Το µυθιστόρηµα Ο λόφος των αυτοκτονιών είναι το τρίτο µέρος µιας τριλογίας µε ήρωα τον αρχιφύλακα Λόιντ Χόπκινς του Τµήµατος Ανθρωποκτονιών της Αστυνοµίας του Λος Αντζελες. Το πρώτο µέρος ήταν το Αίµα στο φεγγάρι (εκδόσεις Μεταίχµιο) και το δεύτερο το Νυχτερινός ταξιδιώτης (εκδόσεις Αγρα).

Ο Χόπκινς, άνδρας έντιµος αλλά αψύς και οξύθυµος, προσπαθεί να προστατεύσει τους αθώους και να τιµωρήσει τους κακούς. Αυτό συχνά το κατορθώνει µε ανορθόδοξες µεθόδους, οι οποίες τον φέρνουν αντιµέτωπο µε τους συναδέλφους του, αλλά και µε την τοπική κοινωνία. Εδώ ο Χόπκινς αναλαµβάνει το βάρος – και το κόστος – µιας παράξενης υπόθεσης µε ήρωες τρεις µικροκακοποιούς, τον Ντουέιν Ράις, κλέφτη αυτοκινήτων, και τους αδελφούς Γκαρσία: τον Μπόµπι, παλαιό µποξέρ και σεξοµανή, και τον Τζόε.

Η ιστορία αρχίζει τον Νοέµβριο του 1984 µε µια ψυχιατρική αναφορά, όπου ο Χόπκινς χαρακτηρίζεται ως «µια ιδεοληπτική-καταναγκαστική προσωπικότητα που ρέπει προς τη βία». Επιπροσθέτως του αποδίδεται «µια ισχυρή σεξουαλική παρόρµηση», την οποία εκλογικεύει «ως προσπάθεια εξισορρόπησης» µε στόχο να κατευνάσει τις βίαιες τάσεις του. Στη συνέχεια ο αναγνώστης γνωρίζει τον Ντουέιν Ράις, γιο αλκοολικών γονιών, ο οποίος είναι έγκλει στος στην κεντρική φυλακή του Λος Αντζελες εξαιτίας της σχέσης του µε την Αν Βαντερλίντεν, αλλιώς Βάντι. Πρόκειται για µια χαρισµατική κοπέλα, κόρη δικηγόρου µε µητέρα εθισµένη στα βάλιουµ και ναρκοµανή θρησκόληπτο αδελφό, η οποία του έχει πάρει τα µυαλά.

Ολα για µια γυναίκα

Μόλις τη γνωρίζει αποφασίζει να αναλάβει την καλλιτεχνική καριέρα της, αφού η Βάντι ονειρεύεται δόξες. Το ταλέντο της όµως είναι περιορισµένο και οι φωνητικές της δυνατότητες ασήµαντες. Για να την κάνει σταρ του Χόλιγουντ και για να αντεπεξέλθει στα υπέρογκα έξοδα, ο Ράις κλέβει αµάξια, κάτι που τον οδηγεί στη φυλακή, όπου γνωρίζει τον φύλακα Γκόρντον Μάγερς. Χάρη σε αυτόν – αυτοδιαφηµίζεται ως άνθρωποςµε επιρροές – η κοπέλα πηγαίνει να τον δει στη φυλακή. Εχει όµως αλλάξει. Φαίνεται να είναι εξαρτηµένη από τα ναρκωτικά.

Αυτή η διαπίστωση δεν απογοητεύει τον Ράις, ο οποίος νιώθει δεµένος µαζί της και είναι αποφασισµένος να συνεχίσει να τη βοηθά στο χτίσιµο της καριέρας της. Τη στιγµή που εκείνη φεύγει της λέει δύο σηµαδιακές φράσεις: «Μαζί θα τα καταφέρουµε» και «µη µε υποτιµήσεις ποτέ». Λίγο αργότερα θα συµβεί κάτι αναπάντεχο: ο Μάγερς συνοδεύει ως την έξοδο τη Βάντι και κατορθώνει να τη σαγηνεύσει. Η πιθανή ερωτική τους συνεύρεση εξαγριώνει τον Ράις, ο οποίος δραπετεύει, κινούµενος από τη ζήλια και τη διάθεση να ξεκαθαρίσει την υπόθεση που µυρίζει προδοσία.

Σχηµατίζει συµµορία µε τους αδελ φούς Γκαρσία, ένα παρανοϊκό δίδυµο, οι οποίοι βιοπορίζονται παριστάνοντας τους παπάδες και εξαπατώντας αφελείς πιστούς. Οι τρεις τους ληστεύουν τράπεζες. Τότε εµφανίζεται µπροστά τους ο Λόιντ Χόπκινς, ο οποίος βρίσκεται σε άσχηµη ψυχολογική κατάσταση, καθώς έχει αποξενωθεί από τη γυναίκα και τις κόρες του και κινδυνεύει να εκδιωχθεί από την υπηρεσία του, όπου έχει εχθρούς. Το τέλος της ιστορίας είναι άκρως δραµατικό, καθώς ο Χόπκινς και ο Ράις, οι δύο βίαιοι άνδρες, άνδρες µε τα όλα τους, ο ένας στην πλευρά του νόµου και ο άλλος απέναντι από αυτόν, συγκρούονται.

Εδώ µιλούν τα πιστόλια

Ο Τζέιµς Ελρόι, ο καλύτερος επίγονος του Ντάσιελ Χάµετ, του συγγραφέα που σύµφωνα µε τον Ρέιµοντ Τσάντλερ «παρέδωσε το έγκληµα στους ανθρώπους που έχουν λόγους να το διαπράττουν και δεν το κάνουν µόνο για να µας φορτώσουν µε ένα πτώµα», στον Λόφο των αυτοκτονιών αφηγείται δεξιοτεχνικά µια αιµατηρή ιστορία µε πολλά θύµατα. Στην πραγµατικότητα οι «άνθρωποι» της φράσης είναι άνδρες – οι γυναίκες δεν είναι κατάλληλες για τέτοιες δουλειές.

Πρόκειται για άνδρες µε έντονη και επιθετική στάση απέναντι στη ζωή, που δεν τους τροµάζει η άσχηµη πλευρά της, που τραβάνε πιστόλι για να πάρουν αυτό που θέλουν – συχνά για να προστατεύσουν µια γυναίκα. Οι µοιραίες γυναίκες του Χάµετ, του Τσάντλερ και του Ελρόι προκαλούν τραγωδίες και ενίοτε κατορθώνουν να βγουν αλώβητες από τον χαλασµό που προξενούν.

Στα ίχνη του Χάµετ και του Τσάντλερ

Ο γεννημένος το 1948 στο Λος Αντζελες Τζέιμς Ελρόι, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το γράψιμο, φιλοδοξούσε να γίνει ο καλύτερος συγγραφέας της γενιάς του.

Μελέτησε τα έργα του Ντάσιελ Χάμετ, του Ρος Μακντόναλντ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ και μιμήθηκε τον τρόπο γραφής τους. Για τον Κόκκινο θερισμό του πρώτου έχει πει ότι «είναι το αριστούργημα της νουάρ λογοτεχνίας, κάτι αντίστοιχο με την Ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν στη μουσική».

Σύντομα εγκατέλειψε τα ξένα πρότυπα και άρχισε να γράφει με τον δικό του, καθαρά προσωπικό τρόπο.

Η «Τριλογία του Λόιντ Χόπκινς» είναι ένα από τα πρώτα αριστοτεχνικά συγγραφικά του δείγματα. Συνέχισε με τη Μαύρη Ντάλια (το τελευταίο βιβλίο της νεότητάς του) και το Μεγάλο πουθενά, τα δύο πρώτα μέρη της «Τετραλογίας του Λος Αντζελες», που τον καθιέρωσε διεθνώς.

Αποκορύφωμα του συγγραφικού του έργου το Αμέρικαν Ταμπλόιντ, το πρώτο μέρος της «Τριλογίας του αμερικανικού υποκόσμου», που επιλέχτηκε από το περιοδικό «Time» ως «μυθιστόρημα της χρονιάς» για το 1995. Πάντως, στον Λόφο των αυτοκτονιών είναι φανερή η επίδραση του Τσάντλερ, καθώς ο Ράις και η Βάντι θυμίζουν το περιθωριακό ζευγάρι Μουζ Μαλόι και Βέλμας που πρωταγωνιστεί στο Αντίο, γλυκιά μου του Τσάντλερ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ