Με τη μνήμη του στραμμένη μονίμως στη Σπάρτη της παιδικής του ηλικίας, όπου ακούγεται εξ αποστάσεως η κλαγγή των όπλων του Εμφυλίου, απρόθυμος για παρατεταμένες εξιστορήσεις (η πλοκή του περιορίζεται σε μερικά δραστικά ενσταντανέ), όπως και ισορροπώντας προσεκτικά μεταξύ κωμωδίας και δράματος, ο Δημήτρης Πετσετίδης είναι ένας διηγηματογράφος της αφανούς καθημερινότητας. Και αν η καθημερινότητά του διαταράσσεται κατά καιρούς από το βαρύ πέλμα της Ιστορίας, που μετατρέπει το παρελθόν σε μια ανησυχαστική και επίφοβη σκιά, ο τόνος της φωνής του δεν αλλάζει: εκείνο που προέχει στη ζωή των ανθρώπων είναι η κοπιώδης μέριμνα για τα χρειώδη, ο αγώνας για τον προαιώνιο κύκλο της επιβίωσης, που αποστρέφεται τα τρικυμιώδη συναισθήματα και τα παραφουσκωμένα λόγια.
Αυτή είναι η γραμμή την οποία χαράσσει ο Πετσετίδης (τουλάχιστον σε θεματικό επίπεδο) και στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του που φέρει τον τίτλο Εν οίκω και αποτελείται από δεκαπέντε κομμάτια κλειστού χώρου. Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν λιγότερο τα πρόσωπα που επινοεί για τις ανάγκες της αφήγησης ο συγγραφέας και περισσότερο τα δωμάτια της διαμονής τους: δωμάτια τα οποία θα σημαδέψουν τις πρώιμες στιγμές του βίου τους και θα στοιχειώσουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τις αναμνήσεις τους.
Και ποιος δεν θα μπει σε αυτά τα δωμάτια. Γιαγιάδες που θα τα κατακλύσουν με τους ιστορικούς τους θρύλους, θείοι και θείες που θα τα γεμίσουν με τα επικίνδυνα βιβλία και τα απαγορευμένα τραγούδια τους, παιδιά που θα τα πλουτίσουν με τα παιχνίδια τους, φίλοι που θα τα βαρύνουν με τα ερωτικά τους πάθη, γυναίκες που θα τα ποτίσουν με την αγάπη τους, έφεδροι που θα τα εμψυχώσουν με τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις, μανάδες (ας είναι και θετές) που θα τα πονέσουν με την αρρώστια τους, γιατροί που θα τα κάνουν αφόρητα με τον κυνισμό τους, ασθενείς ή ηλικιωμένοι που θα τα καταθλίψουν με τα άγχη και τη μοναξιά τους…
Δεν παράγουν πάντα συγκίνηση τα καινούργια διηγήματα του Πετσετίδη. Η διάχυτη νοσταλγία, που παραβιάζει το αλλοτινό ολιγόλογο στυλ του δίνοντας μια γλυκερή διάσταση στις εικόνες του παρελθόντος, καταλήγει να περιβάλλει και με μιαν απρόσμενη αισθηματολογία τις αντιδράσεις των ηρώων του. Μολονότι η έκφραση και η σκηνοθεσία του δεν αποβάλλουν τον λιτό και απέριττο χαρακτήρα τους, το ποσοστό της συγκίνησης που αποπνέουν οι περισσότερες από τις καταστάσεις των διηγημάτων μοιάζει υπέρβαρο τροφοδοτώντας τους πρωταγωνιστές με μια δυσλειτουργική εξωστρέφεια. Τα λόγια εξακολουθούν να μην είναι άστοχα και φλύαρα, έχουν όμως χάσει την ελλειπτικότητα και το αφαιρετικό τους απόσταγμα.
Το κλίμα γίνεται εντελώς διαφορετικό όταν οι χώροι του Εν οίκω αποσπώνται από τον ρεαλιστικό τους περίγυρο για να αποκτήσουν ένα οιονεί φανταστικό στοιχείο, που χωρίς να υπονομεύει την αίσθηση της γειωμένης πραγματικότητας υποβάλλει τον αναγνώστη σε μια αινιγματική ατμόσφαιρα όπου όλα παραμένουν σε μια παράξενη εκκρεμότητα, ικανή να αποκαλύψει πολλαπλά στρώματα σημασιών, όπως και να επιτύχει το ζητούμενο συγκινησιακό ρίγος, δίχως την παραμικρή λεκτική ή συναισθηματική έξαρση (βλ. τα κομμάτια «Χαμένο δωμάτιο», «Κλειστό δωμάτιο» και «Απρόσκλητοι επιδρομείς»). Μακάρι τέτοια δείγματα να αποτελούσαν όχι την εξαίρεση αλλά τον κανόνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ