Τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1922 με τη μεγάλη σφαγή Ελλήνων και Αρμενίων στη Σμύρνη, αλλά και όσα έμελλε να ακολουθήσουν, αλλάζοντας την ελληνική κοινωνία, σημάδεψαν γενιές και γενιές, ενώ επηρεάζουν ακόμη και σήμερα. Τα γεγονότα εκείνα έχουν επηρεάσει και τη λογοτεχνία, αφού σε αυτά οφείλουμε λίγα αλλά πολύ δυνατά μυθιστορήματα, όπως την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη κ.ά.
Η Σμύρνη επανήλθε τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο μέσα από μια τάση νοσταλγική και γλυκερή για τις χαμένες πατρίδες, όπου τα ιστορικά γεγονότα γίνονται απλώς το φόντο αισθηματικών, αδιάφορων ιστοριών. Υπάρχουν όμως ιστορικοί που προσπάθησαν να τα ερμηνεύσουν ξανά και μυθιστοριογράφοι που θέλησαν να διαβάσουν βαθύτερα την εποχή, να δουν ξανά τις ιστορικές αναλύσεις και ταυτόχρονα να φανταστούν πώς θα ήταν οι ήρωές τους σε εκείνες τις ταραγμένες ημέρες.
Ο Βαγγέλης Μαυρουδής, έλκοντας την καταγωγή του από τη Σμύρνη, μεγάλος πια, ένιωσε την ανάγκη να ανακαλύψει τις ρίζες του μέσα από έναν ουσιαστικό διάλογο με την ιστορία της περιοχής και τη δική του. «Για τη Σμύρνη πρωτάκουσα από τον πατέρα μου πριν αρχίσω να καταλαβαίνω έννοιες όπως πόλη ή απόσταση. Εφυγε από εκεί έντεκα χρονών. Το χαμάμ της Καραντίνας ήταν το σημείο αναφοράς του. Και όταν επέστρεψε, 60 χρόνια μετά, χαμένος στις αλλαγές της μεγαλούπολης, ανακάλυψε το χαμάμ αυτό, έκλεισε τα μάτια και με βήματα παιδικά άφησε τα πόδια του να τον οδηγήσουν».
Για τον συγγραφέα η Σμύρνη είναι ένας χαμένος παράδεισος. «Η Σμύρνη για μένα είναι κάτι παραπάνω από τόπος καταγωγής των γονιών μου. Η απώλειά της, η πυρκαγιά και η βία μαζί με τις μνήμες των όμορφων ημερών δημιούργησαν μέσα μου έναν φαντασιακό κόσμο, εξιδανικευμένο χάρη στην παιδικότητα των αναμνήσεών τους: έναν άδικα χαμένο παράδεισο».
Αναζητώντας τις προσωπικές του ρίζες «σκόνταψε» πάνω στην Ιστορία, κάτι που δυνάμωσε το ενδιαφέρον του και πολλαπλασίασε τα ερωτηματικά του για το τι έγινε τότε: «Ψάχνοντας στα βιβλία Ιστορίας, αντί για απαντήσεις έβρισκα ερωτήματα. Πώς ήταν δυνατόν να θεωρούνται αιτίες της τραγωδίας μας η μαϊμού που δάγκωσε το πόδι του βασιλιά ή η λευκή απεργία των στρατιωτών μας; Πώς γεννήσαμε τόσους προδότες; Δεν είναι περισσότερο προσβλητικό να χάνεις έναν πόλεμο με δική σου υπαιτιότητα και μόνο;».

Ταξίδια στο παρελθόν

Ο Βαγγέλης Μαυρουδής αναζήτησε τις απαντήσεις στα βιβλία και στα ντοκουμέντα. Ενιωθε ότι θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτά, δεν ήταν όμως ιστορικός. Οι παλαιοί του φίλοι θυμούνται ότι είχε πάντα κάποιο ενδιαφέρον για την τέχνη. Η απόφαση να γράψει ένα λογοτεχνικό έργο ήρθε αβίαστα. Αποφάσισε να ζωντανέψει, «να τραγουδήσει», όπως λέει, αυτή την εποχή που τον συγκινούσε προσωπικά.
Ξεκίνησε λοιπόν ανάποδα. Βρήκε πρώτα τον κεντρικό του ήρωα, έναν απόγονο διγενή με καταγωγή διπλή, ελληνική και τουρκική. Γύρω του έστησε διάφορους δευτερεύοντες φανταστικούς χαρακτήρες, τους τοποθέτησε στον τόπο και στον χρόνο και άρχισε να παρακολουθεί τις ζωές τους. Πρόσεξε ώστε οι χαρακτήρες του να έχουν τέτοιες ιδιότητες που να μπορούν να σταθούν δίπλα σε πραγματικά πρόσωπα, που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα της εποχής. Στη μυθοπλασία τον βοήθησε πολύ η χρήση της μυθολογίας. Πολλοί ήρωές του ανακαλούν μυθικούς ήρωες: τον Θησέα, τον Αινεία κτλ. Αποτέλεσμα, οι ιστορίες του «να γίνουν συναρπαστικές και να εξυπηρετούν τους σκοπούς του πειράματος».
Το βιβλίο του Β. Μαυρουδή, μια τριλογία με τίτλο Επιστροφή στη Σμύρνη (Η θάλασσά μας, Ittihat ve Terraki και Φως εξ Ανατολών) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος και έκανε εντυπωσιακές πωλήσεις, ενώ δεν πέρασε απαρατήρητο από την κριτική. Ο συγγραφέας διάβαζε Ιστορία και έγραφε λογοτεχνία. Στη διάρκεια της συγγραφής συντελούνταν πολλαπλές «επιστροφές», νοερές στα πάτρια εδάφη: «Επέστρεψα στη Σμύρνη μπόλικες φορές. Γνώρισα την πόλη όπως ήταν το 1850, προτού καν ξεκινήσει να φτιάχνεται η περίφημη Προκυμαία. Την επισκέφθηκα το 1897, το 1906, το 1913, το 1919-1922, το 1990 – ημερομηνίες σημαδιακές για την εξέλιξη της – και σήμερα. Τα ταξίδια του παρελθόντος έγιναν χάρη σε βιβλία περιηγητών, πολεοδομικές μελέτες, παλιούς χάρτες και λογοτεχνικά έργα με τοπογραφικές λεπτομέρειες».
Παράλληλα χρειάστηκε να μελετήσει Ιστορία, εξειδικευμένες πλευρές και λεπτομέρειες των γεγονότων, πηγές ελληνικές, ξενόγλωσσες και φυσικά τουρκικές. Στην πορεία αυτή έμαθε να μιλάει και να διαβάζει στην τουρκική γλώσσα.

«Καμία γη δεν ανήκει σε κανέναν»
Για τον Βαγγέλη Μαυρουδή η διαδικασία της έρευνας υπήρξε επώδυνη αλλά και διαφωτιστική: «Η πραγματικότητα που απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου ήταν αποκαλυπτική. Συνειδητοποίησα ότι το ερώτημα «τι και ποιος έφταιξε» είναι τόσο πολύπλοκο ώστε καθίσταται ουσιαστικά αναπάντητο. Οτι υπάρχουν ιστορικές φυσιογνωμίες-θύματα που η τραγωδία τους συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, 90 χρόνια μετά τη μεγάλη μικρασιατική τραγωδία. Οσα ανακάλυψα άλλαξαν τις αντιλήψεις που είχα. Η προσέγγιση της αλήθειας υπήρξε για μένα λυτρωτική».
Αρχισε να επισκέπτεται συχνά τη Σμύρνη. Αυτό τον βοήθησε να αναθεωρήσει και ό,τι πίστευε ως τότε γι’ αυτήν. «Το 2005 ταξίδεψα εκεί για πρώτη φορά. Εκτοτε την επισκέπτομαι σχεδόν κάθε χρόνο. Συνήθως πηγαίνω το Πάσχα επειδή τότε χαλαρώνουν κάπως οι επαγγελματικές υποχρεώσεις μου. Κάνω Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή». Στα μάτια του η Σμύρνη δεν είναι η τσιμεντούπολη που πληγώνει τα μάτια. Πίσω από την επιφάνεια αναγνωρίζει μιαν άλλη πόλη: «Πίσω από το φθηνό πανωφόρι της είναι ορατή η παλιά αρχοντιά της: το Ιωνικό Πανεπιστήμιο, η Εθνική Τράπεζα, το Πασαπόρτι, η Αρμοστεία, η Ευαγγελική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, το Τελωνείο, ο σταθμός του Αϊδινίου, το Ασανσέρ, ο Αγιος Βουκόλος, το οικοτροφείο του Αϊ-Γιάννη στον Πάνω Μαχαλά. Λείπει για πάντα το μεγάλο κομμάτι που κάηκε και οι ορθόδοξες εκκλησίες που ξεριζώθηκαν με τους πιστούς τους».
Επρόκειτο για μια επιστροφή στην Ιθάκη. Οπως έχει διαπιστώσει πλέον, «νιώθω αυτόν τον τόπο δικό μου – έτσι μεγάλωσα -, γι’ αυτό η καρδιά μου παλεύει κάθε φορά με το μυαλό επαναλαμβάνοντας στον εαυτό μου ότι καμία γη δεν ανήκει σε κανέναν και ότι, αντίθετα, οι άνθρωποι ανήκουν στη γη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ