Ανά τριετία ο εκδοτικός ρυθμός του T. Χατζητάτση, πρωτοεμφανισθέντος με βιβλίο τον Απρίλιο του 1997. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός και ο νεότερός του Γιάννης Καισαρίδης. Αμφότεροι με συλλογές διηγημάτων και πολλά υποσχόμενοι. Μάλιστα, ο Χατζητάτσης βραβεύθηκε άμα τη εμφανίσει. Εφέτος ο Χατζητάτσης εξέδωσε το τέταρτο βιβλίο του, ενώ ο Καισαρίδης, εκπνέοντος του 2005, την τρίτη συλλογή, εμμένοντας στη διηγηματογραφία. Και τα δύο βιβλία δημιουργούν την εντύπωση, ως προς το θεματικό τους άνοιγμα, μιας ήδη γνωστής από τα προηγούμενα βιβλία των δύο συγγραφέων πραμάτειας. Σαν να ανακατεύτηκε η τράπουλα και να ξαναμοιράστηκαν τα χαρτιά. Το ζουμί όμως βρίσκεται ακριβώς στο ανακάτεμα και στο ξαναμοίρασμα, τουτέστιν στους αφηγηματικούς τρόπους. Βιβλία μακράν της ελαφράς λογοτεχνίας, όπου ο αναγνώστης θα πρέπει να ανακαλύψει και μια βιβλιοπαρουσίαση, κατά προτίμηση περιγραφική και ουδόλως βαθμολογική, μπορεί και να πιάσει τόπο.


Ισορροπία σε δύο βάρκες


Με το καινούργιο βιβλίο του ο Χατζητάτσης σαν να ισορροπεί σε δύο βάρκες. Δεν πρόκειται για συλλογή πεζών, όπως τα δύο πρώτα βιβλία του, ούτε για μυθιστόρημα, όπως το προηγούμενο. Δεκαπέντε πεζά, που χαίρουν μιας κάποιας αυτοτέλειας, όπως δείχνουν και οι προδημοσιεύσεις των έξι από αυτά ή, ακριβέστερα, των πέντε και ενός τεμαχιδίου, αλλά με ικανά γεφυρώματα αναμεταξύ τους ώστε η όλη σύνθεση να μπορεί να χαρακτηρισθεί σπονδυλωτό μυθιστόρημα και δη μεταμοντέρνο χάρη στην εκτεταμένη αυτοαναφορικότητα, στην ανάμειξη κειμένων διαφορετικής υφής και στις θεματικές ανατροπές των δύο τελευταίων πεζών. Κατά τα άλλα, στους επί μέρους σπονδύλους διαφαίνεται η μορφική αναζήτηση αλλά και η συνομιλία με τον λόγο των ποιητών, αρχής γενομένης από τους τίτλους. Μετά τον σεφερικό «Στη σφενδόνη» και τον καρυωτακικό «Σα σπασμένα φτερά», ο καινούργιος μάς θύμισε και πάλι Σεφέρη με την «Μποτίλια στο πέλαγο». Αν και στο τέλος, ο συγγραφέας εξηγεί, καθώς επιμένει να εξηγεί τα πάντα, την προέλευση του στίχου.


Το εισαγωγικό πεζό κυριολεκτεί, τιτλοφορούμενο «Φωτογραφίες», αφού ο αφηγητής ξεκινά περιγράφοντας δύο παλαιές φωτογραφίες σε μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους. Οπως ζουμάρει στα πρόσωπα, μνήμη και φαντασία βάζουν μπροστά τη μηχανή ενός ανάδρομου χρόνου, ανακατώνοντας την αλλοτινή πραγματικότητα με κατοπινές εντυπώσεις. H πρώτη φωτογραφία εικονίζει μια ομάδα αγοριών «με μέτωπο στον Λευκό Πύργο», και όχι «μπροστά στ’ αποχωρητήρια του Λευκού Πύργου» όπως σε εκείνη την άλλη φωτογραφία στο ειρωνικό διήγημα εξαιρετικής πυκνότητας «Παραλειπόμενα της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» τού επίσης θεσσαλονικιού πεζογράφου Τόλη Καζαντζή, που εφέτος συμπληρώνονται 15 χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του, σε μια γόνιμη περίοδο της γραφής του. Συγγενεύει ο Χατζητάτσης με τον Καζαντζή, και αν ξεκινούσε νωρίτερα τη συγγραφική θητεία του, πιστεύουμε πως θα συγγένευε ακόμη περισσότερο. Και οι δύο στοιχειώνονται, ακριβέστερα οιστρηλατούνται από τη γενέθλια πόλη και τη νοσταλγία της εφηβείας. Στα παλαιότερα μάλιστα πεζά του Χατζητάτση υπάρχει ο ίδιος έρπων ερωτισμός. Λείπει όμως η ειρωνική υπονόμευση των διηγημάτων του Καζαντζή, όπως από τον Καζαντζή τα μεταμοντέρνα ανοίγματα. Αλλωστε πέθανε νωρίς, στις 29 Δεκεμβρίου 1991, η αισθητική του κολάζ μόλις που άρχιζε να ξεμυτίζει στα καθ’ ημάς.


Σε τρεις εφήβους της πρώτης φωτογραφίας, άντρες στη δεύτερη, όπου ποζάρουν μετά συζύγων και τέκνων, εστιάζεται το ενδιαφέρον του αφηγητή. Και το δεύτερο πεζό κυριολεκτεί, τιτλοφορούμενο «Βιογραφίες», μια και αποτελείται από τα σύντομα βιογραφικά των τριών ζευγαριών και της θυγατέρας του ενός εκ των τριών φίλων, του εμφανιζομένου ως αφηγητή. Αυτά τα δύο πρώτα πεζά καλλιεργούν την εντύπωση του πλαισίου σε ένα μυθιστόρημα γύρω από τους τρεις φίλους, στη θέση του οικογενειακού δέντρου, που ήταν ο κορμός στο προηγούμενο μυθιστόρημα του Χατζητάτση. Αντί ωστόσο μιας ενιαίας μυθοπλασίας γύρω από τη ματαίωση των πόθων και τη σημερινή έκπτωση των αξιών, τα πάθη των ηρώων προβάλλονται στα έντεκα τεμαχισμένα πεζά, που ακολουθούν, μέσα από συντροφικά και ερωτικά επεισόδια της εφηβείας των τριών φίλων, καθώς και άλλα μεταγενέστερα, φθάνοντας ως την έβδομη δεκαετία του βίου τους στις αρχές του 21ου αιώνα. Σε ορισμένα το χρονικό άνοιγμα είναι ακόμη μεγαλύτερο, αφού το ιστορικό παρελθόν για τον Χατζητάτση συγκεντρώνεται μεν, πρωτίστως, στη δικτατορία, δευτερευόντως όμως αγκαλιάζει και τον Εμφύλιο, με τους προηγηθέντες Πολέμους ως βάθος πεδίου. Μόνο που τα ευρήματα στο στήσιμο των πεζών που παρελθοντολογούν δείχνουν μάλλον κοινότοπα, μετά και την εντατική χρήση τους από τη νεότερη πεζογραφία μας, όπως, για παράδειγμα, το ομοφυλόφιλο περιστατικό στο «Κατηχητικό» ή η εκμετάλλευση των εκδιδόμενων γυναικών, αλλοδαπών αλλά και ντόπιωδν που παριστάνουν τις αλλοδαπές, στο «Ελπίδα». Οσο για το δράμα των επαναπατρισθέντων του Εμφυλίου, αφού χειμάστηκαν επί μακρόν στην υπερορία, έτσι όπως τροφοδοτεί την πρόσφατη διηγηματογραφία, με τα τέκνα να άρουν αμαρτίες γονέων, πολύ φοβόμαστε πως εκπίπτει σε ηθογραφίζουσα ανιστόρηση.


Τα ποικίλματα των ντοκουμέντων


Ούτε σε αυτό το βιβλίο ο Χατζητάτσης απαρνήθηκε τα ποικίλματα των ντοκουμέντων, αν και τα περιόρισε σημαντικά. Διαφημιστικές καταχωρίσεις για ένα κουβανέζικο ρούμι ή για κάποιο μοντέλο αυτοκινήτου, ακόμη μερικές «μικρές αγγελίες», αν και δείχνουν στοιχεία ελάχιστα απαραίτητα, δεν ταράσσουν τις αφηγήσεις στις οποίες παρεμβάλλονται. Μόνο τέσσερα πεζά, που εμφανίζονται σε συμμετρικές δυάδες, γέρνουν προς την τεχνική του κολάζ. Στη μία δυάδα «H σημαία» και «Απιστίες και άπιστοι», το θέμα χρησιμεύει ως συνδετικός κρίκος αφηγήσεων και ερωτικών περιπετειών. Μάλιστα, το πρώτο καταλήγει με τον κατά Μπαμπινιώτη ορισμό της σημαίας, ενώ το δεύτερο ανοίγει με το κατά Τριανταφυλλίδη λήμμα του άπιστου. Κατά τα άλλα, εμφανής η συγγραφική τάση προς το δραματικό, τόσο στις αφηγήσεις γυναικών από τον Εμφύλιο όσο και στους έρωτες Τούρκων, Βελγίδων και Ελλήνων, όπως εκείνη η σκηνή από τον αγγελοπουλικό «Θίασο», με την κοπέλα να παραδίδει το κορμί της για εκατό δράμια λάδι. Ούτε καν η συρραπτόμενη αφήγηση γυμνασιόπαιδος για μια ελαφρώς τραγελαφική συνεύρεση με την καθηγήτριά του, στη νεολαιίστικη αργκό, δεν διασκεδάζει τις εντυπώσεις. H άλλη δυάδα πεζών τιτλοφορείται από τα επώνυμα των φίλων του αφηγητή «Οι Παπανικολάου» και «Ο Μπράτκος», όπου οι ελεύθεροι συνειρμοί του ανιστορούντος ποικίλλουν με μια ένθετη διήγηση ανδραγαθημάτων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σε γλώσσα εποχής, την οποία ο αφηγητής σπεύδει να δικαιολογήσει με το τόσο σύνηθες πλέον τέχνασμα του διασωθέντος τετραδίου ενός πάππου.


Απομένουν τα δύο καταληκτικά πεζά γύρω από την ταυτότητα του αφηγητή, που παρουσιάζονται ως απομυθοποιητικά σχόλια για τις εμπλοκές πραγματικότητας και μυθοπλασίας ή πώς η συγγραφική φαντασία μεταπλάθει αυθαιρετώντας τα γεγονότα. Οπως συμβαίνει και σε άλλα πεζά ή μυθιστορήματα αυτού του τύπου, ο αφηγητής κυριαρχεί έναντι των ουσιαστικά ανύπαρκτων ηρώων, με τις κοσμοθεωρίες και τις εμμονές του, κυρίως τις σεξουαλικές. Είναι άξιο παρατήρησης το θηλυκό που ξεδιπλώνεται μέσα από τα βιβλία του Χατζητάτση όλο μαστούς και θηλές, ενώ οι λαγόνες μένουν σχεδόν αόρατες και μόλις που αναφέρεται η σχισμή, κάποτε και πτυχή. Τελικά, η όποια ελκτική δύναμη των πεζών απορρέει από τον ιδιαίτερο τρόπο της αφήγησης, με τις «ανοικτές» φράσεις και τη μετωνυμική χρήση των λέξεων. Σαν μονόξυλα σε μεγάλο ποτάμι γλιστρούν οι λέξεις, κατά τον αφηγητή, ο οποίος και προσθέτει πως τα ποτάμια βρίσκουν πάντοτε τον δρόμο για τη θάλασσα. Δεν μπορεί, λοιπόν, και ο συγγραφέας θα βρει τον δρόμο για τη θάλασσα του μυθιστορήματος, εγκαταλείποντας τις μεταμοντέρνες παραποταμιές στους στερεμένους και στους σκιτζήδες.