Οταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το Παιδί 44 του Τομ Ρομπ Σμιθ, πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας, ορισμένοι αριστεροί κριτικοί, μολονότι το επαίνεσαν ως καλό αφήγημα, το χαρακτήρισαν αντικομμουνιστικό, αποδοκιμάζοντας εκείνους που θεωρούν τον Στάλιν χειρότερο από τον Χίτλερ ή αποδίδοντας στον συγγραφέα του μια ευκολία στη γραφή που συνίσταται στην επανάληψη χιλιοειπωμένων πραγμάτων, τα οποία παρουσιάζονται με τρόπο κλισέ.

Πράγματι, οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν απέχουν πολύ από την αλήθεια: ο Σμιθ κατακρίνει τον σταλινισμό και γενικότερα το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που είχε εγκαθιδρυθεί στη Σοβιετική Ενωση επί Στάλιν και συνεχίστηκε επί του διαδόχου του, Χρουστσόφ. Ωστόσο, πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο, «ένα πολιτικό θρίλερ για την τρομοκρατία του Στάλιν και για τον φόβο του πληθυσμού απέναντι στο παντοδύναμο κράτος του», όπως γράφαμε στα «Βιβλία» της 26ης Ιουλίου 2009.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Ο μυστικός λόγος, έχει και πάλι τον ίδιο ήρωα, τον Λέο Ντεμίντοφ, πρώην αξιωματικό της MGB, της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφαλείας (αυτής που μετονομάστηκε σε KGB), σκληρό και συνεπή δημόσιο υπάλληλο, αλλά διαδραματίζεται στη Μόσχα το 1956, μετά τον θάνατο του Στάλιν (τα γεγονότα, όμως, που καθορίζουν τη δράση του ήρωα ξεκίνησαν το 1949).
Ολα αρχίζουν όταν ο Ντεμίντοφ, νεαρός πράκτορας με το όνομα Μαξίμ, απόφοιτος της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, καταδίδει στην Ασφάλεια τον μέντορά του Λαζάρ, έναν παπά, και διεκδικεί τη σύζυγό του, Ανίσγια, η οποία αρνείται την πρότασή του. Τη συγκεκριμένη εποχή, επί Χρουστσόφ, τα πράγματα στη Σοβιετική Ενωση έχουν γίνει πιο ήρεμα, οι διώξεις δεν συνεχίζονται και οι πράκτορες της Ασφάλειας που βαρύνονται με εγκλήματα από τον καιρό του Στάλιν προσπαθούν να εξιλεωθούν ακολουθώντας τις επιταγές του καινούργιου καθεστώτος.
Σε αυτό το διάστημα η Ανίσγια (τώρα Φράιρα) έχει γίνει αρχηγός μιας συμμορίας εγκληματιών που δρουν στη σοβιετική πρωτεύουσα, ενώ ο Λαζάρ βρίσκεται έγκλειστος σε κάποιο γκουλάγκ στη Σιβηρία. Οταν η συμμορία της Ανίσγια πιάνει τη θετή κόρη του Λέο, τη Ζόγια (παιδί εκτελεσμένου πολίτη που συνέλαβε ο ίδιος ο Λέο), απειλώντας να τη σκοτώσει αν αυτός δεν απελευθερώσει τον Λαζάρ, αυτός κάνει ένα παράτολμο ταξίδι με πλοίο στα βάθη της Σιβηρίας, στη γνωστή Κολυμά, για να τον φέρει στη Μόσχα. Η αποστολή του, που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, τον βάζει σε περιπέτειες.

Καταιγιστικός ρυθμός
Η αφήγηση του Σμιθ έχει καταιγιστικούς, σχεδόν κινηματογραφικούς ρυθμούς. Μέσα από αυτή περνούν πολλά επεισόδια της σταλινικής εποχής, γνωστά στους αναγνώστες από τα ιστορικά βιβλία. Μπορεί τα ονόματα των ηρώων του να είναι φανταστικά, ωστόσο τα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται είναι πραγματικά. Γίνεται, λόγου χάριν, αναφορά στις αποτρόπαιες Δίκες της Μόσχας πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επιφανείς μπολσεβίκοι πιάστηκαν, κατηγορήθηκαν, υποχρεώθηκαν σε ομολογία της προδοσίας ή της αντισοβιετικής δράσης τους και εκτελέστηκαν.
Η κεντρική ιδέα βασίζεται στην ειδική έκθεση του Νικίτα Σεργκέγεβιτς Χρουστσόφ, του νέου, τότε, γενικού γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία ανακοινώθηκε στο 20ό Συνέδριο του κόμματος στις 25 Φεβρουαρίου 1956, μα και στον λόγο του – ο «μυστικός λόγος» του τίτλου -, με τον οποίο αποκαθήλωσε τον άνθρωπο που τον ανέδειξε. Ο Χρουστσόφ ήταν ο πρώτος σοβιετικός αξιωματούχος που ζήτησε συγγνώμη για τα εγκλήματα του Στάλιν, αλλά και ο πρώτος που άσκησε κριτική στον Στάλιν και δεν εκτελέστηκε.
Η έκθεση είχε ως στόχο τον Στάλιν και την προσωπολατρία που εκείνος δρομολόγησε, κάτι που έγινε αιτία «σοβαρότατων στρεβλώσεων των αρχών του κόμματος, της δημοκρατίας, του κόμματος και της νομιμότητας της Επανάστασης».
Στην ουσία το μυθιστόρημα κινείται γύρω από τον άξονα «καλός κομμουνιστής – καλός οικογενειάρχης – καλός σύζυγος». Ο συγγραφέας δίνει μεγάλη βαρύτητα στις σχέσεις γονιών και παιδιών, ψυχογραφώντας τον Λέο ως σύζυγο της Ραΐσα και θετό πατέρα της Ζόγια, η οποία τον μισεί εξαιτίας της εκτέλεσης των γονιών της, αλλά και της Ανίσγια ως συζύγου του Λαζάρ, θύματος του συστήματος.
Κατά τον Σμιθ όλοι εκείνοι οι στυγνοί πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών που συνελάμβαναν ανθρώπους στα σπίτια τους και τους οδηγούσαν στη φυλακή, στην εξορία ή στο εκτελεστικό απόσπασμα, το βράδυ επέστρεφαν στα σπίτια τους και καληνύχτιζαν στοργικά τα παιδιά τους (θα έδιναν και τη ζωή τους για την οικογένειά τους) με ένα φιλί, αδιαφορώντας για τα παιδιά των συλληφθέντων.

Λίγο Ιαν Φλέμινγκ, λίγο Ιούλιος Βερν
Είναι βέβαιο ότι ορισμένα συμβάντα που αφηγείται ο Τομ Ρομπ Σμιθ είναι υπερβολικά. Για παράδειγμα, το κόψιμο του λαιμού του αυτόχειρα τυπογράφου, πρώην πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών, από τον γιο του, για να φανεί δολοφονία επειδή η αυτοκτονία του πατέρα του θα κατέστρεφε την επαγγελματική του σταδιοδρομία – κάτι μειωτικό, θεωρούμενο μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη μιας «ανώτερης κοινωνίας» -, βρίσκεται στα όρια της απιθανότητας. Το ίδιο και η πτήση του κλεμμένου αεροπλάνου από την Κολυμά στη Μόσχα, η οποία θυμίζει τις υπερβολές του Ιαν Φλέμινγκ όταν αφηγούνταν τις περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ. Αλλά και η ανάμειξη σοβιετικών πρακτόρων στην ουγγρική εξέγερση του 1956, υποκινηθείσα, σύμφωνα με τον Σμιθ, από τις μυστικές υπηρεσίες της ΕΣΣΔ (σε αυτήν παίρνει μέρος η Ζόγια και η Ανίσγια), φαίνεται άκρως υπερβολική.
Ο συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1979 από μητέρα Σουηδή και πατέρα Αγγλο, γνωρίζει άριστα την τέχνη της αφήγησης. Οι «New York Times» έχουν γράψει ότι ο παλμός της πλοκής του είναι εφάμιλλος του Ντίκενς και του Κόνραντ. Θα προσθέταμε ότι Ο μυστικός λόγος παραπέμπει και στον Ιούλιο Βερν, συγκεκριμένα στο μυθιστόρημά του Μιχαήλ Στρογκόφ – έχει χαρακτηριστεί ως πολιτικό δράμα -, και ότι ο κεντρικός ήρωας, Λέο, θυμίζει τον ομώνυμο ήρωα, τον ταχυδρόμο του τσάρου, o οποίος αντιμετωπίζει με κίνδυνο της ζωής του τον στρατό των Τατάρων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ