Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848, ο ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ, ο δανδής μαύρος πρίγκιπας, είχε βγει στους δρόμους του Παρισιού και διαδήλωνε με τα πλήθη. Για αυτόν όμως η εξέγερση είχε διαφορετικό νόημα: η γενική ανατροπή θα τον απήλλασσε από τον πατριό του, τον στρατηγό Ζακ Ωπίκ. «Να τουφεκίσουμε τον στρατηγό Ωπίκ!» κραύγαζε ο ποιητής των Ανθέων του Κακού.

Ο Μπωντλαίρ ήταν τότε 27 ετών. Ο δεύτερος των μεγάλων γάλλων καταραμένων ποιητών Πωλ Βερλαίν τεσσάρων ετών και ο τρίτος, ο Ρεμπώ, θα γεννιόταν έξι χρόνια αργότερα. Εχουν γραφεί αμέτρητες σελίδες για την ποίησή τους, τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, τους αισθητικούς και τους κοινωνικούς τους προβληματισμούς ώστε το θέμα να μοιάζει εξαντλημένο. Ο Ανρί Τρουαγιά ωστόσο, από τους πληθωρικότερους πεζογράφους του αιώνα που μας πέρασε και αναμφίβολα ο σημαντικότερος γάλλος βιογράφος, εξετάζει το θέμα υπό εντελώς διαφορετική οπτική γωνία: της σχέσης και των τριών με τη μητέρα τους. Οσες ομοιότητες και διαφορές είχαν οι ποιητές μεταξύ τους, άλλες τόσες και οι μητέρες τους. Διέθεταν όμως κάτι κοινό μεταξύ τους: τόσο η Καρολίν Μπωντλαίρ όσο και η Στεφανί Βερλαίν και η Βιταλί Ρεμπώ αγαπούσαν υπέρμετρα τους γιους τους, ήθελαν να επιτύχουν κοινωνικά και τους συμπαραστέκονταν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά δεν σκάμπαζαν από λογοτεχνία και δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον πρωτοπόρο και δαιμονικό χαρακτήρα της τέχνης τους.

Η μητρότητα και η μεγαλοφυΐα

«Κατά βάθος, εκείνο που ενώνει αυτές τις γυναίκες είναι η προτεραιότητα που δίνουν στη ζωή σε σχέση με το έργο» γράφει ο Τρουαγιά κι αναρωτιέται αν υπάρχει αβυσσαλέα αντίφαση ανάμεσα στη μητρότητα και στη μεγαλοφυΐα. «Θυμίζουν» λέει «με την τύφλωσή τους, τρεις ευσυνείδητες κότες, που, αφού κλώσησαν αβγά χήνας, κοιτάζουν έκθαμβες τους νόθους νεοσσούς, που είναι έτοιμοι να πέσουν στο νερό με κίνδυνο να πνιγούν».

Η Καρολίν Μπωντλαίρ λάτρευε τον γιο της- που τη λάτρευε και ο ίδιος. Από τα γράμματά του προκύπτει ότι το πάθος του δεν θα δίσταζε κανείς να πει ότι προερχόταν από ένα μετά βίας κρυμμένο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ο Μπωντλαίρ έχασε τον πατέρα του στα επτά του χρόνια. Στο πρόσωπο του πατριού του δεν έβλεπε απλώς εκείνον που δεν είχε το «δικαίωμα» να πάρει τη θέση του πατέρα του, αλλά έναν ανταγωνιστή τον οποίο μισούσε. Η μητέρα του βέβαια τον αγαπούσε, αλλά ήταν αφοσιωμένη στον ευκατάστατο και κοινωνικά καταξιωμένο Ωπίκ.

Ο διχασμός της θα την παρακολουθούσε και μετά τον θάνατο του γιου της, όταν θα διαπίστωνε ότι ο Μπωντλαίρ έχει μεν πλήθος θαυμαστές, αλλά εκείνη θεωρούσε ότι καθήκον της ήταν να «προστατέψει» τη δημόσια εικόνα του. Ετσι, όταν ετοιμαζόταν η έκδοση των ποιημάτων του από τις εκδόσεις των αδελφών Λεβύ ζήτησε να μην περιληφθεί το «αντιχριστιανικό» ποίημα Η Αρνηση του Αγίου Πέτρου. Μόνον έπειτα από την απειλή του Ασελινώ, φίλου του Μπωντλαίρ που είχε μεσολαβήσει για την έκδοση, ότι αν αφαιρεθεί το ποίημα θα παραιτηθεί, η ευσεβής μητέρα ενέδωσε.

Ο αλκοολικός και ο αυθάδης

Το συναρπαστικότερο μέρος του βιβλίου του Τρουαγιά είναι αυτό που εξιστορεί τη σχέση του Βερλαίν και του Ρεμπώ με τις μητέρες τους, όπως και μεταξύ τους. Η Στεφανί, μητέρα του Βερλαίν, θαυμάζει τον γιο της αλλά θα προτιμούσε να είναι λιγότερο ιδιοφυής και πιο πρακτικός και «να μην πίνει τόσο πολύ αψέντι». Το αψέντι, η «πράσινη μάγισσα», ήταν βέβαια ένα είδος δεύτερης μούσας για τον αλκοολικό Βερλαίν που παρέπαιε ανάμεσα στα πάθη του και στην ανάγκη να έχει μια ήρεμη ζωή. Η αμφισεξουαλικότητά του επιπλέον έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.

Ταυτοχρόνως, μας δίνει ένα από τα πιο δυνατά πορτρέτα της Βιταλί, μητέρας του Ρεμπώ, που ο σύζυγός της Φρεντερίκ την εγκατέλειψε μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους και εκείνη η αγρότισσα, η οποία έγινε αστή, με σκληρές οικονομίες κατάφερε να τα αναθρέψει και να τα μορφώσει.

Η Βιταλί έτρεχε συνεχώς πίσω από τον ανήλικο Ρεμπώ για να τον προστατέψει, όμως εκείνο το τρομερό παιδί δεν χωρούσε σε καλούπια. Εφτασε μάλιστα στο σημείο να εγκαταλείψει για πάντα την ποίηση και να καταλήξει στο Αντεν προσπαθώντας να πλουτίσει από αμφίβολης νομιμότητας επιχειρήσεις. Τρεις από τους σημαντικότερους ποιητές όλων των εποχών- και άρα πέρα και μπροστά από την εποχή τους. Από τρεις μητέρες που ήταν τυπικά παραδείγματα της δικής τους εποχής. Που τους αγαπούσαν και δεν μπορούσαν να τους καταλάβουν. Συνθέτοντας αριστοτεχνικά τις ιστορίες τους ο Ανρί Τρουαγιά μάς δίνει όχι απλώς την αίσθηση και την ατμόσφαιρα αλλά και τον χαρακτήρα του καιρού των Καταραμένων, των Ανθέων του Κακού , της Εποχής στην Κόλαση.

Ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ έγραψε κάποτε ότι «η βασανιστική κατάρα της τέχνης είναι το ανολοκλήρωτο». Το παράδοξο είναι πως τρεις από τους σπουδαιότερους ποιητές όλων των εποχών μας έδωσαν ολοκληρωμένο έργο έχοντας ζήσει μια «ανολοκλήρωτη ζωή». Ο Μπωντλαίρ και ο Ρεμπώ πέθαναν πριν από τις μητέρες τους. Και σε αυτούς κυρίως οφείλουμε το δόγμα πως η ποίηση είναι τέχνη της νεότητας.

Ο ποιητής πυροβολεί

Ο Τρουαγιά μάς ξεναγεί στον κόσμο του υπερευαίσθητου και ευέξαπτου Βερλαίν που αν δεν υπήρχε η προστατευτική και ανήσυχη μητέρα του θα είχε πεθάνει πολύ νωρίτερα: Πώς σύχναζε στα παρισινά καταγώγια, πώς με τη βοήθεια της μητέρας του κατάφερε να παντρευτεί τη Ματίλντ, κόρη ευκατάστατης οικογένειας, πώς συνάντησε τον ατίθασο και προκλητικό έφηβο Ρεμπώ, πώς το πάθος του γι΄ αυτόν τον έκανε να εγκαταλείψει τα πάντα και να φύγει μαζί του στο Λονδίνο, και πώς οι καβγάδες τους τον οδήγησαν σε μια στιγμή παραφοράς να τον πυροβολήσει δύο φορές και τραυματίζοντάς τον να καταλήξει στη φυλακή. Τα δύο χρόνια της φυλάκισής του αποδείχθηκαν δημιουργικά καθώς εξέδωσε την ποιητική συλλογή Romances sans paroles. Μετά την αποφυλάκισή του προσπάθησε να επανέλθει σε μια φυσιολογική ζωή. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και αυτός ξαναγύρισε στον έκλυτο βίο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ