Οι τούρκοι διανοούμενοι και συγγραφείς υπήρξαν επί μακρόν θύματα διωγμών του κράτους της «βαθιάς Τουρκίας». Πολλοί αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, άλλοι φυλακίστηκαν- μαζί με αυτούς και οι εκδότες τους-, ενώ τα βιβλία τους απαγορεύτηκαν. Ελάχιστοι είναι όσοι δεν πέρασαν από το γραφείο του ανακριτή ή τις δικαστικές αίθουσες. Ο Ιζέτ Τζελάσιν δεν αποτελεί εξαίρεση. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 πέρασε χρόνια στη φυλακή για να καταλήξει το 1988 πολιτικός πρόσφυγας στη Νορβηγία, όπου ζει σήμερα και εργάζεται ως διερμηνέας στο Οσλο.

Το μυθιστόρημά του Μαύρος ουρανός, μαύρη θάλασσα ξεκινά το 1977, χρονιά κατά την οποία η Τουρκία διερχόταν μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση. Την Πρωτομαγιά οργανώθηκε στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης μεγάλη διαδήλωση από τα συνδικάτα στην οποία συμμετείχαν 500.000 άτομα. Η διαδήλωση διαλύθηκε βίαια από τις δυνάμεις καταστολής του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 36 άτομα, να τραυματιστούν εκατοντάδες και η αστυνομία να συλλάβει 453 διαδηλωτές. Τα αίτια αποδόθηκαν σε διάφορους παράγοντες, χωρίς ως σήμερα να είναι απολύτως ξεκάθαρο ποιος ή ποιοι ακριβώς προκάλεσαν τα γεγονότα. Τρία χρόνια αργότερα είχαμε το στρατιωτικό πραξικόπημα του Εβρέν που οδήγησε πολλούς διανοουμένους και αριστερούς στην αυτοεξορία ή στις φυλακές.

Μια τουρκάλα πασιονάρια

Αυτά τα τρία χρόνια (από το 1977 ως το 1980) καλύπτει η αφήγηση του Τζελάσιν. Η βία, ο έρωτας και η επανάσταση είναι οι τρεις βασικοί άξονες που ορίζουν τη ζωή του πρωταγωνιστή του, την κοινωνική και τη συναισθηματική του ενηλικίωση. Καθώς μεγαλώνει ζώντας δραματικά πολιτικά γεγονότα αισθάνεται να ωριμάζει απότομα. Είναι αριστερός, όπως και ο συγγραφέας, αλλά η Αριστερά της εποχής έχει διάφορες εκδοχές και παραφυάδες: επαναστατική ή ειρηνιστική, φιλοσοβιετική ή μαοϊκή (κάποτε και αναρχίζουσα), είναι μια πολυεπίπεδη έκφραση απόψεων και τάσεων, ένας κόσμος γεμάτος πάθος και αντιθέσεις.

Πέρα όμως από τις ομάδες και πάνω από τις ιδέες υπάρχουν τα άτομα και οι ανθρώπινες σχέσεις. Και πάνω από αυτές ο έρωτας. Ο πρωταγωνιστής του Τζελάσιν γοητεύεται από τη μυστηριώδη Ζουχάλ, ένα πλάσμα δυναμικό και παθιασμένο, μια τουρκάλα πασιονάρια που η σχέση του μαζί της θα τον σημαδέψει για πάντα. Είναι η γυναίκα που στο πρόσωπο και στις πράξεις της εκφράζεται η ίδια η επανάσταση.

Οταν τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο με τέτοια ταχύτητα όπως συμβαίνει σε περιόδους αναταραχών και βίαιων συγκρούσεων, τότε κανείς ωριμάζει γρηγορότερα- ασχέτως του ότι αυτό έχει μεγάλο συναισθηματικό και ψυχικό τίμημα. Και όταν η Ζουχάλ στο τέλος σκοτώνεται σε σύγκρουση με τους στρατιώτες γράφεται ο ρομαντικός επίλογος, ότι δηλαδή μια ορκισμένη επαναστάτρια μένει στη μνήμη των μεταγενεστέρων ζωντανή μόνο αν πεθάνει, όπως αυτή, με το όπλο στο χέρι.

Ο ήρωας θα συνεχίσει τη ζωή του. Θα παντρευτεί και θα ακολουθήσει δημοσιογραφική καριέρα. Δεν θα γίνει πολιτικός συντάκτης, όπως θα υπέθετε κανείς, αλλά θα καλύπτει πολιτιστικά θέματα με την απαιτούμενη «πολιτική ορθότητα». Με ακρίβεια αλλά και ουδετερότητα. Δεν πρόκειται για συμβιβασμό αλλά για την ανάγκη της επιβίωσης. Οι παλιοί του φίλοι δεν βρίσκονται πλέον στη φυλακή, έχουν σκορπίσει και κάποιοι από αυτούς έχουν εγκαταλείψει την Τουρκία.

Οι αναμνήσεις αφήνουν πάντοτε γλυκόπικρα συναισθήματα. Και όπως τελειώνει το βιβλίο με πέντε φράσεις από το ημερολόγιο της Ζουχάλ μοιάζει σαν ο αφηγητής να μαζεύει τη ζωή του. Δεν δυσκολεύεται φυσικά κανείς να καταλάβει ότι μέσω του αφηγητή του ο Τζελάσιν αυτοβιογραφείται. Με ευαισθησία αλλά και αποστασιοποιημένος όσο χρειάζεται προκειμένου να καταλάβει τι κέρδισε και τι έχασε.

Η θλίψη και η γοητεία της Κωνσταντινούπολης

Η νοσταλγία είναι διάχυτη στο μυθιστόρημα αυτό, το πρώτο που ο 53χρονος Τζελάσιν έγραψε στα νορβηγικά, και αναρωτιέται κανείς πώς θα πρέπει να αισθάνεται ο ίδιος όταν όντας μαύρο πρόβατο για χρόνια στη χώρα του κατέφυγε στη Σκανδιναβία, υιοθέτησε μια άλλη γλώσσα, έγραψε σ΄ αυτήν το παρόν βιβλίο, που μάλιστα κέρδισε το βραβείο του καλύτερου πολιτικού μυθιστορήματος, και τώρα συμμετέχει σε μια κουλτούρα που απέχει πολύ από τα καταγωγικά του βιώματα. O συγγραφέας μπορεί, σε μια έσχατη προσπάθεια να απαλλαγεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος, να αλλάξει τη γλώσσα του. Τα βιώματά του ωστόσο δεν τα αλλάζει. Οι περιγραφές του της Κωνσταντινούπολης έχουν κάτι από τη θλίψη και την ομορφιά της, από τα χρώματα, την ατμόσφαιρά της και από την απαράμιλλη γοητεία της. Σ΄ αυτήν κατά βάθος αναφέρεται καταθέτοντας το βιβλίο του αυτό, που είναι αφενός ένα πικρό χρονικό και μια ελεγειακή επιστολή προς την Πόλη και αφετέρου μια αυτοψία της ζωής του. Ενα καλογραμμένο και πολύ συγκινητικό μυθιστόρημα.

Ελπίζουμε να μεταφραστεί στη γλώσσα μας κι ένα άλλο μυθιστόρημα του Τζελάσιν το οποίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για μας.

Πρόκειται για τη Νεκρή ζώνη, που πραγματεύεται την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 όπως τη βλέπει ένας απλός τούρκος στρατιώτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ