Γεννημένος το 1924 στο Χάρλεμ, ο Αφροαμερικανός Τζέιμς Μπόλντουιν κατάφερε μέσα από αντίξοες συνθήκες να αναδυθεί από νεαρή ηλικία ως συγγραφική διασημότητα, σμιλεύοντας για τον εαυτό του μια ξεχωριστή θέση στην αμερικανική λογοτεχνική παράδοση, την οποία θα διατηρήσει ως το τέλος της ζωής του, το 1987.


Τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο κριτικό έργο του ο Μπόλντουιν εκθέτει την αλληλεξάρτηση σεξουαλικής και φυλετικής καταπίεσης στην Αμερική και επιδιώκει την ανατροπή των μηχανισμών που στοχεύουν στη διατήρηση της φυλετικής ανισότητας και της χαλιναγώγησης της ερωτικής συμπεριφοράς. Νόθος γιος, ο Μπόλντουιν μεγάλωσε με τον θετό του πατέρα, η βίαιη συμπεριφορά του οποίου τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σπίτι και να περιπλανηθεί στη Νέα Υόρκη δοκιμάζοντας πρόχειρες, κακοπληρωμένες δουλειές. Με τη βοήθεια όμως του καταξιωμένου επίσης αφροαμερικανού συγγραφέα Ρίτσαρντ Ράιτ, ο Μπόλντουιν κέρδισε υποτροφία (1948) για το Παρίσι. Εκεί ολοκλήρωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Φώναξέ το στα βουνά (1955), πάνω στο οποίο εργαζόταν για δέκα ολόκληρα χρόνια.


Οπως συμβαίνει συχνά με το πρώτο μυθιστόρημα πολλών συγγραφέων, έτσι και το Φώναξέ το στα βουνά είναι ως έναν βαθμό αυτοβιογραφικό, αφού εξιστορεί τα βιώματα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του Μπόλντουιν. Ηρωάς του είναι ο δεκατετράχρονος Τζον, πρωτότοκος θετός γιος του βαπτιστή ιεροκήρυκα Γκάμπριελ Γκράιμς. Αγνοώντας τις ακριβείς συνθήκες της γέννησης και της υιοθεσίας του, ο Τζον αδυνατεί να κατανοήσει τη σκληρή, χωρίς ίχνος αγάπης στάση του πατέρα του απέναντί του, στην οποία εκείνος απαντά άλλοτε με κρυφό μίσος και οργή, άλλοτε προσπαθώντας να εκπληρώσει τις πατρικές προσδοκίες. Αυτή η ταραχώδης σχέση πατέρα – γιου, όπου ο γιος αγωνίζεται να απαγκιστρωθεί από τον νόμο του Πατέρα, είτε πρόκειται για τον θεϊκό νόμο είτε για τον νόμο του λευκού ή απλά για την πατρική εξουσία στο πλαίσιο της οικογένειας, βρίσκεται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ωστόσο, παρά τη θρησκευτική αφύπνιση που βιώνει ο Τζον στο τελευταίο κεφάλαιο, η οποία εκφράζεται μέσα από μια παραληρηματική βιβλική ρητορική, η συμφιλίωση πατέρα – γιου, λευκού – μαύρου, εξουσιαστή – υπόδουλου δεν επέρχεται. Η προτροπή του τίτλου (που ανήκει σε νέγρικο σπιρίτσουαλ) για τη διάδοση της εξαγγελίας της λύτρωσης μέσω της γέννησης του Χριστού δεν φαίνεται να εξομαλύνει τις ανθρώπινες σχέσεις, ούτε επιδρά στην άμβλυνση των κοινωνικών και φυλετικών διαχωρισμών.


Αν στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Μπόλντουιν αφηγείται τη σταδιακή ωρίμανση του ήρωα από την παιδική ηλικία ως τη στιγμή της θρησκευτικής του αναγέννησης, στο Δωμάτιο του Τζιοβάνι (1956) προτάσσει τη σεξουαλική αφύπνιση του ήρωα μέσα από την καταγραφή ενός ομοερωτικού πάθους. Σημαδεμένος από μια ομοφυλοφιλική εμπειρία, ο νεαρός Αμερικανός Ντέιβιντ καταφεύγει στο ανεκτικό περιβάλλον του Παρισιού, αναζητώντας εκεί την ταυτότητά του. Η παράλληλη σχέση του Ντέιβιντ με τον Τζιοβάνι και την Ελα, η σύγκρουση ανάμεσα στη σωματική ηδονή και στη συμβατική ηθική αποτελεί το αφηγηματικό πλέγμα του μυθιστορήματος. Οταν ο Ντέιβιντ επιλέγει τον έλεγχο της ερωτικής του επιθυμίας, τότε ο Τζιοβάνι ενδίδει στις πιέσεις του πρώην αφεντικού του, τον σκοτώνει, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Στη διάρκεια της νύχτας πριν από την εκτέλεση του Τζιοβάνι, ο Ντέιβιντ στοχάζεται τη μοναχική πλεύση της ζωής του μακριά από την πατρίδα, αφού ούτε στο τέλος της αφήγησης καταφέρνει να συμφιλιωθεί με την αποκάλυψη της σεξουαλικότητάς του, πολύ περισσότερο να την επιβάλει στο συντηρητικό περιβάλλον της Αμερικής. Η επιλογή του Μπόλντουιν να επικεντρωθεί στην ερωτική ταυτότητα του ήρωα, χωρίς να επιβαρύνει την προσωπικότητά του με θέματα φυλετικής διαφορετικότητας (ο ήρωας είναι λευκός), και να τοποθετήσει τη δράση του μυθιστορήματος στο Παρίσι και όχι σε μια αμερικανική μεγαλούπολη υπογραμμίζει την ιστορική διάσταση του βιβλίου. Η Αμερική του 1950, απ’ όπου φεύγει ο Ντέιβιντ, είναι η Αμερική του Μακ Κάρθι και της Επιτροπής Ελέγχου Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, ενώ στη Μαύρη Λίστα των υπόπτων προστίθενται καλλιτέχνες και διανοούμενοι εξαιτίας των προοδευτικών τους πολιτικών πεποιθήσεων, αλλά και των ερωτικών τους «αποκλίσεων».


Ο εκούσιος εκπατρισμός του Μπόλντουιν στο Παρίσι, στην Ελβετία ή στην Κωνσταντινούπολη υποδηλώνει την αναζήτηση της προσωπικής και καλλιτεχνικής αυτοπραγμάτωσης σ’ ένα περιβάλλον πιο φιλικό από την πουριτανική χώρα καταγωγής του. Ωστόσο η απουσία του για μεγάλα διαστήματα από την πατρίδα του δεν τον εμπόδισε να γίνει ο εκφραστής της αφροαμερικανικής μειονότητας και ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων.


Η κυρία Ντόρα Τσιμπούκη είναι καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.