Τι µπορεί να σκέφτεται για την κρίση ένας συγγραφέας του οποίου το µυθιστορηµατικό έργο έχει δεθεί στενά µε τον στοχαστικό λόγο του δοκιµίου, εστιάζοντας τον φακό του στο ζήτηµα τόσο της ατοµικής όσο και της συλλογικής αυτογνωσίας; Ο Γιάννης Κιουρτσάκης ξεκίνησε να γράφει το Ζητούµενο του ανθρώπου (µια ελεύθερη σύνθεση κοινωνικοπολιτικών και φιλοσοφικών ιδεών, όπως και το προ διετίας βιβλίο του Ενας χωρικός στη Νέα Υόρκη ) εν έτει 2004, όταν η αίσθηση ευµάρειας των Ελλήνων άγγιζε το απόγειό της. Γρήγορα όµως αντίκρισε τα πρώτα σηµάδια της κατάπτωσης, για να βρεθεί αντιµέτωπος, λίγο προτού ολοκληρώσει το βιβλίο του, µε τη ραγδαία έλευση της καταστροφής.

Θα έλεγα πως µέσα σε ένα τέτοιο χρονικό πλαίσιο η σκέψη του Κιουρτσάκη µπορεί να θεωρηθεί προδροµική, αφού τα νοσηρά συµπτώµατα που διακρίνει στην ελληνική πραγµατικότητα προβάλλονται και ερµηνεύονται ως οργανικό πρόβληµα των ριζικών µεταβολών που γνώρισε ο καπιταλισµός κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Αντί να βολευτεί µε ένα πρωθύστερο σχήµα, ο Κιουρτσάκης ψάχνει τις ιστορικές ρίζες της κρίσης, οι οποίες υπερβαίνουν ευθύς εξαρχής τα εθνικά σύνορα (παρά τις ελληνικές υπερστρεβλώσεις) και έχουν να κάνουν µε την επικίνδυνη απόσπαση της οικονοµίας και της τεχνικής από τη σφαίρα της πολιτικής και της κοινωνίας.

Στο ολισθηρό αυτό παιχνίδι ο ατοµικισµός και η υπερκατανάλωση, µαζί µε τη µηχανοποίηση των πάντων, που φθάνει ως τη µαζικοποίηση της τέχνης και το ψευδαισθητικό σύµπαν του κυβερνοχώρου, διέλυσαν κάθε έννοια συνοχής και ενότητας στερώντας τον κόσµο (ο οποίος καλείται τώρα να τιµωρηθεί διότι απλώς συνεµορφώθη προς τας υποδείξεις των θηριωδιών της αγοράς) από την εσώτερη ελευθερία και την ανθρωπολογική προοπτική του: από τη δυνατότητά του, µε άλλα λόγια, όχι µόνο να διεκδικήσει την αυτόνοµη πραγµάτωσή του στο παρόν αλλά και να διατηρήσει ζωντανούς τους δεσµούς του µε την παράδοση, επαναφορτίζοντας σύµφωνα µε τις δικές του αξίες τα ούτως ή άλλως ανοιχτά νοήµατα του παρελθόντος.

Η αγωνία του συγγραφέα

Πολλά είναι εκείνα που µε χωρίζουν προσωπικά από την προσέγγιση του Κιουρτσάκη: η ροπή του, για παράδειγµα, προς έναν έστω µετριοπαθή κοινοτισµό που δεν αποφεύγει στο τέλος ένα ειδυλλιακό στοιχείο ή η βαριά καχυποψία του έναντι της ψηφιακής τεχνολογίας, που παραγνωρίζει τη συµβολή της στην εξάπλωση της γνώσης και στον εκδηµοκρατισµό της επικοινωνίας.

Εκείνο που έχει όµως τη µεγαλύτερη σηµασία στο βιβλίο είναι η αγωνία του συγγραφέα για το πώς θα µπορέσουµε να βγούµε από την κρίση, θεµελιώνοντας στο µέλλον µια ριζικά καινούργια ανθρωπολογία: όχι των σωτηριολογικών υποσχέσεων και των µεγαλεπήβολων οραµάτων αλλά της ζωτικής συνεύρεσης του εγώ µε τον άλλον. Μια ανθρωπολογία, θα πρόσθετα, ικανή να µας αποµακρύνει από τα αποµονωµένα διαµερίσµατα της πολυπολιτισµικής συγκατοίκησης και να µας οδηγήσει, όπως τονίζει και ο Κιουρτσάκης, κάτω από την οικεία στέγη της ετερότητας (ο άλλος ως εαυτός) του Εµµανουήλ Λεβινάς.

Ας σηµειώσω, κλείνοντας, τη ζωντάνια και την πλαστι κότητα που αποκτά ο δοκιµιακός λόγος του Κιουρτσάκη χάρη στην ικανότητά του να συνδυάζει την επαγωγική ανάλυση µε την αυτοβιογραφική αφήγηση και τη µυθιστοριογραφική του εµπειρία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ