονιές, τη Λεύκα και την Πειραϊκή.
Και θα ακολουθήσει η μύηση στην απαγορευμένη ζώνη, στα κέντρα διασκέδασης, στην Τρούμπα και στα μπουρδέλα της. Τα καμπαρέ, όλα με εξωτικά ονόματα («Κιτ Κατ», «Τζον Μπουλ», «Αρζεντίνα», «Σανγκάι», «Μοκάμπο», «Πουέρτο Ρίκο») και το περίφημο «45 Γιάννηδες», εκεί που η Τζένη Καρέζη γύρισε τη «Λόλα». Μαζί πάνε και τα ξενοδοχεία του έρωτα: «Λουξ», «Μαξίμ», «Αλεξάνδρεια», «Παράδεισος», «Αίγυπτος»… Η Τρούμπα είναι μεγάλη φάκα, το ξέρουν οι μάγκες, τα αλάνια, οι ληστές, οι πορτοφολάδες, οι πόρνες, οι χορεύτριες, αλλά και οι ναύτες των στόλων που καταπλέουν με καράβια όπως το θρυλικό «Εντερπράις», το πολεμικό «Φόρεσταλ», τα καταδρομικά «Αϊόβα», «Μέικον», «Χέιλ» κτλ.
Ο Χαριτόπουλος καταγράφει τα πάντα σε ατελείωτες σειρές: ονόματα εμπορικών και πολεμικών πλοίων, πελαγίσια και του Σαρωνικού, κρουαζιερόπλοιων και γιοτ, πρωταγωνιστές και αυτά στο θέατρο που λέγεται λιμάνι του Πειραιά. Καταγράφει τις ταβέρνες, τα καφέ –από τα απλά με τα 20 είδη ελληνικού ως τα καφέ σαντάν. Ονοματίζει με τη σειρά τους κινηματογράφους, τα θέατρα, τους δρόμους, τα παράνομα στέκια, τις πιο γνωστές πουτάνες, τα ψώνια, τους περίφημους μάγκες, αλλά και τους ανθρώπους που τον βοήθησαν, όπως τον παλαιοβιβλιοπώλη, τον «πιο διαβασμένο και αλεπουδιάρη», τον Θανάση. Αυτός τον μύησε στο χόμπι του διαβάσματος ξεκινώντας από τη «Γέφυρα των Στεναγμών».
Είναι ένα γοητευτικό βιβλίο μεταξύ λαογραφίας, μυθιστορήματος, βιογραφίας και ντοκουμέντου. Μια κατάβαση του συγγραφέα στην εσωτερική νεότητα. Στα «συν» η ικανότητα του Χαριτόπουλου να περνάει ανάλαφρα από τη μαγκίτικη γλώσσα στην κοινή καθομιλουμένη, να κρατάει σε ισορροπία τον λογοτεχνικό λόγο με τις ιδιορρυθμίες του καθημερινού διαλόγου, χωρίς λαϊκισμούς και ευκολίες.
Η μπέσα της αγοράς
Ο Χαριτόπουλος σκιαγραφώντας τους ανθρώπους της αγοράς διηγείται: «Κάποτε βρήκαν ξυλιασμένο τον Μπαρμπα-Γιάννη, τον Σινάνη, έναν ξυπόλητο, κουρελή χαμάλη. Ειδοποίησαν στο Δημαρχείο να στείλει το κάρο να τον πάρει, μα αυτοί τους ξαπόστειλαν. Οι της αγοράς ζοχαδιάστηκαν. Τραγουδούσαν το «ανοίξετε τα μνήματα τα κόκκαλα σκορπίστε / τον πλούσιο από τον φτωχό να δούμε αν θα γνωρίστε». Εβαλαν ρεφενέ, του αγόρασαν κουστούμι και λουστρίνια παπούτσια, παράγγειλαν νεκροφόρα με τέσσερα άλογα που τον πήγε στην Αγία Τριάδα μέσα σε πολυτελές δρύινο φέρετρο. Δεκάδες στεφάνια περίμεναν έξω από την εκκλησία ενώ οι της αγοράς νοίκιασαν τη Φιλαρμονική του Δήμου και έφεραν τον δεσπότη να χοροστατήσει στην εξόδιο ακολουθία. Το νέο κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και υπήρξε τέτοια αυθόρμητη συρροή κόσμου που δεν είχε ξαναδεί σε κηδεία ο Πειραιάς. Αναγκάστηκε τελικά να παραβρεθεί και ο δήμαρχος αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να πάει κόντρα στους ανθρώπους της αγοράς».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ