Τα κινηματογραφικά γουέστερν υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλή, ως τη δεκαετία του 1970 τουλάχιστον, αν και οι παλαιότεροι θα θυμούνται πως, ενώ οι καλοί πάντοτε επικρατούσαν στο τέλος (αυτό επέβαλλε ο χολιγουντιανός «ηθικός» κώδικας), οι κακοί έπεφταν νεκροί χωρίς να χυθεί στάλα αίμα στην οθόνη. Μπαμ και κάτω – και αυτό ήταν. Τα αντίστοιχα βιβλία συγκαταλέγονταν στα φτηνά ψυχαγωγικά αναγνώσματα μαζί με τα ρομάντζα τρίτης διαλογής και κανείς δεν διενοείτο να τα χαρακτηρίσει λογοτεχνικά έργα.
Αρκετά γουέστερν κυκλοφόρησαν και στη χώρα μας. Πρωταθλητής επί του προκειμένου θα πρέπει να θεωρηθεί ο Λουίς Λαμούρ του οποίου ούτε ένα ούτε δύο αλλά δεκατέσσερα βιβλία κυκλοφορούν και σήμερα στα ελληνικά. Κανένας όμως δεν τα αντιμετώπισε ως βιβλία με λογοτεχνικές αξιώσεις.
Πέρυσι ωστόσο είχαμε μία έκπληξη: ένα μυθιστόρημα-γουέστερν, το Οι αδελφοί Αδελφές, γραμμένο από τον 37χρονο Πάτρικ Ντεγουίτ (αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του), έφθασε ως τη βραχεία λίστα του Booker, του διασημότερου παγκοσμίως βραβείου μυθιστορήματος. Τι συνέβη και ένα γουέστερν πέρασε το φράγμα της, ας πούμε, φτηνής αμερικανικής λαϊκής αφήγησης και θεωρήθηκε σοβαρή λογοτεχνία; Την απάντηση τη δίνει η ανάγνωσή του. Πρώτον, γιατί δεν πρόκειται για τυπικό γουέστερν. Δεύτερον, επειδή είναι γραμμένο σε απαράμιλλο ύφος (έργο αναμφισβήτητου στυλίστα) και τρίτον, επειδή ανατρέπει όσα ξέραμε για – ή περιμέναμε από – το είδος, χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως τη θεματολογία του.

Ο σκεπτικιστής και ο αδίστακτος
Πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι δύο αδέλφια, οι πιστολάδες Ελι και Τσάρλι, που έχουν το παρανοϊκό επώνυμο Αδελφές (Sisters). Δεν είναι μόνο το επώνυμό τους εξωφρενικό, αλλά και το εντελώς ανόμοιο των χαρακτήρων τους. Ο μικρότερος Ελι είναι, θα λέγαμε, ο σκεπτικιστής και ελαφρώς ως πολύ αφελής, ο Τσάρλι ο αδίστακτος, ελάχιστα ομιλητικός και μεθύστακας. Το μόνο που ξέρουν είναι να σκοτώνουν – και αυτό κάνουν, επί πληρωμή φυσικά.
Οι πιστολάδες βρίσκονται στην υπηρεσία ενός αδίστακτου επιχειρηματία με το επίσης εξωφρενικό ψευδώνυμο Στόλαρχος. Ο τελευταίος τούς αναθέτει να καθαρίσουν έναν άτακτο χρυσοθήρα ονόματι Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ. Βρισκόμαστε στο 1851, όταν ο πυρετός του χρυσού είχε καταλάβει χιλιάδες ανθρώπους. Οι δύο αδελφοί Αδελφές ξεκινούν από το Ορεγκον για το Σαν Φρανσίσκο να βρουν και να βγάλουν από τη μέση τον Γουόρμ.
Καθ’ οδόν θα εμπλακούν σε αμέτρητες περιπέτειες γεμάτες φόνους, μεθύσια και υπερρεαλιστικά παράδοξα. Αν μέτρησα σωστά, κατά τη διάρκεια της ελεεινής και αιματηρής τους «οδύσσειας» θα πεθάνουν 19 άνθρωποι. Οι 17 θα πυροβοληθούν, οι δύο θα δηλητηριαστούν και έναν στο τέλος (πρόσωπο κρίσιμο στην όλη υπόθεση, το οποίο δεν πρέπει να αποκαλύψω) θα τον πνίξει ο Ελι. Μαζί με αυτούς πεθαίνουν και άλλα πλάσματα: δύο σκύλοι, δύο άλογα και εννιά κάστορες.
Ολοι αυτοί οι θάνατοι ωστόσο δεν καθιστούν κατατονικό ή καταθλιπτικό το βιβλίο, που το χιούμορ του σπάει κόκαλα. Υπάρχουν απίστευτες σκηνές, όπως λ.χ. εκείνη όπου ο Ελι νιώθει απέραντη ευφορία βουρτσίζοντας τα δόντια του.

Ευχάριστο ανάγνωσμα
Η αίσθηση που έχει ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο είναι αυτή που αποκομίζει κάποιος από την καλή πεζογραφία: πως η ζωή τελικά υπερβαίνει τους πρωταγωνιστές της, πως έχει τη δύναμη να τους αλλάξει. Γι’ αυτό και στον επίλογο η συνεχής επιτάχυνση του χρόνου, που οφειλόταν στην καταιγιστική δράση των προηγούμενων κεφαλαίων, σταματά. Τα δύο αδέλφια αφήνουν πίσω τους τη ζωή που έζησαν και τώρα βρίσκονται «για την ώρα τουλάχιστον, πολύ μακριά από κάθε λογής επίγειους κινδύνους και τρόμους».
Δεν πρόκειται για ευτυχή κατάληξη, αλλά για ήρεμη μελαγχολία, η οποία επέρχεται όταν τα πάντα σταματούν και αρχίζουν να αποκτούν διαφορετικό νόημα. Πρόκειται για μιαν άλλη αίσθηση, πέραν του καλού και του κακού.
Το Οι αδελφοί Αδελφές είναι ευχάριστο ανάγνωσμα – και γράφτηκε ασφαλώς προς τέρψιν του κοινού. Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης το μετέφρασε με κέφι και μετέφερε με ευρηματικό τρόπο πολλά από τα λογοπαίγνια του πρωτοτύπου.
Τα βρώμικα σαλούν, τα μπορντέλα, οι άνδρες που τρελαίνονται από μοναξιά, οι πόρνες, τα πεινασμένα παιδιά, συνθέτουν μια αφήγηση κάθε κεφάλαιο της οποίας μοιάζει είτε με κινηματογραφική σεκάνς είτε με εκτενές βιντεοκλίπ. Από την αρχή ακόμη έχουμε την εντύπωση ότι δεν διαβάζουμε ακριβώς ένα μυθιστόρημα αλλά ότι παρακολουθούμε μια κινηματογραφική ταινία, ότι δηλαδή αυτό που διαβάζουμε μοιάζει με σενάριο – και θα ήταν, αν έλειπαν τα σχόλια του συγγραφέα.
Η επίδραση του κινηματογράφου στη νεότερη πεζογραφία δεν είναι φυσικά κάτι νέο. Υπάρχει, έντονη μάλιστα, και εδώ. Για τούτο και πρέπει να τονίσω ότι ο Ντέγουιτ δεν περιγράφει τους τόπους στην έκταση που θα περίμενε κανείς, αλλά εντάσσει τα πάντα στην υπηρεσία της δράσης, την οποία εν τούτοις ευφυέστατα υπονομεύει γράφοντας στην ουσία ένα αντι-γουέστερν, όπου η βία διαδέχεται τη μελαγχολία, και αυτή με τη σειρά της το εξοντωτικό χιούμορ.
Ωστόσο, παρά τη σχεδόν υπερρεαλιστική αναγωγή των συμβάντων στην ακραία εκδοχή τους, το ψυχολογικό μέρος δεν τον αφήνει αδιάφορο – το αντίθετο.

Οι δύο κεντρικοί ήρωες πουθενά δεν παρουσιάζονται ως καρικατούρες – παρά την εξοντωτική διακωμώδηση. Ο Ελι είναι πιστολάς επειδή δεν ξέρει άλλη δουλειά, χωρίς να σημαίνει ότι του αρέσει. Ο Τσάρλι είναι πιστολάς-πιστολάς και απλώς πυροβολεί στο άψε – σβήσε, γιατί όταν σκέφτεσαι δεν πατάς όσο γρήγορα χρειάζεται τη σκανδάλη. Ο Ελι βέβαια παραμένει πιστός στον αδελφό του, μολονότι ο τελευταίος τον μεταχειρίζεται σαν βλάκα. Ο Ελι, που είναι και ο αφηγητής στο βιβλίο, προσπαθεί να γίνει από πιστολάς κανονικός άνθρωπος, ενώ ο Τσάρλι το εντελώς αντίθετο, δηλαδή να σβήσει από μέσα του κάθε ανάμνηση των φόνων και κυρίως του πρώτου που διέπραξε, θύμα του οποίου υπήρξε ο ίδιος του ο πατέρας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ