Είναι η «υποκειμενική» βία του εξεγερμένου αντικαπιταλιστή ή του θρησκευόμενου φονταμενταλιστή λιγότερο αποκρουστική τόσο από τη «συμβολική» βία που ασκείται σε όλους μας μέσω της εκμάθησης μιας γλώσσας και των νοημάτων της, όσο και από τη «συστημική» βία του καπιταλισμού πάνω στους χαμένους (φτωχούς, άνεργους, κ.ά.) του συστήματος; Αυτό φαίνεται να υπονοεί ο Ζίζεκ, ισχυριζόμενος ότι οι δύο τελευταίες μορφές βίας, ως «πιο θεμελιακές» σε σύγκριση με την πρώτη, είναι χειρότερες. Λέμε «φαίνεται να υπονοεί», γιατί με τον Ζίζεκ ποτέ δεν ξέρεις. Οι έξι «λοξοί στοχασμοί», που προϊδεάζουν για έκκεντρες προσεγγίσεις στη βία στα έξι κεφάλαια του βιβλίου και ξεκινούν με τις τρεις μορφές βίας, έχουν απογοητευτική κατάληξη. Στο τέλος ο Ζίζεκ προσφέρει τρία «διδάγματα»: πρώτον, η συλλήβδην καταδίκη της βίας συσκοτίζει την αλήθεια γιατί αποκρύπτει τη «συμβολική» και τη «συστημική» βία. Δεύτερον, οι βάσεις του κοινωνικού συστήματος (το κράτος, η καπιταλιστική αναπαραγωγή) δύσκολα διαταράσσονται με τη βία- οι επαναστάσεις των προηγούμενων αιώνων δεν ήσαν όσο βίαιες θα έπρεπε. Και τρίτον, μια πράξη μπορεί να θεωρηθεί βίαιη ή μη ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Για παράδειγμα, η τυχόν αποχή της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων από τις εκλογές, την οποία επιδοκιμάζει ο σλοβένος συγγραφέας, θα ήταν πράξη βίας γιατί θα συντελούσε στη «ριζική ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων», θα έφερνε τους πολίτες «δυναμικά αντιμέτωπους με την κενότητα των σύγχρονων δημοκρατιών» (σελ. 246).

Απατηλή γοητεία

Ο Σπάικ Λι στα γυρίσματα της ταινίας του για τον τυφώνα Κατρίνα που σάρωσε τη Νέα Ορλεάνη και προκάλεσε εκτεταμένα φαινόμενα βίας

Η γοητεία αυτού του καλομεταφρασμένου βιβλίου έγκειται στην ανάμειξη φιλοσοφικών στοχασμών, πολιτικών γεγονότων, σκηνών από ταινίες και ανεκδότων συχνά μέσα στην ίδια σελίδα. Πολλές όμως από τις ιδέες του συγγραφέα δεν είναι καθόλου «λοξές», γιατί δεν είναι πρωτότυπες ούτε φρέσκιες. Είναι μόνο παράδοξες. Ο Ζίζεκ έχει ένα κύριο μέλημα, να προκαλέσει τον αναγνώστη. Δεν έχει κάποιες αρχές οικοδόμησης ή αξιολόγησης επιχειρημάτων. Δεν έχει κριτήριο.

Με μοναδικό στόχο να διαφοροποιηθεί από όλους τους άλλους, στρέφεται διαδοχικά εναντίον όλων. Καταδικάζει εξίσου ανέμελα τους πλούσιους που ασκούν φιλανθρωπία και τους ενεργούς πολίτες των κοινωνικών κινημάτων, τους φιλελεύθερους και τους αντιφιλελεύθερους, τους συντηρητικούς, τους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές, τους φονταμενταλιστές και όσους τάσσονται υπέρ της πολυπολιτισμικότητας. Ανάμεσα σε ειρωνείες εναντίον όσων ενστερνίζονται τον λόγο της «πολιτικής ορθότητας», μαχόμενοι κατά των φυλετικών διακρίσεων και της ανισότητας των δύο φύλων, ο Ζίζεκ δηλώνει εναντίον του ρατσισμού και του σεξισμού, αλλά και εναντίον της ανεκτικότητας.

Η προσφιλής του μέθοδος είναι να μη δέχεται τους όρους των δύσκολων διλημμάτων, αλλά να προσπαθεί αφενός μεν να δείξει ότι οι αντίθετες απόψεις ουσιαστικά ταυτίζονται, αφετέρου δε να υπερβεί τα διλήμματα μεταθέτοντας τη συζήτηση σε άλλο πλαίσιο. Για παράδειγμα, στο 4ο κεφάλαιο, μέμφεται τόσο τον μη ανεκτικό ισλαμικό φονταμενταλισμό όσο και την ανεκτικότητα της πολυπολιτισμικής Δύσης απέναντι σε θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες δεν ανέχονται οποιαδήποτε απόκλιση. Η λύση του Ζίζεκ είναι η αθεΐα: υπερβαίνοντας τον χριστιανισμό και το ισλάμ, ο άθεος μπορεί να κρίνει αυστηρά και τις δύο θρησκείες. Ο Ζίζεκ δεν λύνει αλλά μεταθέτει το πρόβλημα, καθώς δεν ασχολείται με την ουσία του θέματος, δηλαδή με το αν η αυστηρή κριτική θα μπορούσε να οδηγήσει και σε απαγόρευση (π.χ. της δημοσίευσης γελοιογραφιών που προσβάλλουν μια θρησκεία, της διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των γυναικών- μελών μιας θρησκευτικής κοινότητας κ.ά.).

Ετσι, ακόμη και οι ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του για τη συνάφεια μεταξύ θρησκείας και βίας, για τη δυνατότητα μιας άθεης ηθικής και για τη λειτουργία των κομμάτων της Αριστεράς ως «τραπεζών οργής», στις οποίες οι πολίτες επενδύουν την οργή τους κατά του συστήματος, σαρώνονται από τη μανιέρα της διατύπωσης εύστροφων ισχυρισμών χωρίς τελειωμό. Ο ίδιος άλλωστε έχει συνείδηση της παράστασης που δίνει: «Είναι ωστόσο υπερβολικά εύκολο να κερδίζει κανείς τις εντυπώσεις σε αυτή τη συζήτηση χρησιμοποιώντας πνευματώδεις αντιστροφές οι οποίες μπορούν να συνεχιστούν επ΄ άπειρον» (σελ. 138). Ο λόγος του είναι αφοριστικός, αφού συχνά δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα υπέρ των ισχυρισμών του.

Ιδεολογική κάλυψη

Ο σλοβένος φιλόσοφος και δημόσιος διανοούμενος Σλαβόι Ζίζεκ

Το κυριότερο πρόβλημα αυτού του βιβλίου δεν είναι ούτε οι αντιφάσεις του ούτε ο αφοριστικός του λόγος,αλλά η απουσία ανάλυσης των μεταβαλλόμενων κοινωνικών αιτίων της βίας, των στρατηγικών χρήσης της βίας,καθώς και των πολιτικών ιδεολογιών που αποθεώνουν τη βία.Για τον Ζίζεκ,η «υποκειμενική» βία προέρχεται είτε από τον «ανταγωνιστικό εγωτισμό» που εμφυσά στα άτομα η «καπιταλιστική δυναμική» (έτσι ερμηνεύει τις βιαιότητες στη Νέα Ορλεάνη κατά τις πλημμύρες του 2005) είτε από τον φθόνο εκείνων που έχοντας αποδεχθεί τον δυτικό λόγο για τον εαυτό τους αισθάνονται κατώτεροι (έτσι εξηγεί τις επιθέσεις ισλαμιστών κατά δυτικών στόχων).Αθελά του ίσως ο Ζίζεκ καλύπτει ιδεολογικά έναν μακρύ «κατάλογο παραληπτών»,μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Ερυθροφρουροί της Μαοϊκής Πολιτιστικής Επανάστασης (σελ.237) και οι οπαδοί της βίας στις δημοκρατίες.

Το αποτέλεσμα είναι μερικές φορές ανατριχιαστικό: παραθέτοντας ένα ποίημα του Μπρεχτ (σελ.52),που είχε γραφτεί σε άλλα συμφραζόμενα,ο συγγραφέας καλεί όσους συμφωνούν μαζί του να πυροβολήσουν (κυριολεκτικά) τους «καλούς» ανθρώπους.Η λατρεία της παρουσίασης μιας διαφορετικής άποψης οδηγεί τον Ζίζεκ σε ένα επαναλαμβανόμενο τρίπτυχο,απλουστεύσεων (καλός- κακός),παραδοξολογιών και παρανοήσεων (π.χ.,ότι δήθεν ο Ρωλς προτείνει την εγκαθίδρυση ιεραρχιών με βάση τις έμφυτες ιδιότητες των ατόμων,σελ.107, ή ότι οι χριστιανοί δεν θεωρούν ανθρώπους όσους δεν είναι μέλη της χριστιανικής αδελφότητας, σελ. 69). Από αυτό το σημείο ως τη χρήση βίας από όποιον θεωρεί ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια η απόσταση είναι πολύ μικρή.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.