Οι περιπέτειες του ελληνικού Στρατού στις αρχές του 20ού αιώνα κράτησαν πάνω από δέκα χρόνια: ξεκινώντας από τους Βαλκανικούς Πολέµους του 1912-1913 και τον Α© Παγκόσµιο και φθάνοντας ως την Εκστρατεία της Κριµαίας και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε αυτό το εκτεταµένο γεωγραφικό και χρονικό τοπίο κινείται το δεύτερο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη του Θανάση Βαλτινού, αποκαλύπτοντας µέσα από την εξαιρετικά λιτή αφήγηση έναν πέρα για πέρα ζοφερό κόσµο συνεχών µετακινήσεων και συγκρούσεων, που θα σηµαδευτεί από τη βία και το σπάταλα χυµένο αίµα, µε το ελληνικό εκστρατευτικό σώµα παγιδευµένο από τη µια στην αυταπάτη της δύναµης πυρός του (εδώ οφείλονται οι δηώσεις και οι ασύστολοι βιασµοί) και καταδικασµένο από την άλλη να γνωρίσει την εγκατάλειψη και τον αφανισµό. ∆εν υπάρχουν στο βιβλίο του Βαλτινού ούτε το κλίµα ευφορίας που διακατείχε τους Ελληνες κατά την προέλαση των Βαλκανικών Πολέµων ούτε το νικηφόρο πνεύµα που έφερε την εθνική ανάταση στις όχθες του Στρυµόνα και του Αξιού εν µέσω των συρράξεων του Α© Παγκοσµίου Πολέµου. Τα πάντα εδώ µοιάζει να έχουν καταπλακωθεί από την απέραντη κατάθλιψη του µικρασιατικού µετώπου, που έβαλε τέλος σε κάθε φιλοδοξία και προοπτική, ρίχνοντας την Ελλάδα σε µακρά εσωστρέφεια και παρακµή.

Ο Βαλτινός θα δηµοσιεύσει το πρώτο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη το 1964 (σε βιβλίο θα κυκλοφορήσει το 1972), µε µοναδικό αφηγητή τον Αντρέα Κορδοπάτη από τη ∆άρα Μαντινείας. Πραγµατικό πρόσωπο και υπόδειγµα λαϊκής προφορικής αφήγησης (στα χνάρια του ήρωα της Ιστορίας ενός αιχµαλώτου του Στρατή ∆ούκα), ο Κορδοπάτης θα εξιστορήσει τα δεινά της λαθροµετανάστευσης στις ΗΠΑ, όπου και θα ψάξει επί µαταίω την τύχη του εν έτει 1903. Ο Κορδοπάτης εµφανίζεται και στο ανά χείρας βιβλίο του Βαλτινού, αλλά η παρουσία του στον τίτλο είναι απατηλή, αφού η φωνή του θα υποχωρήσει εντυπωσιακά για να δώσει τη θέση της σε ένα πλήθος λιλιπούτειων αφηγήσεων-µαρτυριών: στρατιώτες, χαµηλόβαθµοι αξιωµατικοί, όπως και πολλαπλά βασανισµένοι πολίτες θα µιλήσουν είτε για τις καυτές πολεµικές τους εµπειρίες στα Βαλκάνια, στην Ουκρανία και στη Μικρά Ασία είτε για την οδυνηρή προσπάθεια επιβίωσής τους στα χωριά της Πελοποννήσου. Αν το πρώτο Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη είναι µια σύνθεση µε σταθερή δοµή και στέρεη ραχοκοκαλιά, εστιασµένη σε µια ενιαία και αδιάσπαστη ταυτότητα, η µετεξέλιξή του βασίζεται σε ένα αποκεντρωµένο και εσκεµµένα άναρχο υλικό, που υπονοµεύει εξ υπαρχής την οποιαδήποτε έννοια συνοχής. Αν ο Κορδοπάτης της Αµερικής εκφράζει µια αποτυχία σε καθαρά ατοµικό επίπεδο (ακόµη και όταν φωτίζονται µε αδιαµφισβήτητο τρόπο οι ιστορικές της αιτίες), ο Κορδοπάτης των Βαλκανικών Πολέµων και της Μικράς Ασίας υποδεικνύει, µαζί µε όσους τον περιβάλλουν, µια εδραία συλλογική κατάρρευση που θα διαρρήξει όλους τους αλλοτινούς κοινωνικούς δεσµούς και θα ρίξει και το τελευταίο υπόλειµµα ατοµικότητας στο καµίνι της Ιστορίας.

Ιστορική µεταµυθοπλασία

Μία δεκαετία και πλέον µετά την πρώτη του έκδοση (2000), ο δεύτερος Αντρέας Κορδοπάτης δείχνει πλήρως συντονισµένος µε την ατµόσφαιρα των ηµερών µας: ένα έθνος ηττηµένο και καταβαραθρωµένο, αλλά και παντελώς ανίκανο να καταλάβει τους λόγους που οδήγησαν στην αδρανοποίηση και στην αποσύνθεσή του. Και στο επίπεδο της αφηγηµατικής κατασκευής, όµως, ο δεύτερος Αντρέας Κορδοπάτης εµφανίζεται ως µια σύνθεση πλήρως ταυτισµένη µε τις σηµερινές λογοτεχνικές αναζητήσεις: σαν µια ιστορική µεταµυθοπλασία από το εσωτερικό της οποίας έχει αποδράσει όχι µόνο κάθε ιδεολογική και φυλετική βεβαιότητα, αλλά και η παλαιότερη πεποίθηση του ιστορικού µυθιστοριογράφου ότι είναι σε θέση να ανασυγκροτήσει µε συνέπεια και εις βάθος το παρελθόν. Το παρελθόν είναι για τον Βαλτινό µια διαρκώς ρευστή και συνάµα εκκρεµής ύλη που µπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά µόνο ως πορώδης υποκειµενικότητα, ικανή ανά πάσα στιγµή να αναθεωρήσει ή να αναπροσανατολίσει τη µατιά της για να βαδίσει στην κόψη του ξυραφιού.

Το µακρύ χέρι του συγγραφέα

Ο πολυπρόσωπος και έκκεντρος χαρακτήρας του δεύτερου Αντρέα Κορδοπάτη έχει τις ρίζες του σε δύο προγενέστερα έργα του Θανάση Βαλτινού: στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ‘60 (1989), ένα αποσπασματικό ψηφιδωτό της μεταπολεμικής ελληνικής καθημερινότητας, και στην Ορθοκωστά (1994), μια πολυμερή και επίσης αποσπασματική ανασύσταση του Εμφυλίου στα χωριά της Τρίπολης.

Στα Στοιχεία για τη δεκαετία του ‘60 διακρίνουμε μια λειτουργική, γεμάτη πλούσιες αποχρώσεις, πολυφωνία βασισμένη στη ζωντάνια που προσφέρουν οι ετερογενείς λόγοι του έγγραφου υλικού της (ειδήσεις, επιστολές, αιτήσεις προς το uni0394ημόσιο, διαφημιστικές καταχωρίσεις, μικρές αγγελίες). Εκείνο που παρακολουθούμε, αντίθετα, στην Ορθοκωστά και στον δεύτερο Αντρέα Κορδοπάτη είναι μόνο το μακρύ χέρι του συγγραφέα, το οποίο λειαίνει κάθε γωνία και εξόγκωμα των αποδελτιωμένων (άγραφων, υποτίθεται, αρχικά) μαρτυριών του, για να τους προσδώσει ένα δωρικό μεν, αλλά μονόχορδο τυπικό. Επιπλέον, από τον δεύτερο Αντρέα Κορδοπάτη έχει χαθεί, εξαιτίας του ίδιου δωρικού τυπικού, η αμεσότητα της προφορικής διήγησης με την οποία μας μαγεύει η πρώτη εκδοχή του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ