Η µετασεισµική ακολουθία µετά τον διεθνή χρηµατοπιστωτικό σεισµό του 2008 µπορεί να τιθασεύθηκε προς µια «προβλεπόµενη» καθοδική πορεία, ωστόσο ποιος θα µπορούσε να διαβεβαιώσει ότι ο πλανήτης δεν θα ξαναζήσει παρόµοιες ή και χειρότερες στιγµές;

Στοχαζόµενοι το χειρότερο, µπορούµε να επιθεωρήσουµε τις αιτίες της κρίσης που «πέρασε» για να µην την ξαναβρούµε µπροστά µας σε πιο αποκρουστική µορφή και να προτείνουµε κάποιες έστω πρωτοβάθµιες λύσεις;

Γύρω από αυτά τα κεντρικά ερωτήµατα, όπως τουλάχιστον συνάγεται από τη µελέτη τού Μετά το σεισµό , επιχειρούν να απαντήσουν «ειδικοί» (οικονοµολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί επιστήµονες) από όλον τον κόσµο. Οπως µας πληροφορεί στον πρόλογό του ο Λουκάς Τσούκαλης (πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ), έναν χρόνο µετά την κρίση (και λίγους µήνες πριν από την έκρηξη της ελληνικής), το ολλανδικό Επιστηµονικό Συµβούλιο για την Κυβερνητική Πολιτική (WRR), ένα έγκυρο think tank που από θέσεις πλήρους αυτονοµίας συµβουλεύει την εκάστοτε κυβέρνηση της χώρας, απευθύνθηκε σε 24 διεθνείς προσωπικότητες κύρους, ζητώντας τη γνώµη τους για τις προοπτικές ενός νέου κόσµου σε κίνηση. ∆εν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουµε ότι όλες οι απαντήσεις που µε επιχειρήµατα κατατίθενται συγκλίνουν, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη ζωτική ανάγκη µιας παγκόσµιας και, στο πλαίσιο αυτό, ευρωπαϊκής ρύθµισης ενός αχαλίνωτου καπιταλισµού. Τόσο το παγκόσµιο όσο και, κυρίως, το ευρωπαϊκό έλλειµµα της πολιτικής παρέµβασης αναδεικνύονται βασικός παράγοντας της κρίσης. Η επιστροφή της πολιτικής µοιάζει να αποτελεί συνταγή αναπροσανατολισµού της κοινωνικοοικονοµικής ανάπτυξης, παράγοντας συνοχής για το σύνολο των ευρωπαϊκών κοινωνιών (κυρίως για τις πιο αδύναµες), βασικός, αν και όχι µοναδικός, φορέας για την εµπέδωση ενός νέου «συµβολαίου» σε πλανητική και, σε κάθε περίπτωση, σε ευρωπαϊκή κλίµακα.

Αλλά για ποια ακριβώς πολιτική πρόκειται; Το αναµφισβήτητο γεγονός της αποτυχίας µιας ασύδοτης αγοράς συνεπάγεται την επιστροφή σε µια εποχή όπου τα εθνικά κράτη προσδιόριζαν κυριαρχικά τους κανόνες του παιχνιδιού; Ο πολιτικός επιστήµονας Πίτερ A. Χολ θα αρνηθεί να αντικαταστήσει τη µία χίµαιρα µε την άλλη. Ενδεχόµενη επιστροφή στον «προστατευτισµό» θα ευνοούσε τον ευρωσκεπτικισµό, εκείνα τα ξενοφοβικά και εθνικιστικά κόµµατα και κινήµατα που έχουν αναδυθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο την τελευταία εικοσαετία.

Συνεπώς, αν πρέπει να υπάρξει µια επαρκής απάντηση στην κρίση, αν δηλαδή θα πρέπει να οδηγηθούµε προς µια κατεύθυνση «υπευθυνοποίησης» του καπιταλισµού (Αντονι Γκίντενς), αυτή δεν µπορεί παρά να είναι τουλάχιστον ευρωπαϊκή: «Η Ευρώπη θα πρέπει να αλλάξει τη στάση του σώµατός της» θα επισηµάνει εύστοχα ο επίσης πολιτολόγος Ντοµινίκ Μουαζί. Και είναι µέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο που ο Λ. Τσούκαλης, επισκοπώντας τις αιτίες της κρίσης, θα προτείνει ορισµένους απαράβατους άξονες για τη διατύπωση ενός «νέου ευρωπαϊκού συµβολαίου» (στηριγµένου σε µια συµφωνία για τους ελάχιστους φορολογικούς συντελεστές, σε µια ολοκληρωµένη πρόταση για κοινωνική δικαιοσύνη που θα βοηθά τα πιο αδύναµα κράτη-µέλη, και σε πολιτικές για την ενέργεια και την κλιµατική αλλαγή).

Προσεγγίζοντας µε αυτόν τον ορθολογικό τρόπο το πρόβληµα της κρίσης, αλλά και τις ευκαιρίες που αυτή θα µπορούσε να αποδεσµεύσει, αποκτούν όλο το νόηµά τους οι σηµαντικές επισηµάνσεις άλλων διανοητών. Οπως, για παράδειγµα, αυτή του κοινωνιολόγου Ρίτσαρντ Σένετ, ο οποίος, αφού ασκήσει µια ιδιαίτερα οξυδερκή κριτική στον µονοσήµαντα ηθικολογικό λόγο του ριγκανο-θατσερικής προέλευσης «νέου καπιταλισµού» (του «καζινοκαπιταλισµού»), θα αναρωτηθεί για το αξιακό περιεχόµενο του µοντέλου «ευηµερίας» που θα έπρεπε να προταθεί.

Τη δική του απάντηση επ’ αυτού θα δώσει ο Αµιτάι Ετζιόνι. Ο διάσηµος αυτός «κοινοτιστής» κοινωνιολόγος, θέτοντας το αρχικό ερώτηµα αν «είναι επιθυµητή µια κοινωνία όπου κυριαρχεί ο καταναλωτισµός», θα συστήσει µια νέα πολιτική συλλογικής και ατοµικής ευθύνης, µια «αυτοσυγκράτηση» των κοινωνιών και των πολιτών από τη φενάκη του καταναλωτισµού: «να αναβάλουµε την ευχαρίστηση και να ελέγξουµε την παρόρµηση», αυτό είναι το χρέος των θεσµών (οικογένεια, Εκκλησία), στο οποίο όµως σήµερα αυτοί δεν µπορούν να ανταποκριθούν γιατί έχουν απολέσει «το ηθικό τους κύρος». Παρ’ όλα αυτά η απόρριψη της καταναλωτικής ιδεολογίας, και η στροφή προς µια «συγκρατηµένη κατανάλωση», για τον Ετζιόνι συνιστά απαράβατη προϋπόθεση για έναν νέο, πιο ανθρώπινο υπόδειγµα κοινωνικής συµβίωσης.

Ο πλούτος των απαντήσεων δεν περιορίζεται στις ανωτέρω. Ο αναγνώστης θα βρει σε αυτόν τον συλλογικό τόµο µια πλειάδα πυκνών και εµπεριστατωµένων προσεγγίσεων για την κρίση των προνοιακών πολιτικών, για την υφή της συλλογικής δυσφορίας που αναπτύσσεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, για το νέο στάτους της «οικονοµίας», για τη σχέση του κράτους-έθνους µε τις υπερεθνικές συσσωµατώσεις, για τη διαλεκτική της οικονοµικής κρίσης µε την κλιµατική αλλαγή. Αναµφισβήτητα, στον τόµο αυτόν θίγονται προβλήµατα και κατατίθενται προβληµατισµοί και θέσεις που όχι µόνο συζητούνται αυτή τη στιγµή παγκοσµίως αλλά είναι και ιδιαίτερα επίκαιροι για τη σηµερινή Ελλάδα της κρίσης, µια κρίση η οποία ενίοτε προσλαµβάνεται µε συνωµοσιολογικούς όρους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ