Η Διήγηση του Ιάσονα, το πρώτο πεζογράφημα του Βασίλη Βασιλικού, κυκλοφορεί το 1953, όταν ο συγγραφέας είναι 19 ετών. Μαζί με τις νουβέλες Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, που δημοσιεύονται υπό τη μορφή τριλογίας σε έναν τόμο το 1961, για να συμπληρωθούν με τη συλλογή αφηγημάτων Η μυθολογία της Αμερικής (1964), όπως και με τα μυθιστορήματα Οι φωτογραφίες (1964) και Ζ. Φανταστικό ντοκυμανταίρ ενός εγκλήματος (1966), η Διήγηση του Ιάσονα αποκαλύπτει σε αναπεπταμένο πεδίο τη νεανική παραγωγή του Βασιλικού: ένας έντονα λυρικός κόσμος, όπου τα πάντα δείχνουν μεταβατικά και μετέωρα, με τους ήρωες να αγωνίζονται να βγάλουν από πάνω τους το κέλυφος μιας απωθητικής και δυσβάστακτης καθημερινότητας, η οποία το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει μια πολλαπλά νωθρή και απαξιωμένη κοινωνία. Με τον τρόπο αυτόν ο Βασιλικός επιδιώκει να αποσπάσει από το βαρύ πολιτικοκοινωνικό κλίμα της εποχής του μια σαφώς εξατομικευμένη, σχεδόν υπαρξιακή διάσταση, τονίζοντας τον υποκειμενικό χαρακτήρα τόσο της αφηγηματικής του τέχνης όσο και της πραγματικότητας.

Η τάση απόδρασης από το παρόν προς ένα πάμφωτο μέλλον, όπου τα νιάτα θα κατακτήσουν τον ανεύρετο, αυθεντικό εαυτό τους, διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον τη Διήγηση του Ιάσονα (το τοπίο δεν αλλάζει στις Αναμνήσεις από τον Χείρωνα που, γραμμένες στο περιθώριο της Διήγησης και πρωτοδημοσιευμένες το 1974, συμπεριλαμβάνονται στη σημερινή επανέκδοση για λόγους πληρότητας).
Ο Βασιλικός καταφεύγει στον μύθο της Αργοναυτικής Εκστρατείας πετυχαίνοντας από τη μια πλευρά να μην τον εκσυγχρονίσει άχαρα και από την άλλη να τον περιβάλει με την άχλη μιας λυτρωτικής ουτοπίας. Ο Ιάσονας δεν θα επιβιβαστεί όσο διαρκεί η δράση με τους συντρόφους του στην Αργώ, θα καταφέρει όμως να ταξιδέψει σε έναν καθαρά φανταστικό χρόνο και να ζήσει σαν μέσα σε όνειρο τον μακρύ διάπλου του Εύξεινου Πόντου με προορισμό το μακρινό βασίλειο της Κολχίδας.

Με πρότυπα τον Ζιντ και τον Σαρτρ
Ο Βασιλικός φιλοτεχνεί έναν μονίμως ανήσυχο και εξεγερμένο Ιάσονα, που μετά τις πρώτες δυσκολίες της ενηλικίωσης (με τη μαθητεία στη σπηλιά του Κενταύρου Χείρωνα), θέλει να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία και να απομακρυνθεί από τις κοινωνικές υποχρεώσεις του (τις βασιλικές ευθύνες), διεκδικώντας την πλήρη αυτονομία του. Εύκολα διακρίνει κανείς εδώ όχι μόνο τον Θησέα του Αντρέ Ζιντ (ομολογημένο πρότυπο του Βασιλικού), που ευαγγελίζεται την απαλλαγή του ατόμου από όλα τα συμβατικά δεσμά του (βλ. και τις εισαγωγικές παρατηρήσεις του Θανάση Αγάθου), αλλά και τον υπαρξισμό του Σαρτρ, όταν διακηρύσσει πως ο άνθρωπος είναι «καταδικασμένος στην ελευθερία του», ή τη μεταπολεμική «λογοτεχνία της οργής», που θα στραφεί εναντίον κάθε κατεστημένης αξίας.
Με έκδηλα ποιητική διάθεση, που αποθεώνει τη φύση μέσω μιας πυκνής διαδοχής λυρικών εικόνων, η Διήγηση του Ιάσονα σηματοδοτεί, πέρα από τη διακήρυξη για την ανάγκη απελευθέρωσης του εγώ από τα δεσμά της κοινότητας, και έναν επιπλέον νεωτερισμό: το πέρασμα της ελληνικής πεζογραφίας της δεκαετίας του 1950 σε μια εσκεμμένα αποσπασματική και ρευστή έκφραση, η οποία αμφισβητεί εκ των ένδον τον ρεαλισμό χωρίς να επιστρέψει στις άκαμπτες αρχές του προπολεμικού μοντερνισμού. Ενα βιβλίο που, εκτός όλων των άλλων, δεν έχει χάσει το παραμικρό από την αρχική ρώμη και φρεσκάδα του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ