«Ο θρήνος ταιριάζει στις γυναίκες κι αυτό µε βόλευε. Οπως όλες τις “πατρίδες”, έτσι και την Ελλάδα τη φανταζόµαστε και την παριστάνουµε, παραδόξως, σαν γυναίκα. Μια γυναίκα ταυτίζεται µε την ίδια την Ελλάδα. Οταν διαµαρτύρεται και κλαίει, διαµαρτύρεται και κλαίει η Ελλάδα. Κι εγώ ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω – να βάλω την Ελλάδα να κλάψει, να κλάψω την Ελλάδα, να κλάψω µε την Ελλάδα. Αλλά από την άλλη µεριά δεν ήθελα και να περιοριστώ στο κλάµα. Ηθελα να τελειώσω µε µια νότα αισιοδοξίας και κατάφασης, που κι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό των Ελλήνων σαν φυλής κι επιπλέον αισθητικά απαραίτητο».

Αυτό είναι το «Τρίτο στεφάνι », το κορυφαίο και µοναδικό µυθιστόρηµα του Κώστα Ταχτσή, µέσα από τις σκέψεις και τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα (σε συνέντευξή του στον Γ. Κ. Πηλιχό, στο περιοδικό «Ταχυδρόµος»).

Αυτό το «έπος», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Ανδρέας Εµπειρίκος , έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τα µεγάλα έργα δεν χάνονται. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι τα χειρόγραφα του Ταχτσή είχαν απορριφθεί από τους εκδοτικούς οίκους της δεκαετίας του ‘60 και τελικά το εξέδωσε ο ίδιος, µε δικά του µέσα, το 1962; Και όµως: η επιτυχία του είναι η επιτυχία ενός έργου που κατάφερε να κάνει το ιδιωτικό και το προσωπικό δηµόσιο και εθνικό. Αυτό επιβεβαιώνεται µέσα από τη µεταφορά του στο σανίδι, µισόν αιώνα µετά, λες και ήταν/ είναι πάντα ο φυσικός του χώρος. Γραµµένη µε έντονα θεατρικά στοιχεία και βασισµένη στις διηγήσεις δύο γυναικών, της Εκάβης και της Νίνας, η ιστορία ξεφεύγει για να γίνει Ιστορία.

Με τη θεατρική µεταφορά που συνυπογράφουν ο Θανάσης Νιάρχος και ο Σταµάτης Φασουλής, ο οποίος σκηνοθετεί και την παράσταση, το «Τρίτο στεφάνι» ζωντανεύει στη σκηνή του Παλλάς, διασχίζοντας την Ελλάδα πριν και µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Με τη γλώσσα του συγγραφέα να παραµένει «αγέραστη και φρέσκια», ποιητική και καθηµερινή συγχρόνως, το θεατρικό έργο απορροφά µέσα του τον θεατή-αναγνώστη, κάνοντάς τον συµµέτοχο και συνεργό στα δεινά και τα καλά της ζωής.

Ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί Πόλεµοι, η Μικρά Ασία, ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος, η Κατοχή, περνούν µπροστά από τα µάτια µας, άλλοτε ως γεγονότα και άλλοτε ως συναισθήµατα, σε µια ισορροπία που προσδίδει στην παράσταση τον χαρακτήρα του κλασικού – και γι’ αυτό του πολύτιµου.

«Ηταν ένα όνειρό µου από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο να το µεταφέρω στην αρχή στο σινεµά και µετά στο θέατρο» θυµίζει ο σκηνοθέτης, που κουβα λούσε µέσα του το «Τρίτο στεφάνι» και κάθε χρόνο σκεφτόταν να το ανεβάσει. Ωσπου είδε τη Νένα Μεντή στην «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» και κατάλαβε ότι βρήκε την Εκάβη του. Αµέσως το πρότεινε στο Εθνικό και στον Γιάννη Χουβαρδά, για να λάβει καταφατική απάντηση.

Η πρώτη σεζόν (2009-2010) στη σκηνή του Ρεξ έκλεισε µε θρίαµβο. «Η επιτυχία; Τι να πω. Αισθάνοµαι ότι σαν να δικαιώθηκα που είχα ένα όνειρο…». Για αυτό και η παράσταση επανήλθε εφέτος, στο Παλλάς αυτή τη φορά. «∆εν ξέρω ακόµα πώς έγινε αυτή η παράσταση. Σαν να µεγάλωνε µαζί µου. Η διασκευή όµως µε δυσκόλεψε, γιατί έπρεπε να µεταφέρω τον λόγο µαζί µε το πνεύµα του Ταχτσή. Οσο για τη σκηνοθεσία, γινόταν µαζί µε τη διασκευή».

«Πρόκειται για έναν “άθλο”» λέει ο Θανάσης Νιάρχος, «που θα ήταν ωστόσο απραγµατοποίητος χωρίς τον Σταµάτη Φασουλή, ο οποίος µοίρασε τους δύο µονολόγους της Εκάβης και της Νίνας σε 70 ρόλους». Ο ίδιος παραδέχεται ότι συνέβαλε στη διατήρηση «ενός πνεύµατος που µπορεί να υπάρχει σε ορισµένα σηµεία του θεατρικού έργου». Και καταλήγει «στη διαχρονικότητα του ίδιου του βιβλίου η οποία περιλαµβάνει προγενέστερες από το βιβλίο γενιές, αλλά και όσες γενιές υπάρξουν στο µέλλον, είτε γνωρίσουν είτε αγνοούν το βιβλίο».

Στις 27 Αυγούστου 1988 ο Κώστας Ταχτσής βρέθηκε δολοφονηµένος στο σπίτι του στον Κολωνό. Ηταν 61 ετών. Η Αστυνοµία δεν µπόρεσε να διαλευκάνει ποτέ το έγκληµα.

Ο ρώσος που ξύπνησε τα πάθη στη Λάρισα του ’20

«Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του Μ. Καραγάτση είναι το βιβλίο που θα διανεμηθεί με «Το Βήμα» την επόμενη Κυριακή

Ο περίγυρος ήταν ιδεώδης για να αναπτυχθεί μια ιστορία πάθους, εκδίκησης, θαυμασμού και ζηλοφθονίας, εκρηκτικής συμπεριφοράς και δηλητηριωδών σχολίων. Βρισκόμαστε στη Λάρισα της δεκαετίας του 1920, με τους μικροαστούς της, τα κουτσομπολιά, τα μικροσκάνδαλα και τις καταπιεσμένες επιθυμίες. Σε ένα εντυπωσιακό τοπίο, τον θεσσαλικό κάμπο με τα δύο εμβληματικά βουνά του, τον Ολυμπο και την Οσσα, και ένα εξίσου εμβληματικό ποτάμι, τον Πηνειό, όπου βρίσκουν καταφύγιο τα παράνομα και ημιπαράνομα ζευγαράκια. Και σε ένα δημόσιο ίδρυμα που λειτουργεί σαν καθρέφτης της πόλης, της κοινωνίας και της οικονομίας της: τη Γεωργική Σχολή. Εδώ θα κινηθεί ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που έρχεται από αλλού, ο ικανός, δαιμονικός και απρόβλεπτος, σημαδεμένος από την εμπειρία της εξορίας και του θανάτου, εμιγκρές συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού Λιάπκιν, που άφησε τη χώρα του μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Ολα τούτα παρείχαν άφθονο υλικό για μια συναρπαστική αφήγηση, την οποία μας προσέφερε ο Μ. Καραγάτσης στο πρώτο του μυθιστόρημα, τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα της νεοελληνικής πεζογραφίας, το οποίο ανήκει, μαζί με τον Γιούγκερμαν και τον Κίτρινο φάκελλο, στα καλύτερά του. Και να σκεφθεί κανείς ότι το 1933, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, ο συγγραφέας ήταν μόλις 25 ετών.

Εχουν περάσει σχεδόν 80 χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε το μυθιστόρημα. Και όμως ο χρόνος που μεσολάβησε είναι σαν να μην το άγγιξε.

Αν ο Καραγάτσης διαβάζεται στις ημέρες μας με το ίδιο πάθος, όπως και όταν εξέδιδε τα βιβλία του, αυτό οφείλεται βέβαια στο ότι ήταν ο γοητευτικότερος αφηγητής της νεότερης λογοτεχνίας μας. Ουδείς διαβάζοντας σήμερα το βιβλίο του αυτό σκέφτεται ότι τα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του είναι πραγματικά – με αλλαγμένα μόνο τα ονόματά τους. Οτι, για παράδειγμα, ο Λιάπκιν ήταν ο ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντοφ, ο οποίος τη δεκαετία του 1920 έφθασε στην περιοχή και αφού έζησε για ένα διάστημα σε συνθήκες έσχατης ένδοιας κατάφερε να προσληφθεί στη Γεωργική Σχολή σε ασήμαντη θέση. Σύντομα όμως η προσωπικότητα και οι ικανότητές του τον ανέδειξαν σε αυτό που θα λέγαμε «πνεύμα της σχολής».

Στην πόλη και στην περιοχή θαυμάζουν και φθονούν αυτόν τον βίαιο, γοητευτικό, αλκοολικό και μυστηριώδη Ρώσο. Η προσωπικότητα, ο εκρηκτικός χαρακτήρας, ο ερωτισμός που αποπνέει η παρουσία του, αλλά και η ερωτική συμπεριφορά του καθαυτή λειτουργούν ως αντίδοτο στη βαρετή ζωή της επαρχίας. Αν όμως το ποτό και το σεξ είναι τα δύο μεγάλα πάθη του, ο ίδιος φέρει το παρελθόν του όχι απλώς σαν βαριά ανάμνηση αλλά σαν κατάρα. Για τούτο και ο αναγνώστης παρακολουθεί το προθανάτιο παραλήρημά του, όπως και το φοβερό τέλος του με κομμένη την ανάσα.

Ο νεαρός Καραγάτσης συνδέει αριστοτεχνικά το τοπίο, φυσικό και αστικό, με τα πρόσωπα που κινεί στο μυθιστόρημά του. Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν δεν είναι ένα ηθογραφικό βιβλίο, αλλά μια ιστορία σκληρού ρεαλισμού που συνοδεύεται από εξαίρετες λυρικές περιγραφές, τέτοιες που σου δίνουν την αίσθηση ότι η φύση και οι άνθρωποι είναι ένα, ότι όπως η φύση γεννάται, πεθαίνει και αναγεννάται μέσα στον αέναο κύκλο των εποχών, έτσι και οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους και πεθαίνουν αφήνοντας το αποτύπωμά τους στις αναμνήσεις των μεταγενεστέρων. Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ομόλογος του φυσικού χρόνου – και τούτο προσδίδει στην αφήγηση μιαν απαράμιλλη γοητεία, ικανή να συνεπάρει και τους νεότερους αναγνώστες, όπως συνέβη και με τους παλαιότερους.

«Ο κόσμος θέλει να δει ελληνικό έργο»

Η Νένα Μεντή δίνει σάρκα και οστά στην Εκάβη: «Ο Σταμάτης μού έδωσε να διαβάσω το “Τρίτο στεφάνι” το 1973 γιατί πίστευε ότι θα μου άρεσε. Και μου άρεσε. Για μένα αυτό το βιβλίο είναι σφραγίδα. Αυτή η Ελλάδα, αυτές οι γυναίκες, αυτή η διαδρομή… Μου προκαλεί μεγάλη συγκίνηση. Η παράσταση όμως είναι μια δουλειά του Φασουλή. Αυτό που κατάφερε να κάνει και να φτιάξει το μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο, φορώντας στα πρόσωπα τη γλώσσα του Ταχτσή, είναι άθλος. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια παράσταση-σταθμό για το ελληνικό έργο – όχι βέβαια επειδή παίζω εγώ. Σε ό,τι αφορά την Εκάβη, ομολογώ ότι ήταν ένα όνειρό μου. Ηθελα αυτόν τον ρόλο, είναι κοντά μου ή, για να ακριβολογώ, είμαι κοντά της. Από την άλλη, δεν κρύβω ότι με έχει εντυπωσιάσει αυτή η επιτυχία. Η εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι ο κόσμος θέλει να δει ελληνικό έργο, θέλει να δει κάτι που τον αφορά, την ιστορία του, τη δυστυχία του και τη μιζέρια του».

«Αν ήμουν γυναίκα, θα ήθελα να είμαι η Νίνα» είχε εξομολογηθεί κάποτε ο Ταχτσής. Και αυτό το θυμάται σήμερα η Φιλαρέτη Κομνηνού που την υποδύεται. «Προσωπικά την αγαπώ, την υπερασπίζομαι επί σκηνής, αλλά δεν θα ήθελα και να της μοιάσω» λ έει στο «Βήμα».

«Αν η Νίνα ήταν ταινία, θα της ταίριαζε “Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”».

Εξαιρετικά σύγχρονη, μοιάζει να ταιριάζει στο τώρα, όπως ταίριαζε στο τότε – σαν να μην έχει μετακινηθεί καθόλου, παρά τα χρόνια που πέρασαν. «Είχα διαβάσει μια έρευνα για τον Ελληνα, που νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα στη Νίνα: “Παράξενο πράγμα αυτός ο Ελληνας. Μπορείτε να τον θαυμάσετε, μπορείτε να τον λυπηθείτε, αλλά είναι δύσκολο να τον ταξινομήσετε”».

Ηταυτότητα της παράστασης
«Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή

Διασκευή: Σταμάτης Φασουλής – Θανάσης Νιάρχος Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής Σκηνικά: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου Κοστούμια: Ντέννη Βαχλιώτη Μουσική σύνθεση – επιμέλεια: Θοδωρής Οικονόμου Κίνηση: Αποστολία Παπαδαμάκη Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Παπαδόπουλος Παίζουν: Νένα Μεντή, Φιλαρέτη Κομνηνού, Γιάννης Στάνκογλου, Τάνια Τρύπη, Μαρία Ζορμπά, Γιάννης Νταλιάνης, Ολγα Δαμάνη, Κώστας Φαλελάκης, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Θεοχάρης Ιωαννίδης Συμπαραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων με το Εθνικό Θέατρο, Παραστάσεις στο Παλλάς (Βουκουρεστίου 1)
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ