Η κρίση βρίσκεται στην καρδιά του καινούργιου βιβλίου του Γιάννη Μακριδάκη αφού ο κεντρικός ήρωάς του θα τη ζήσει κάποια στιγμή τόσο βαθιά στο πετσί του ώστε να υποχρεωθεί να βάλει έστω και για λίγο σε δοκιμασία τα λογικά του. Ο Παναγής είναι ένας ταβερνιάρης που δουλεύει πανευτυχής στο ορεινό κτήμα το οποίο έχει κληρονομήσει από τον προπάππο του: αποσπά από το χώμα τους πιο καλούς καρπούς, χαρίζει απλόχερα στους πελάτες του τα πολύτιμα προϊόντα του, έχει πρόχειρες για όποιον θέλει να ακούσει δεκάδες συνταγές, μαγειρεύει με ξέφρενο κέφι για φίλους και γνωστούς και παρακολουθεί τα βράδια στην τηλεόραση αποκλειστικά ντοκυμαντέρ για άγρια ζώα.
Ολα αυτά ώσπου να καθήσουν μια μέρα στο μαγαζί τρεις άντρες που άλλο δεν έχουν στην κουβέντα τους από την κρίση, τα δάνεια και τη χρεοκοπία. Ο «Παράδεισος του Μιχαήλου», όπως έχει ονομάσει ο προπάππος τον ονειρικό τόπο του Παναγή, θα καταρρεύσει εν ριπή οφθαλμού. Ο Παναγής θα πέσει με τα μούτρα στα δελτία των ειδήσεων, μήπως και εννοήσει κάτι από αυτό που τον έχει χτυπήσει κατάστηθα, αλλά επί ματαίω: θα συνέλθει μόνο όταν θα επιστρέψει στον εαυτό του και στους πατρογονικούς δεσμούς του με τη γη, αντιτάσσοντας στους ευρωπαίους δανειστές, που θέλουν να την αποκτήσουν για ένα κομμάτι ψωμί, τη μεθυστική καταφυγή στις άδολες αγκάλες της.
Ο Μακριδάκης επινοεί έναν ήρωα κομμένο και ραμμένο στα πρότυπα της λαϊκής naiveté: ο αγαθός μεροκαματιάρης (ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί με τα προικισμένα χέρια του να αναστήσει τον κόσμο) ενάντια στην αλλοτρίωση της αστικής παρακμής, που απειλεί να κάψει την ψυχή του, αλλά και κόντρα στις επιβουλές της ξενοκρατίας, που ετοιμάζεται να αρπάξει την περιουσία του. Η αντίσταση της τοπικής κοινότητας στις ισοπεδωμένες αξίες του οικουμενικού εκσυγχρονισμού είναι μια συνθήκη που εμφανίζεται ευθύς εξαρχής στην πεζογραφία του Μακριδάκη. Πνιγμένη, ωστόσο, στον προγραμματικό λόγο (ας είναι και παραληρηματικός) μιας βαριά ιδεολογικής αφήγησης, όπως είναι η αφήγηση στο Ζουμί του πετεινού, χάνει αυτομάτως όλη την αλλοτινή πειθώ και ζωντάνια της.
Στερημένος από την ατομικότητα και το τσαγανό που ριζώνουν στον ψυχισμό των παλαιότερων ηρώων του Μακριδάκη, ο Παναγής είναι μια κατασκευή η οποία έχει περιβληθεί το λαϊκό ένδυμα όχι για να κερδίσει αλλά για να εκβιάσει την αποδοχή μας. Οι λέξεις, οι κινήσεις και οι αντιδράσεις του δεν μας κάνουν ούτε να συμπάσχουμε ούτε να κατανοούμε: μας ζητούν, αντιθέτως, να αναλάβουμε αγώνα και να συστρατευθούμε. Ετσι, όμως, η λογοτεχνία τείνει να κουνήσει διδακτικά το δάχτυλο μπροστά στα μάτια μας, συνορεύοντας επικίνδυνα με τη χρηστομάθεια: ο χειρότερος τρόπος για να καταλάβουμε την κρίση – τη σημερινή αλλά και οποιαδήποτε άλλη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ