Στο μυθιστόρημα Η φυγή του κυρίου Μοντ, που ολοκληρώθηκε το 1944 και εκδόθηκε το 1945, ο ήρωας, ο πλούσιος επιχειρηματίας Νορμπέρ Μοντ, στα σαρανταοκτώ του χρόνια, απογοητευμένος από τον εαυτό του και τους ανθρώπους γύρω του, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι του (με το πλήθος του υπηρετικού προσωπικού), τη δεύτερη γυναίκα του, τα δύο παιδιά του και την επιχείρηση εξαγωγών που κληρονόμησε από τον πατέρα του, επιλέγοντας τη ζωή του περιπλανώμενου. Χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ο κύριος Μοντ κάνει ανάληψη ενός μεγάλου ποσού χρημάτων από τον τραπεζικό του λογαριασμό, ξυρίζει το μουστάκι του, αλλάζει ρούχα, παίρνει το τρένο από το Παρίσι και καταλήγει στη Μασσαλία. Εκεί, σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, γνωρίζει μια νεαρή γυναίκα, τη Ζυλί, που την παράτησε ο εραστής της. Για ένα μικρό διάστημα οι δυο τους γίνονται ζευγάρι, ο κύριος Μοντ αλλάζει όνομα, εργάζονται σε ένα καζίνο, η ζωή τους παίρνει έναν καινούργιο ρυθμό, όταν ξαφνικά εμφανίζεται στο προσκήνιο η πρώτη γυναίκα του κυρίου Μοντ, η Τερέζ…
Ο κύριος Μοντ έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Τότε γιατί φεύγει γι’ αλλού, για οπουδήποτε; Η γυναίκα του, η οποία επισκέπτεται το αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνισή του, δεν μπορεί να ερμηνεύσει την πράξη του. Οι απαντήσεις που δίνει στον (ανώνυμο) αστυνομικό επιθεωρητή δεν φωτίζουν με κανέναν τρόπο την υπόθεση. Δεν ήταν χαρτοπαίκτης, ούτε έπαιρνε επενδυτικά ρίσκα. Ηταν απόλυτα υγιής και δεν ήταν μπλεγμένος σε εξωσυζυγικές σχέσεις. Με λίγα λόγια, ο κύριος Μοντ δεν είχε φανερούς λόγους να φύγει χωρίς ειδοποίηση. Ωστόσο, διαβάζουμε πως όλα όσα είπε η γυναίκα στον επιθεωρητή «ήταν αλήθεια, αλλά συμβαίνει και η αλήθεια να είναι το μεγαλύτερο ψέμα». Για μια φορά ακόμη, ο Σιμενόν καταπιάνεται αριστοτεχνικά με το αγαπημένο του θέμα, την ανάλυση του χαρακτήρα των ηρώων του, ψυχογραφώντας τον ιδιόμορφο μεγαλοαστό κύριο Μοντ – θυμίζουμε πως ο συγγραφέας αντιπαθούσε τους μεγαλοαστούς -, στον οποίο δεν επιφυλάσσει άσχημο τέλος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ