Σύµφωνα µε τον Ησίοδο ( Εργα και Ηµέραι , 106-201) το πρώτο ανθρώπινο γένος ήταν χρυσό.

Στη συνέχεια, καθώς οι άνθρωποι ξέπεφταν ηθικά, οι θεοί δηµιούργησαν το αργυρό, µετά το χάλκινο, ύστερα τους ηµίθεους, και, τέλος, το σιδερένιο, το σηµερινό ανθρώπινο γένος, µε τους αγιάτρευτους πόνους. Εξ όσων γνωρίζουµε αυτόν τον µύθο της συνεχούς φθοράς και παρακµής των ανθρώπων, µε βάση την αξία των µετάλλων, ο Ησίοδος τον έχει δανειστεί από κάποια ανατολίτικη πηγή, όπου όµως η αρχική αφήγηση ήταν κυκλική: το ανθρώπινο γένος θα επέστρεφε κάποια στιγµή στον χαµένο παράδεισο.

Μέρος αυτής της φαντασιακής Επιστροφής αποτελούν παµπάλαιοι, ανατολίτικοι στην πλειονότητά τους, µύθοι (καλύτερα: παραµύθια) για χώρες όπου τα πάντα είναι χρυσά, όπου οι άνθρωποι ζουν αµέριµνοι, µε άφθονα υλικά αγαθά, χωρίς την ανάγκη να δουλεύουν, χωρίς χρέη και ελλείµµατα… Ετσι, µέσα στους αιώνες, δηµιουργήθηκαν γοητευτικές και παράδοξες µυθοπλασίες για τόπους γεµάτους χρυσάφι (ο Πακτωλός και το Ελντοράντο είναι δύο παραδείγµατα) για να σχηµατοποιηθεί τελικά ένα γνωστό και παµπάλαιο µοτίβο: «Η Χώρα των πολύτιµων υλικών». Από την Ινδία, τη Μεσοποταµία, την Αίγυπτο, την αρχαία Ελλάδα, από την προ- και µετακολοµβιανή Αµερική, παρήχθησαν ανάλογα παραµύθια και αφηγήσεις για χώρες ιδανικές, όπου η πληθώρα αγαθών και πολύτιµων υλικών συστήνει την Ουτοπία, τον Παράδεισο της υλικής, κυρίως, ευδαιµονίας.

Στην παρούσα µονογραφία ο Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος (ΙΜΚ), λίγα χρόνια µετά την κυκλοφορία των δύο εντυπωσιακών τόµων (ο 3ος αναµένεται) για τη Διήγηση του Αχικάρ στην Αρχαία Ελλάδα ερευνά, µε την επιµονή και τον ζήλο του ανασκαφέα/αρχαιολόγου, αυτό το γοητευτικό µοτίβο «Της Χώρας του Χρυσού» σε κείµενα που αρχίζουν από τον κήπο του Γκιλγκαµές (τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ.) και φτάνουν ως την Ουτοπία του Τόµας Μουρ (1516) και τον Καντίντ ( Candide ) του Βολταίρου (1759). Οπως στη Διήγηση του Αχικάρ , έτσι και εδώ, ο ΙΜΚ έχει να αντιµετωπίσει ένα πολύµορφο υλικό, το οποίο καταφέρνει να το βάλει σε τάξη και να το δαµάσει: το κυριότερο, µας προσφέρει µια εµπεριστατωµένη πραγµατεία που γίνεται απολαυστική ανάγνωση. Χαιρετίζουµε, λοιπόν, αυτού του είδους τις επιστηµονικές µελέτες που, συνταγµένες σε ωραία ελληνικά, πλουτίζουν τη φιλολογική µας επιστήµη.

Ο χώρος δεν επιτρέπει µια εκτενή ανάλυση της µελέτης του ΙΜΚ, και αναγκαστικά µένουµε σε µια σχηµατική περιγραφή του περιεχοµένου της, ελπίζοντας πως ο αναγνώστης (ειδικός και µη) θα βρει πολλά να τον ευχαριστήσουν σε αυτό το όντως «χρυσό» βιβλίο για τη «Χώρα του Χρυσού». Την αναγνωστική απόλαυση συµπληρώνει ένα «Ανθολόγιο» µε 16 κείµενα από τις Πινακίδες του Γκιλγκαµές ως το 1ο Βιβλίο του Ενώχ, από τον Οµηρο ως τη Μυθιστορία του Αλεξάνδρου και τον Βολταίρο, που αποκαλύπτουν την προαιώνια ανάγκη των θνητών για κόσµους ιδανικούς και ηδονικούς.

Το βιβλίο συγκροτείται από τέσσερα Κεφάλαια και Επίλογο, που υποστηρίζονται από πλουσιότατες Σηµειώσεις. Το 1ο Κεφάλαιο αναφέρεται στη λαϊκή µυθοπλασία σχετικά µε τη «Χώρα του Χρυσού», στην τοπογραφία της, στην περιγραφή των πολύτιµων υλικών, όπως και στη συνεπόµενη – λόγω της αφθονίας – απαξίωση αυτών των αγαθών από τους µακάριους κατοίκους της εκάστοτε «Χώρας». Το πιο ενδιαφέρον σηµείο (και εδώ ίσως θα µπορούσαν να λεχθούν περισσότερα) είναι το υποκεφάλαιο σχετικά µε τα «κέρδη» όσων επισκέπτονται αυτές τις περιοχές: οι «πολιτισµένοι» ταξιδιώτες δεν αποκοµίζουν τελικά τίποτε από την περιήγησή τους, απλώς γεµίζουν µε απληστία τα χέρια τους αλλά, ωσάν σε όνειρο, τα «κέρδη» τους χάνονται. Αυτή η συµβολική Χρεοκοπία των επισκεπτών της Ουτοπίας, µπορεί εύκολα να αντιπαραβληθεί µε τον πλουτισµό, που συνήθως αποκοµίζουν οι «πολιτισµένοι» λαοί από «απολίτιστες» αλλά όντως πλούσιες χώρες!

Το 2ο Κεφάλαιο ερευνά το µοτίβο της «Πολύτιµης Χώρας» µε βάση τις αρχαίες παραδόσεις, ενώ στα κεφάλαια3 και 4 έχουµε, όπως πιστεύουµε, την αρτιότερη συµβολή του ΙΜΚ σε ζητήµατα που τον είχαν απασχολήσει και στον Αχικάρ: στον συγκρητισµό και τον συγκερασµό αρχαιοελληνικών και ανατολίτικων µοτίβων. Ειδικότερα στο 3ο Κεφάλαιο συζητείται η εναρκτήρια σκηνή των αριστοφανικών Αχαρνέων: εκεί οι αθηναίοι Πρεσβευτές, που είχαν πάει στηνΠερσία για δάνειο (!), περιγράφουν στουςέκπληκτους Αθηναίους τον περσικό πλούτο (βουνά από χρυσό) και την αφθονία τροφής. Στο 4ο Κεφάλαιο η έρευνα στρέφεται στην ηροδότεια περιγραφή (3. 17-25) των θαυµάτων της Αιθιοπίας, όπου και η θρυλούµενη «Τράπεζα του Ηλιου», ένα λιβάδι όπου παρατίθενται άφθονα µαγειρεµένα κρέατα. Το συµπέρασµα είναι πως και οι αριστοφανικές και οι ηροδότειες περιγραφές έχουν ιρανικό υπόβαθρο, οι δύο εξωτικές µυθοπλασίες έφτασαν, από διαφορετικούς δρόµους, στην Ελλάδα για να µεταπλασθούν τόσο γοητευτικά.

Τούτη η υποδοχή και η µεταποίηση ξένων στοιχείων από τους Ελληνες, δείχνει, για άλλη µία φορά, µιαν αξιοζήλευτη ελληνική αρετή: την τολµηρή και απροκατάληπτη αποδοχή του νέου και τη συνεπόµενη αριστουργηµατική µεταποίησή του στα µέτρα τους και στο πνεύµα τους. Με τη σειρά της, αυτή η ευφάνταστη αναδηµιουργία προσφέρεται σε ένα νέο κοινό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ