Σε μια εποχή χωρίς ιδιαίτερους ηθικούς ενδοιασμούς, δεν θα αναμενόταν η επανεμφάνιση των κεντρώνων, που όταν ευδοκιμούσαν δήλωναν πρωτίστως σεβασμό προς παλαιότερα πρότυπα, όπως ήταν ο Ομηρος και ο Ευριπίδης για την ύστερη αρχαιότητα και το Βυζάντιο ή ο Βιργίλιος για τη μεσαιωνική Δύση. Και όμως, ήδη παρουσιάστηκαν, στο λυκαυγές του 21ου αιώνα, δύο μυθιστορήματα κεντρώνων και ως παρακλάδια του μυθιστορήματος τεκμηρίων, που δείχνει, στα καθ’ ημάς, να κερδίζει συνεχώς έδαφος. Να θυμίσουμε πως, τελευτούντος του 20ού, είχε κυκλοφορήσει κι ένα περιοδικό, με τον τίτλο «Κέντρων», όπου ο Γ. Πλαχούρης συνέθετε ποιήματα με δάνειους στίχους, ενώ ο Δ. Κορδοπάτης αναφερόταν στα βυζαντινά δικαστήρια, όπου επίσης συναντούμε νόμους με τη μορφή κεντρώνων. Για όσους τυχόν αγνοούν τον όρο, ένα καλό παράδειγμα κέντρωνα είναι η κουρελού της γιαγιάς τους ή, για τους μουσικοτραφείς, το ποτ πουρί.


Οι κέντρωνες


Κατά τα άλλα, οι κέντρωνες, τουλάχιστον της βυζαντινής γραμματείας, τοποθετούνται στο περιθώριο της λογοτεχνίας. Αν και αναγνωρίζεται πως τα εν λόγω τεχνοπαίγνια απαιτούσαν καλή γνώση των κλασικών προτύπων και δυνατή μνήμη, θεωρείται πως στερούνται πρωτοτυπίας και ύφους. Οσο για τους ποιητές που κατέφευγαν σε δάνεια και συμπιλήματα, δεν χαρακτηρίζονταν λογοκλόποι, μομφή άγνωστη κατά την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, αλλά κατατάσσονταν στην τάξη των αντιγραφέων, όπου ορισμένοι από αυτούς ξεχώριζαν ως ιδιοφυείς επαγγελματίες. Στους κατοπινούς αιώνες, υπήρξαν αρκετοί παίζοντες συγγραφείς, πειραματιστές και παρωδιογράφοι, τους οποίους πολλαπλασίασε η θεωρία της διακειμενικότητας, αναβαθμίζοντας μιμήσεις και δάνεια, συχνά και εξισώνοντας την ποιητική τής ειρωνείας με την άγευστη ποιήσεως αντιγραφή. Πάντως, όλα αυτά αφορούν μια προ-ηλεκτρονική εποχή, όπου ακόμη και οι ασκήσεις διακειμενικότητας απαιτούσαν καλή γνώση της λογοτεχνίας.


Ο Σταύρος Κρητιώτης, πιθανώς ψευδώνυμο πλασθέν κατά το Βολιώτης ή Πυργιώτης, γεννήθηκε στα Χανιά το 1960 και πρωτοεμφανίστηκε τον Απρίλιο του 2001, με το μυθιστόρημα Σελίδες σκόπιμα λευκές (εκδόσεις Γαβριηλίδης), που φέρει ως υπότιτλο τον προσδιορισμό «πρώτη γραφή». Κατά την ευρηματική υπόθεση, δύο άγνωστοι μεταξύ τους, που χρησιμοποιούν τα ψευδώνυμα Σαλώμη Κρητιώτη και Σταύρος Κωμοδρόμος, ανταλλάσσουν επιστολές που, πέραν των διευθύνσεων στους φακέλους, συνίστανται από λευκές κόλλες. Στη συνέχεια, αμφότεροι αφηγούνται την εμπειρία αυτής της εν κενώ αλληλογραφίας και τα πονήματά τους συναντιούνται στο γραφείο ενός εκδότη, που ως δίκαιος Σολομών τα τυπώνει σε ένα βιβλίο κόβοντας στη μέση τα ονόματα των συγγραφέων και συνθέτοντας το ψευδώνυμο Σταύρος Κρητιώτης. Μυθιστόρημα που θα μπορούσε να διαθέτει σασπένς κι ένα κάποιο στοχαστικό βάθος, αλλά παραμένει χωρίς πλοκή, καθώς αναλώνεται σε ηχηρές και μάλλον αφελείς σκέψεις γύρω από την ταυτότητα του συγγραφέα. Αν και, για να ακριβολογούμε, η πρώτη εμφάνιση με βιβλίο του Κρητιώτη θα πρέπει να έγινε με την ποιητική συλλογή Δίνες σιγής (εκδόσεις Ομβρος, 1997), όπου επιστράτευε το ψευδώνυμο Σταύρος Κοντολιάς.


Μάρτιο 2005, ο Κρητιώτης επανέρχεται ουσιαστικά στο ίδιο θέμα της συγγραφικής ταυτότητας, με ένα μυθιστόρημα κεντρώνων, στο οποίο δίνει τη μορφή μηνολογίου. Δώδεκα ενότητες, όπως τα εκκλησιαστικά μηναία, όπου αντί των ακίνητων εορτών αναφέρονται ημερομηνίες-σταθμοί στον βίο του ήρωα. Δάνεια η ιδέα από τον N. Γ. Πεντζίκη, που στην Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής κάνει λόγο για ένα «μηνολόγιο συναισθηματικού», όπου στις ημερομηνίες των γενεθλίων εράσμιων γυναικών θα παρατίθεται σύντομο βιογραφικό τους. Παραλλάσσοντας ο Κρητιώτης τη ρομαντική σύλληψη του Θεσσαλονικιού, τοποθετεί στο κέντρο του μηνολογίου του, αντί ενός συναισθηματία, έναν λογοκλόπο και επιστημονικό πλαστογράφο, ονόματι Σταύρο Κρητιώτη, τον οποίον και αφορούν όλες οι εγγραφές, ακόμη και οι γραμμένες στα γενέθλια προσφιλών του γυναικών.


Τον Πεντζίκη ή και τον Μπεράτη, στους οποίους διεξοδικά αναφέρεται ο Κρητιώτης, θεωρώντας πως πρόκειται για ομοτέχνους του συμπιληστές, δεν τους έχει διαβάσει. Ως γνήσιο τέκνο της εποχής του, τους γνώρισε μέσα από τον λόγο των φιλολόγων και είδε στα βιβλία τους ό,τι αυτοί του έδειξαν. Χάρης στη μελέτη του Ηλία Γιούρη H ποιητική του N. Γ. Πεντζίκη (εκδόσεις Νεφέλη, 2000), ο Κρητιώτης ανακαλύπτει έναν Πεντζίκη θιασώτη της «αγραμμικής γραφής», την οποία αμέσως συσχετίζει με αυτήν του Ζωρζ Περέκ, υποθέτουμε επηρεασμένος από τη διατριβή της διδάσκουσας σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Θεοχαρούλας Νιφτανίδου, Georges Perec et Nikos-Gabriel Pentzikis: une poetique du minimal, που παρουσιάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης τον Ιανουάριο του 2000.


Από εκεί και ύστερα, ο Κρητιώτης σερφάρει με δεινότητα στην επιφάνεια των κειμένων, διευρύνοντας το πεδίο με μερικά επίλεκτα βιβλία, ιδίως ξένων αλλά και Ελλήνων, προπαντός όμως με τα δημοσιεύματα τεσσάρων κυρίως μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδων («Ελευθεροτυπία», «Το Βήμα», «H Καθημερινή», «Τα Νέα») κατά την τετραετία 2000-2005. Μια συστηματική αποδελτίωση άρθρων και αρθριδίων γύρω από την ταυτότητα του συγγραφέα και τη λογοκλοπή, συμπεριλαμβανομένης της παραχάραξης έργων τέχνης ή και της επιστημονικής παραποίησης. Τελικά το μηνολόγιό του αποτελείται από 75 κείμενα, άνισα κατανεμημένα στους δώδεκα μήνες, μετά επιμέτρου. Το κυρίως σώμα του βιβλίου συνιστούν 24 επιστολές, δύο εκτενείς ημερολογιακές εγγραφές και πέντε, το ίδιο μακροσκελείς, βιβλιοκρισίες, ενώ το παραγέμισμα φτιάχνεται με τα ειδησάρια.


Με μαύρα στοιχεία


Ηδη από το 1999 ο Κρητιώτης, τότε Κοντολιάς, ασκημένος να πηδά κόμβους και να διαβάζει υπερκείμενα του Διαδικτύου, κατατρύχεται από την ιδέα να ενσωματώσει στο κείμενό του και άλλες πέραν της γραμμικής αφηγήσεις. Σε ένα διήγημά του υπογράμμιζε ορισμένες λέξεις, ενώ στο κυρίως σώμα του βιβλίου τυπώνει με μαύρα στοιχεία κάποιες ημερομηνίες, παροτρύνοντας τον αναγνώστη να συνθέσει διαφορετικές αφηγήσεις με μίτο την υπογραμμισμένη λέξη ή τη μαυρισμένη ημερομηνία. Μόνο που ο αναγνώστης αυτών των επάλληλων αφηγήσεων ανακαλύπτει τις αδυναμίες του βιβλίου, παραπλήσιες με αυτές του προηγούμενου, καθώς αναδύεται ένα μυθιστόρημα χωρίς διακριτά πρόσωπα, με έναν κεντρικό χαρακτήρα λίγο σαν καρικατούρα μυθομανούς πάσχοντος από παιδισμό. Σε αντίθεση με μιαν γραμμική ανάγνωση, όπου την προσοχή κερδίζει η ατάκτως ερριμμένη φιλολογία περί λογοκλοπής.


Ενα ιδιάζον μυθιστόρημα τεκμηρίων, με τον συγγραφέα σε μειονεκτική θέση, αφού επέλεξε να συνθέσει τα τεκμήρια ως κέντρωνες, στους οποίους αδυνατεί να δώσει την επιθυμητή μορφή. Το αποτέλεσμα είναι οι επιστολές ποικίλων προσώπων, συναδέλφων του ήρωα και ερωτευμένων γυναικών, να έχουν το ίδιο ύφος, που δεν διαφέρει από αυτό των ημερολογίων ή και των βιβλιοκρισιών. H τεχνική της κουρελούς δεν επιτρέπει την πολυτέλεια της σμιλεμένης γλώσσας, που ενίοτε συναντούμε σε ορισμένους δεξιοτέχνες του μυθιστορήματος τεκμηρίων. Ωστόσο ο Κρητιώτης αναδεικνύεται βιρτουόζος σε ένα πρωτότυπο σκραμπλ, που παίζεται με φράσεις αντί του συνήθους με λέξεις. Αν και παραμένει ζητούμενο κατά πόσον δεν παραβαίνει «τα χρηστά ήθη», όπως ορίζει ο σχετικός νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας, όταν επεμβαίνει στις βιβλιοπαρουσιάσεις έγκριτων κριτικών, υποκαθιστώντας το όνομα του κρινόμενου συγγραφέα με αυτό του Σταύρου Κρητιώτη. Ενα άλλο μετέωρο ερώτημα, ίσως το σημαντικότερο, είναι αν ήρωας και συγγραφέας αντιλαμβάνονται παρομοίως τη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια, μας κλείνει ή δεν μας κλείνει το μάτι ο Κρητιώτης; Γιατί όσοι διαβάσουν κατά γράμμα το βιβλίο του κινδυνεύουν να οδηγηθούν από επιφανειακές ομοιότητες και ρηχές συσχετίσεις στην εξομοίωση έργων και συγγραφέων. Πάντως, το σίγουρο είναι πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με άφθονη αυτοαναφορικότητα και διακειμενικότητα, που επέτυχε να προοικονομήσει, ως λέγεται, την υποδοχή του.