Κλειστές πόρτες στην καθημερινή τους ζωή συναντούν οι ήρωες της Ευγενίας Μπογιάνου. Μπορεί τις πόρτες αυτές να τις έχουν κτίσει οι κοινωνικές συνθήκες ή οι προσωπικές ατυχίες, αλλά πολλές φορές και οι ίδιοι οι ήρωες, με τις εμμονές τους, την αδυναμία τους να υπάρξουν με άλλους ή τη δυσκολία να δουν την αλήθεια που τους περιβάλλει. Στα έντεκα διηγήματα της συλλογής Κλειστή πόρτα υπάρχουν ήρωες που από δευτεραγωνιστές γίνονται πρωταγωνιστές στο επόμενο. Ετσι στήνεται ένα γαϊτανάκι προσωπογραφιών που δεν αποκτά μυθιστορηματική γραφή, συνιστά όμως ένα παιχνίδι που αυξάνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Οι ήρωες είναι κουρασμένοι σχεδόν προτού γεννηθούν. «Μια κούραση σαν αρρώστια απλώνεται στο σώμα και την ψυχή τους». Αν και οι περισσότεροι εργάζονται σκληρά, η εργασία ούτε τους εξυψώνει ούτε τους απαλλάσσει από το ψυχολογικό άγχος που σέρνουν μαζί τους. Δίπλα τους αγκομαχούν συγγενείς, εργαζόμενοι, πρόσωπα που τα συναντούν κάθε ημέρα στην πολυκατοικία ή στον δρόμο – και όμως, τίποτε δεν τους συνδέει πέρα από τυπικές κουβέντες. Οι ήρωες μοιάζουν να βρίσκονται «μέσα σε ένα στρόβιλο που τους τραβάει σε μια πορεία από την οποία και να ήθελαν θα ήταν αδύνατο να ξεφύγουν».
Ο Χριστόφορος που ξέρει ότι θα πεθάνει, η παραιτημένη κόρη του, ο Κώστας που εργάζεται σε δύο δουλειές για μια άχρηστη γυναίκα και του λείπει η ομορφιά της ζωής, την οποία όμως έχει μπροστά του ο απροσάρμοστος ζωγράφος του οποίου η μητέρα έχει άνοια, αλλά γι’ αυτήν είναι άπνοια ζωής. Η Μάγια από την Τιφλίδα που δουλεύει στο σουβλατζίδικο, μια πραμάτεια κι αυτή σαν την πραμάτεια που πουλάει, αποξενωμένη από το σώμα της και ο πρώην ψιλικατζής που τη συμπαθεί αλλά σέρνεται για ένα παλιό χρέος στο κρατητήριο.
Για όλους υπάρχει ένας «ονειρεμένος και απρόσιτος έξω κόσμος, αυτός που δόθηκε απλόχερα σε άλλους και σε αυτούς με το σταγονόμετρο». Βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι με την απώλεια, τα φαντάσματα, τις ενοχές. Κάποιοι προσπαθούν να διαχειριστούν ό,τι τους πονάει, αλλά συνήθως χάνουν – και αυτή είναι η νίκη τους, γιατί επιβεβαιώνεται το ατελέσφορο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα διηγήματα της Μπογιάνου, γραμμένα με σύντομες, κοφτές φράσεις, μεταδίδουν έναν ασθματικό χαρακτήρα που λειτουργεί αντιστικτικά προς την αργόσυρτη φθορά των ηρώων της και γοητεύει τον αναγνώστη.

Τζαζ-νουάρ διηγήματα
Μια σειρά νουάρ διηγήματα της Γεωργίας Συλλαίου κρύβουν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον: πώς μια τόσο επιλεκτική τραγουδίστρια της τζαζ θα αποδώσει ένα αντίστοιχο κλίμα και στα κείμενά της; Πρόκειται για 21 μικρά πεζά που δεν έχουν πάντα τη φόρμα του κλειστού διηγήματος, αλλά περισσότερο εκείνη του ανοιχτού πεζογραφήματος. Στα περισσότερα πρωταγωνιστεί η Νίνα, το alter ego της Συλλαίου. Μια νέα γυναίκα που συνεχώς δραπετεύει – από την πραγματικότητα, το εγώ της, τους φίλους, τους έρωτες -, για να βρεθεί μόνη με τις εμμονές, τα άγχη, τις ψευδαισθήσεις, την ίδια τη μοναξιά της. Κυριαρχούν οι έννοιες της απώλειας, του δρόμου, της φυγής, του τυχαίου.
Οι ήρωες της Συλλαίου στο Στο ακρωτήρι δοκιμάζουν τις προσωπικές τους ουτοπίες. Συχνά σε ένα καθημερινό σκηνικό ή μέσα σε ένα μπαρόκ ντεκόρ. Είναι Ελληνες αλλά και Κουβανοί, Ισπανοί, Αφροαμερικάνοι… Η εθνικότητα μοιάζει να μην επηρεάζει την αλήθεια τους. Η απώλεια είναι ένα από τα καθοριστικά σημεία σε κάθε διήγημα. Αρκετοί είναι και οι πρωταγωνιστές-παιδιά. Παιδιά που δυσκολεύονται να μεγαλώσουν ή δεν μεγαλώνουν ποτέ, σταθερή αναφορά της συγγραφέως στην παιδική ηλικία – τη μόνη και πραγματική πατρίδα μας. Κάποιες φορές η συγγραφέας παίζει παρωδώντας τα βίπερ Νόρα, άλλοτε αφήνεται στην ανθρωπιά των σκύλων ή της ομορφιάς που χάνεται.
Το ύφος μερικές φορές γίνεται συμβολιστικό σε βαθμό που να θυμίζει πίνακες του Νταλί, άλλοτε μπαρόκ και κάποιες στιγμές ρεαλιστικό – μαγκίτικο, που φέρνει λίγο σε Σκαμπαρδώνη. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα παραμένει όμως σκοτεινή. Οι ήρωες είναι απόβλητοι, δύσκολα προσγειώνονται στην πραγματικότητα, ζουν μέσα στις εμμονές και τις ψευδαισθήσεις τους.
Πίσω τους ακούγονται σταθερά η φωνή του Τομ Γουέιτς, η μουσική του Μάιλς Ντέιβις από το «Ασανσέρ για δολοφόνους» και μαύρες μουσικές από βρώμικα κλαμπ του Νότου. Κυριαρχεί μια ένταση, ένας απροσδιόριστος φόβος, ένα τέλος χωρίς όρια. Ολα αυτά είναι ένας άλλος τρόπος να σκεφτεί κανείς πώς ζούμε και τι καθορίζει τελικά την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Χρηματοοικονομικό θρίλερ
Με εξαίρεση, ίσως, την τριλογία του Πέτρου Μάρκαρη, οι έλληνες πεζογράφοι δεν μας έχουν συνηθίσει να βουτούν στα άδυτα του χρηματοπιστωτικού κόσμου αναδεικνύοντας χαρακτήρες και καταστάσεις – όπως έκαναν στο εξωτερικό ο Μπέρνχαρτ Σλινκ, ο Αλεξ Πρέστον κ.ά. Να όμως που η Ναταλία Δαδίδου, πρώην εργαζόμενη στον χώρο της χρηματιστηριακής αγοράς, στήνει τη μυθοπλασία του Abacus στον επικίνδυνο χάρτη των αγορών.
Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η Μαρκέλλα, εργάζεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία ελέγχει το νόμιμο των πράξεων που συντελούνται στο Χρηματιστήριο. Εχει κάνει μεταπτυχιακές οικονομικές σπουδές στο Λονδίνο, όπου και έχει γνωριστεί με πρόσωπα που αργότερα θα πρωταγωνιστήσουν στις εξελίξεις. Ανάμεσά τους ένας πρώην έρωτας και νυν διεθνής πράκτορας μεγάλων επενδυτικών funds, ένα φτωχό παιδί μπλεγμένο στα γρανάζια νόμων τους οποίους δεν μπορεί να υπερβεί κ.ά. Στην Αθήνα η Μαρκέλλα διατηρεί δεσμό με τον Ηλία, γόνο πλούσιας ναυτιλιακής οικογένειας και νυν επενδυτή σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Η ηρωίδα, και ενώ έχει αρχίσει να ξεσπάει η κρίση, ανακαλύπτει μια σειρά στημένα παιχνίδια στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τα οποία την οδηγούν στο σκάνδαλο των τοξικών ομολόγων. Οι υπόνοιές της κατευθύνονται σε εκείνα τα πρόσωπα που από τη θέση τους μπορούν να καλύπτουν τέτοιες σκοτεινές υποθέσεις.
Οταν αποφασίζει να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία, ανακαλύπτει γύρω της ένα τείχος σιωπής και απειλών. Στην πορεία η Μαρκέλλα θα υποστεί ισχυρούς κλονισμούς σχετικά με τις εκτιμήσεις της απέναντι σε πρόσωπα, συμπεριφορές και αξίες. Παράλληλα καταλαβαίνει ότι η υπόθεση των άυλων οικονομικών δεν είναι απλώς ένα «παιχνίδι» για τους κατέχοντες ή τα «λαμόγια», αλλά ένας κίνδυνος για όλη τη χώρα. Το δυνατό στοιχείο της αφήγησης είναι η σκιαγράφηση του χρηματοπιστωτικού χώρου. Ο βασικός χαρακτήρας αναπνέει μυθιστορηματικά και ως κύριος αφηγητής οδηγεί τη μυθοπλαστική κούρσα που άλλοτε παίρνει τα χαρακτηριστικά του θρίλερ και άλλοτε αγγίζει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ