Θα είχαν γραφτεί ποτέ το Νορβηγικό δάσος και το Κουρδιστό πουλί αν ο Χαρούκι Μουρακάµι δεν είχε αρχίσει το τρέξιµο; Ο συσχετισµός δεν είναι αυθαίρετος. Ο βραβευµένος ιάπωνας µυθιστοριογράφος, ένας από τους σπουδαιότερους ζώντες συγγραφείς, άρχισε να τρέχει λίγους µήνες µετά την έκδοση του Κυνηγιού του αγριοπρόβατου, του πρώτου βιβλίου του που, όπως παραδέχεται, τον έπεισε για το ταλέντο του και του αποκάλυψε την απόλαυση της συγγραφής. «Τα περισσότερα πράγµατα που έµαθα για το γράψιµο τα έµαθα τρέχοντας καθηµερινά» γράφει στο προσωπικό αφήγηµα Για τι πράγµα µιλάω όταν µιλάω για το τρέξιµο. Οι παραλ ληλισµοί µεταξύ άθλησης καιτέχνης αφθονούν: για να τρέξεις χρειάζεσαι µονάχα ένα ζευγάρι παπούτσια για τρέξιµο και έναν δρόµο. Οµοίως για να γράψεις χρειάζεσαι µόνο χαρτί και µολύβι. Και τον εαυτό σου. Σοβαρός δροµέας µεγάλων αποστάσεων επί 23 χρόνια, ο Μουρακάµι θεωρεί αυτό το κείµενο γραµµένο στο διάστηµα 2005-2006, µια αυτοβιογραφία εστιασµένη στο τρέξιµο ή µια αλληγορία για τη συγγραφή.

Αφηγείται περιστατικά από τις προπονήσεις του πλάι στον ποταµό Τσαρλς στη Μασαχουσέτη, περιγράφει τη λιγοψυχία µπροστά στον πόνο της έντονης άσκησης, µεταφέρει τον ενθουσιασµό του για τη συµµετοχή στον µαραθώνιο της Νέας Υόρκης και την απογοήτευση από την επίδοσή του στον πρώτο του υπερµαραθώνιο της Σαρόµα. ∆ιηγείται ακόµη τη φριχτή ζέστη της Αθήνας όταν έτρεξε ανάποδα τον δικό µας µαραθώνιο τον Ιούλιο του 1983 µετρώντας ένα προς ένα τα κουφάρια των ζώων στην άσφαλτο.

Γραφή µε όρους σώµατος

Ανάµεσα στο ζέσταµα των µυών και στις διατάσεις της αποθεραπείας µιλάει για τη ζωή του, για το τζαζ κλαµπ που διατηρούσε µε τη γυναίκα του στο Τόκιο, τις αγαπηµένες του µουσικές των Lovin’ Spoonful, την αγάπη του για τα ζώα, τη λαχτάρα του για παγωµένες µπίρες. Μαθαίνουµε ότι ξεκίνησε να τρέχει στην ηλικία που το λογοτεχνικό άστρο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ άρχισε να θαµπώνει, ότι πήρε συνέντευξη από τον Τζον Ιρβινγκ τρέχοντας µαζί του στο Σέντραλ Παρκ, ότι θαυµάζει τον Ρέιµοντ Κάρβερ τόσο που επέλεξε ο τίτλος της αυτοβι ογραφίας του να παραπέµπει στο Για τι πράγµα µιλάµε όταν µιλάµε για αγάπη του Αµερικανού.

Αποφασιστικότητα, θέληση, επιµονή, προσήλωση στον στόχο, πειθαρχία, σκληρή δουλειά ανακαλύπτουµε ότι είναι τα χαρακτηριστικά του δροµέα αλλά και συγγραφέα Μουρακάµι. Η σκέψη να γράψει µυθιστόρηµα του έρχεται ουρανοκατέβατη καθώς παρακολουθεί έναν αγώνα µπέιζµπολ την Πρωταπριλιά του 1978 στο Τόκιο. Κλείνει το κλαµπ στις τρεις το πρωί και γράφει κάθηµερινά στο τραπέζι της κουζίνας ως το ξηµέρωµα. Αποφασίζει να αφοσιωθεί πλήρως στο γράψιµο και διαχειρίζεται το ταλέντο του ώστε να αποκτήσει διάρκεια ασκούµενος σχολαστικά στη συγκέντρωση και εκπαιδεύοντας τους µυς του στη συγγραφή, όσοεπώδυνη ή αποθαρρυντική και αν είναι η διαδικασία. Γράφει όπως τρέχει και παίρνει µαθήµατα από το «µπλουζ του δροµέα» για να αποτρέψει τη «λογοτεχνική υπερκόπωση». Η πραγµατικότητα που παρατηρεί και σχολιάζει ο Μουρακάµι εδώ δεν προκαλεί την ίδια εντύπωση µε τους αλλόκοτους φανταστικούς κόσµους των µυθιστορηµάτων του. Ο λόγος του σωµατοποιεί τη γραφή και µιλά γι’ αυτήν µε όρους του σώµατος, βιωµατικά, απλά. Η προσωπική αφήγησή του διαβάζεται όµως µε ενδιαφέρον. ∆ιότι, όπως όλες οι αυτοβιογραφίες, αφηγείται µια ιστορία επιτυχίας, που εµπνέει και δίνει µαθήµατα για τη ζωή – τον µοναχικό δρόµο µεγάλης απόστασης που τρέχουµε όλοι –, όπου «σίγουρα θα πονέσεις, αλλά δεν είναι απαραίτητο να υποφέρεις».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ