Πολύς λόγος τελευταία για τα άλυτα μαθηματικά προβλήματα, την αθλοθέτηση χρηματικών βραβείων για την επίλυσή τους και την ιδιορρυθμία ορισμένων μαθηματικών, ζώντων και τεθνεώτων. Ολα αυτά προσφέρουν θαυμάσιες ευκαιρίες στους μυθιστοριογράφους, που έχουν πάντοτε στραμμένες τις κεραίες τους στην επικαιρότητα, ώστε να ανανεώσουν τη θεματική τους, προσεγγίζοντας καινούργιες ομάδες καταναλωτών με ειδικά ενδιαφέροντα. Στα καθ’ ημάς, αυτή η εξέλιξη βρήκε τον Α. Παυλιώτη σε προνομιούχο θέση, αφού είχε ήδη στημένη σειρά αστυνομικών, με ντετέκτιβ τον ποινικολόγο Ανδρέα Αναγνώστου, που προσεγγίζει τις σκοτεινές υποθέσεις σαν γνήσιος μαθηματικός, ακροβατώντας μεταξύ αξιωμάτων και θεωρημάτων. Εορτάζοντας τη συμπλήρωση δεκαετούς ενασχόλησης με το αστυνομικό, αποφάσισε να συνδυάσει το καινοφανές ενός μαθηματικού μύθου με το παλαιό και δοκιμασμένο είδος του αστυνομικού. Ως θεμέλιο λίθο του καινούργιου βιβλίου του επέλεξε ένα από τα επτά μαθηματικά προβλήματα της χιλιετίας. Οντας, μάλιστα, φυσικός προτίμησε τις διαφορικές εξισώσεις των Ναβιέ – Στόουκς, με εφαρμογές στην υδροδυναμική. Οπότε και θα αναμενόταν να επωφεληθεί, ανακατώνοντας μαθηματικούς και φυσικούς για να έχει την ευκαιρία να δείξει τον διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβάνονται την επιστήμη και τον κόσμο.


Πέντε σελίδες


Ωστόσο, οι εξισώσεις και το ιστορικό τους μόλις που καταλαμβάνουν πέντε σελίδες του βιβλίου, ενώ, στις υπόλοιπες 350, αναφέρονται γενικώς και αορίστως ως το άλυτο πρόβλημα. Στην υπόθεση εμπλέκονται μόνο μαθηματικοί, που εκφωνούν λογύδρια για την κρυφή ομορφιά κάποιων μαθηματικών σταθερών, ουδόλως όμως μεγαληγορούν, όπως θα περίμενε κανείς, για την καμπυλότητα των λύσεων που αναζητούν, ούτε χλευάζουν τις ασυνεχείς, συχνά και ασταθείς λύσεις, που απεργάζονται για τις εξισώσεις οι προσγειωμένοι φυσικοί. Στις συζητήσεις τους πάλι μνημονεύουν δυο-τρεις διαπρεπείς μαθηματικούς, άσχετους όμως με το συγκεκριμένο πρόβλημα, επιμένοντας λες και αποστηθίζουν εγκυκλοπαιδικό λήμμα στις χρονολογίες γέννησης και θανάτου, χωρίς να εμβαθύνουν στα οντολογικά προβλήματα που απασχόλησαν αυτούς τους ιδιοφυείς προπάτορες. Εν συντομία, το μυθιστόρημα διαθέτει ένα μαθηματικό επίχρισμα διδακτικής προαίρεσης, όπως το παλαιότερο μυθιστόρημα του Παυλιώτη, το Αρμαγεδών, είχε λούστρο φυσικής.


Σε αντίθεση με τους μαθηματικούς γρίφους, ουσιαστικό ρόλο στην πλοκή διαδραματίζουν οι τρομοκρατικές οργανώσεις. Μια άλλη θεματική ενότητα της μυθιστοριογραφίας, που, κι αυτή λόγω επικαιρότητας, ευδοκιμεί όλως ιδιαιτέρως. Ενώ όμως νεότεροι συγγραφείς μυθοπλάττουν αντιγράφοντας ή και παρωδώντας την υπόθεση της «17 Νοέμβρη», ο Παυλιώτης συγγενεύει περισσότερο με τον Π. Μάρκαρη. Λαϊκοί αγωνιστές οι τρομοκράτες του, από τους αντιστασιακούς της Χούντας, καταστρώνουν μεγαλοφυή σχέδια, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες του συστήματος. Αλλά και ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ του Παυλιώτη, Αναγνώστου, έχει κοινά σημεία με τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο του Μάρκαρη. Αμφότεροι από χωριό – της Χαλκιδικής ο Αναγνώστου – γεννηθέντες στις αρχές της δεκαετίας του ’40, είχαν ως μοναδική δυνατότητα σπουδών τη Σχολή Χωροφυλακής. Ανεξάρτητα αν στην πορεία ο Αναγνώστου κατόρθωσε να σπουδάσει νομικά και να εξελιχθεί σε πρώτο όνομα της Θεσσαλονίκης. Μυθιστορηματικό χώρο που ο Παυλιώτης μοιράζεται με τον έτερο συστηματικό θεράποντα του αστυνομικού, τον Π. Μαρτινίδη. Οι ήρωές τους συναντιούνται στους ίδιους δρόμους, κάποτε μάλιστα τα εγκλήματα διαπράττονται στα ίδια ή έστω σε παραπλήσια σκηνικά της Ανω Πόλης. Παρά τη διαφορά ηλικίας, ο Αναγνώστου είναι κι αυτός ερωτύλος όπως ο Αλέξης Ολμέζογλου του Μαρτινίδη, ενδίδοντας ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του, στα θέλγητρα μιας προκλητικής γυναίκας, σε αντίθεση με τον πειθαρχικό οικογενειάρχη Χαρίτο. Πέρα, όμως, από την εν γένει επικούρεια στάση ζωής του Αναγνώστου, το ζωογόνο για τη διήγηση προτέρημά του είναι το χιούμορ, που αναδεικνύεται περαιτέρω χάρη στο ζεύγος των βοηθών του, δύο νεότερους δικηγόρους μάλλον αφελείς και συχνά γκαφατζήδες.


Λιγότερο αιμοσταγής


Λιγότερο περιπεπλεγμένος ο μύθος του καινούργιου μυθιστορήματος του Παυλιώτη σε σχέση με τα παλαιότερα βιβλία του. Σίγουρα λιγότερο αιμοσταγής, αφού ουδείς δολοφονείται, μόνο μερικοί γρονθοκοπούνται κι ένα παιδί θαύμα των μαθηματικών πέφτει θύμα απαγωγής. Ωστόσο, οι σταθερές της αφήγησης διατηρούνται. Και πάλι, οι αστυνομικοί διακωμωδούνται, οι ήρωες στρογγυλεύονται σε καλούς και κακούς, ενώ κάποιοι παλιοί φίλοι του Αναγνώστου τον θυμούνται, μετά τριάντα τόσα χρόνια, και τον μπλέκουν στις μηχανορραφίες τους. Κι αυτό το αστυνομικό του Παυλιώτη διαθέτει σασπένς, καθώς ο ντετέκτιβ του μπορεί μεν να διαλογίζεται μαθηματικώς, στην πράξη, όμως, συνηθίζει τις αστραπιαίες κινήσεις αιφνιδιασμού, χωρίς να λογαριάζει το κόστος, με γνώμονα τη διαίσθησή του. Οπότε και μπερδεύεται σε καινούργιες περιπέτειες, που ανατρέπουν την κατάσταση και μαζί τις προσδοκίες του αναγνώστη για την έκβαση. Υστερα, η αφήγηση, με συνεχείς παρεκβάσεις, αγκαλιάζει πλείστα όσα φλέγοντα για το πανελλήνιο θέματα, τα οποία και σχολιάζονται με καταγγελτική διάθεση, την οποία ο συγγραφέας έχει υιοθετήσει από την πρώτη του εμφάνιση, το 1984. Αλλωστε το πρόσφατο μυθιστόρημα προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες κοινωνικής κριτικής, όπως η δράση απλώνεται εκτός Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, στη γενέτειρα του συγγραφέα, τον κάμπο της Κωπαΐδας.


Με νοσταλγική διάθεση περιγράφεται ο τόπος, όπως ήταν κάποτε, σε αντίθεση με τα σημερινά κεφαλοχώρια, όπου κυριαρχούν ο νεοπλουτισμός, ο ρατσισμός και εν γένει όλες οι απεχθείς συμπεριφορές που υποτίθεται πως θάλλουν στην ελληνική επαρχία. Με έναν λόγο, ο συγγραφέας τονίζει πως «ο Παπαδιαμάντης δε ζει πια» εκεί, όπως δήλωνε εμφαντικά, το 1994, και με τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του.